Το Ποντίκι
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο
του Βασίλη Τζανακάρη «Στο όνομα της προσφυγιάς - Aπό τα δακρυσμένα Χριστούγεννα
του 1922, στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Μεταίχμιο.
Για την Ελλάδα και τους Έλληνες τα Χριστούγεννα του 1922
είναι θλιβερά. Απελπισμένοι και με δάκρυα στα μάτια, οι πρόσφυγες τριγυρίζουν
στους δρόμους της Αθήνας, σέρνοντας τα πόδια τους άλλοτε έξω από τα υπουργεία
και τις κρατικές υπηρεσίες που στήθηκαν γρήγορα γρήγορα ώστε να βοηθήσουν κάπως
την κατάσταση, κι άλλοτε έξω από τα πλουσιόσπιτα που, ενώ υποσχέθηκαν, στη
συνέχεια τους έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα.
Είναι δάκρυα του απόλυτου πόνου και βήματα μοναχικά,
απελπισμένα, που πάνε κι έρχονται μέσα σε πρωινά τυλιγμένα με ομίχλη, σαν σε
άσηπτη γάζα χειρουργείου.
Δάκρυα που δεν λένε να στερέψουν, βήματα αργά, αβέβαια, και
ατέλειωτες σειρές ανυπόδητων μικρών και μεγάλων που στριμώχνονται μπροστά από
τα καζάνια που αχνίζουν με τη σούπα από μπλιγούρι ή τη φασουλάδα, αγνοώντας το
ξεροβόρι που τους περονιάζει τη σάρκα καθώς προχωρούν κλαίγοντας και
αναστενάζοντας, έτσι όπως μόνο η προσφυγιά ξέρει να κλαίει και να αναστενάζει…
Ένα πλήθος από αδύνατους ανθρώπους, κουρελιάρηδες, που σε
πιάνει λύπηση κι απελπισία να τους βλέπεις. Με τα ντρίλινα, μονόχρωμα φορέματα,
που μέσα τους πλέουν οι περισσότεροι – τα παιδιά σίγουρα χωρίς παπούτσια –, με
τα πόδια τους παγωμένα, ματωμένα, βρόμικα.
Τέτοια καζάνια, ή καλύτερα τέτοια συσσίτια, με τις
ιδρωμένες κυρίες των διάφορων επιτροπών και τα ανασηκωμένα μανίκια τους, έχουν
στηθεί σε πολλά κεντρικά κι απόκεντρα σημεία της Αθήνας, του Πειραιά, της
Θεσσαλονίκης, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να
γευτούν ένα ζεστό πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι γάλα τα παιδιά, να στυλωθούν στα
πόδια τους, να βρουν τη δύναμη ν’ αντέξουν τον αβάσταχτο πόνο.
Παιδιά, γέροντες, γυναίκες περνάνε τώρα ατέλειωτες μέρες
υπομονής και εγκαρτέρησης. Δακρυσμένοι. Ανέστιοι. Απογοητευμένοι. Με κυρίαρχη
εικόνα, όπου κι αν γυρίσεις τα μάτια σου, εκείνη της φτώχειας και της θλίψης.
Και επίδεσμοι, πολλοί επίδεσμοι, που μ’ αυτούς οι άνθρωποι τυλίγουν άλλοτε με
φροντίδα και άλλοτε όπως όπως τα τραυματισμένα χέρια και πόδια τους.
Ένας ολόκληρος λαός στο αποκορύφωμα της μετοικεσίας του,
καθώς προσπαθεί να καταλάβει πώς έγινε και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε
ριγμένος από την εδώ μεριά του Αρχιπελάγους. Βαθιές και χαίνουσες είναι οι από
μέσα τους πληγές, και θ’ αργήσει να τις κλείσει ο χρόνος, καθώς δεν είναι
εύκολο να δαμαστεί ο μεγάλος φόβος του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο της
αυριανής μέρας. Για τις άλλες, τις απέξω, είναι γεμάτα τα νοσοκομεία και οι
κλινικές της Αθήνας από ανθρώπους που προσπαθούν να τις γιατροπορέψουν.
Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης:
Μέσα σε λίγες εβδομάδες η προσφυγιά πλημμύρισε την Ελλάδα.
Ποτάμι η αθλιότητα, θάλασσα ο πόνος. Εκκλησιές, αποθήκες, θέατρα, μπαράγκες,
χαλάσματα, πλατείες, αλάνες, πήχτρα από ανθρώπινα ράκη. Αφήνοντας πίσω τους τα
πάντα, φτάσανε κρατώντας το μπογαλάκι της δυστυχίας. Κάποιο ρούχο, μια
παλιοκουβέρτα, ή κουρελού ακόμα, κι ένα σακί ήταν ό,τι πια μπορούσαν να
επιθυμούν και να ελπίζουν. Τι να πρωτοθυμηθούν; Τους δικούς τους που δεν
μπόρεσαν να φύγουν, τις πολιτείες τους και τα χωριά τους, το πηγάδι με το κρύο
νερό, το σπιτικό τους, ακόμα και τη γλάστρα με τα πούλουδα; Γι’ αυτούς η Μικρασία
ήταν ο χαμένος παράδεισος…
Πριν από λίγους μήνες όλοι τους βίωσαν μια μεγάλη
καταστροφή. Είδαν στη ζωή τους να έρχονται τα πάνω κάτω. Φίλους και συγγενείς
να χάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Οικογένειες να διαλύονται, το βιος
τους να καταστρέφεται, οι ίδιοι να ξεριζώνονται από τα χώματα που τους γέννησαν
και τους έθρεψαν.
Πλημμυρισμένη είναι η Ελλάδα από την προσφυγιά της
Μικρασίας, του Πόντου, της Θράκης. Γεμάτες οι πόλεις έως και τα μικρότερα
χωριά. Κανείς δεν ξέρει πόσοι ήρθαν, πόσοι συνεχίζουν να οδοιπορούν μέσα στις
λάσπες και τα χιόνια του χειμώνα.
Ύστερα από την ανακωχή των Μουδανιών στις 28 Σεπτεμβρίου
και την απόφαση ν’ αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα δυτικά του Έβρου, ένα
τεράστιο κύμα προσφύγων κατέκλυσε την Ελλάδα. Για περισσότερες από σαράντα
ημέρες και νύχτες ασταμάτητος ακουγόταν ο τριγμός των αραμπάδων από τη μεριά
της μεγάλης γέφυρας του Έβρου, καθώς, έντρομοι, οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις
εστίες τους.
Σε λίγο θα έμενε μόνη η Ανατολία, έρημη η Θράκη, άδειος ο
Πόντος και τα παράλια της Μικρασίας, καθώς ζύγωνε η ώρα της μεγάλης ανταλλαγής,
της επίσημης, εκείνης της Λοζάνης. Με αυτή θα έφευγε όλος ο οικονομικός και
πνευματικός πλούτος που έδινε στους τόπους τής «καθ’ ημάς Ανατολής» ο
Ελληνισμός. Θα στράγγιζε, θα σούρωναν οι πόλεις και τα χωριά, καθώς ο θάνατος
σουρώνει και αδειάζει τις φλέβες από το σφρίγος της ζωής.
Για να ξεριζωθεί τελικά κόσμος και κοσμάκης, αμέτρητο
πλήθος, και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου πελάγους, εγκαταλείποντας τις
προαιώνιες πατρίδες του. Γιατί, κοντά στους χριστιανούς, αυτήν τη φορά θα την
πληρώσουν και οι μουσουλμάνοι: Περισσότεροι από 400.000 κι απ’ αυτούς θα
ξεριζωθούν από τα χώματα που πάνω τους έζησαν οι γονείς, οι παππούδες και οι
παππούδες των παππούδων τους. Αυτή είναι η τρισμέγιστη έξοδος του ανθρώπου, ο
μεγάλος ξεριζωμός, που οι Έλληνες τον βαφτίζουν «ανταλλαγή πληθυσμών» – ναι,
έτσι θα τον πουν στο τέλος για να γλυκάνουν, όσο μπορεί να γλυκάνει, την
ατέλειωτη πίκρα και τον πόνο των ανθρώπων – και οι Τούρκοι «μονσπαντιέ».
Εκατοντάδες χιλιάδες δικοί μας θα έρθουν από τον Πόντο, τη
Θράκη, τα παράλια της Μικράς Ασίας, από τα βάθη της «καθ’ ημάς Ανατολής». Κοντά
στο ενάμισι εκατομμύριο θα γραφτούν στα κατάστιχα ανταλλαξίμων και μη.
Πολύρριζες και πολύκλαδες φαμίλιες που ξεριζώνονται αλύπητα και ρίχνονται από
την άλλη μεριά των ακτών του Αιγαίου – η μεγαλύτερη ανταλλαγή πληθυσμών, θα
λένε και θα γράφουν για χρόνια, ώσπου, με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,
την προέλαση των Ρώσων και την αλλαγή των συνόρων, να έρθει ο επίσης
συγκλονιστικός ξεριζωμός 6.000.000 Γερμανών, Πολωνών, Λευκορώσων κ.ά., που θ’
αναγκαστούν να μετακινηθούν από τα ανατολικά προς τη Δύση.
Οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν με ό,τι μπόρεσαν να πάρουν μαζί
τους. Σχεδόν γυμνοί, σχεδόν ανυπόδητοι. Με τη σκέψη κολλημένη σ’ αυτούς και σ’
αυτά που άφησαν πίσω τους, γυρνούσαν στους δρόμους, ψάχνοντας και ελπίζοντας.
Μην μπορώντας να πιστέψουν σε όσα και σε ό,τι έβλεπαν. Οι περισσότεροι νόμιζαν
ότι ζούσαν ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη που θα χανόταν μόλις ξυπνήσουν, όπως
χάνονται, γίνονται καπνός, όλα τα όνειρα, όσο άσχημα κι αν είναι. Αγνοώντας τα
μελλούμενα, και ότι τούτη τη φορά το όποιο όνειρο θα τραβούσε σε μάκρος χρόνου,
μέχρι να γίνει κάποτε παρόν και μια καλά παγιωμένη κατάσταση. Όπως αγνοούσαν
ότι τα πιο δύσκολα δεν είχαν έρθει ακόμη, καθώς η συνδιάσκεψη της Λοζάνης μόλις
είχε αρχίσει, με την Ελλάδα να αγωνίζεται κολλημένη στον τοίχο, την οριστική
ειρήνη να μην έχει υπογραφεί, τον πόλεμο επίσημα να μην έχει τελειώσει. Και
μόλις έγινε αυτό και ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, ξαναπλημμύρισαν οι δρόμοι της
Ανατολής με τον υπόλοιπο Ελληνισμό, που εξακολουθούσε να τρέμει και να αγωνιά
σε κατάσταση αλλοφροσύνης.
Όπως γράφει στο κύριο άρθρο της η «Πατρίς» ανήμερα τα
Χριστούγεννα:
«Όχι. Δεν έχει την δύναμιν να εορτάση εφέτος τα
Χριστούγεννα η Ελλάς. Όταν η Μ. Ασία δεν είναι πλέον ελληνική. Όταν η Σμύρνη
δεν υπάρχη. Όταν τους τάφους των ελλήνων μαχητών – τόσων μυριάδων ελλήνων
μαχητών – μιαίνη το πέλμα του Τούρκου. Όταν εξήκοντα χιλιάδες αιχμαλώτων
σήπωνται εις τα στρατόπεδα του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας και Ικονίου. Όταν δύο
εκατομμύρια προσφυγικών οφθαλμών ατενίζουν με δάκρυα προς την Θράκην και την Μ.
Ασίαν, θα ήτο πολύ ν’ αξιώσωμεν από την εθνικήν ψυχήν να εορτάση την εορτήν των
Χριστουγέννων. Θα της εζητούμεν τα αδύνατα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου