Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Έτσι σώθηκε ο ελληνικός χρυσός στην Κατοχή*

Το Ποντίκι


του Βασίλη Γαλούπη
Πώς διηγείται ο Ηλίας Βενέζης το χρονικό της φυγάδευσης
Για την τύχη του ελληνικού χρυσού στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ακουστεί διάφορα σενάρια, άλλοτε βάσιμα, άλλοτε ευφάνταστα, άλλοτε συνωμοσιολογικά. Προφανώς ελάχιστοι γνωρίζουν ότι εδώ και 61 χρόνια υπάρχει επίσημη εκδοχή, μάλιστα άκρως περιγραφική και με κάθε λεπτομέρεια, για τις «περιπέτειες» του χρυσού που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την εισβολή των Γερμανών. 
Στο (σπάνιο στις μέρες μας) «Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδας», έκδοσης 1955, το οποίο επιμελήθηκε ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, με πρόλογο του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μετέπειτα πρωθυπουργού Ξενοφώντα Ζολώτα, υπάρχουν όλα τα επίσημα ιστορικά ντοκουμέντα για τον ελληνικό χρυσό επί Κατοχής. 

Η διήγηση των γεγονότων συγκλονίζει. Η αγωνιώδης προσπάθεια ώστε να σωθεί ο χρυσός – ο οποίος θα βοηθούσε στην ανασυγκρότηση της χώρας την επομένη του πολέμου – και να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών κατακτητών καταγράφεται βήμα προς βήμα, με μαρτυρίες κορυφαίων προσώπων της εποχής και ακλόνητες πηγές, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κάποιος από το απόσπασμα που παραθέτει το «Π», με μια ελάχιστη προσαρμογή στη σύγχρονη γλώσσα – για την ευκολία κατανόησης εκ μέρους των αναγνωστών – της γλαφυρής περιγραφής του Ηλία Βενέζη:

Ήταν πλέον φανερό ότι ολόκληρη η χώρα θα καταλαμβανόταν από τον εχθρό. Αποφασίσθηκε τότε όπως ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχωρήσουν από την Αθήνα για να συνεχίσουν τον αγώνα και να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της χώρας. Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, μετά και την αίτηση του πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας, κάλεσαν τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος να ακολουθήσει την κυβέρνηση και να μεταφέρει την έδρα της τραπέζης εκτός των τμημάτων της χώρας που θα καταλάμβανε ο εχθρός. 

Τόσο ο διοικητής της τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος όσο και ο υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος, υπακούοντας στην πρόσκληση, ακολούθησαν τον βασιλιά και την κυβέρνηση, με την απόφαση να μεταφέρουν την έδρα της τραπέζης εκεί όπου θα ήταν και η έδρα της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης. 

Την αναχωρούσα διοίκηση της τραπέζης συνόδευσαν και ελάχιστοι ανώτεροι υπάλληλοι, συγκεκριμένα οι Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης. Προτού φύγει από την Αθήνα η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος είχε φροντίσει να μεταφέρει μακριά από την Αθήνα, στην Κρήτη, τα αποθέματα χρυσού της τραπέζης, που ήταν περιουσία του ελληνικού λαού.

Χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο διοικητής της τραπέζης Γεώργιος Μαντζαβίνος αφηγήθηκε στον γράφοντα το χρονικό εκείνης της μετακίνησης της διοίκησης της τραπέζης και την περιπέτεια της διάσωσης του χρυσού της.


«Θυμάμαι» έλεγε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος «ότι, αμέσως μόλις έγινε κατάδηλη η πρόθεση της Γερμανίας να βοηθήσει την Ιταλία στον αγώνα της ενάντια στην Ελλάδα – αγώνα τον οποίο είχε σχεδόν χάσει –, λάβαμε μέτρα για να μεταφερθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας σε ασφαλές μέρος έξω από την Αθήνα. Προκρίθηκε η Κρήτη, το υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχαμε αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια. Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια. 

Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο εμείς οι τρεις ή τέσσερις γνωρίζαμε στην Τράπεζα, ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεσή μας δυο αντιτορπιλικά, τον “Βασιλέα Γεώργιο” και τη “Βασίλισσα Όλγα”, τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο. Η μεταφορά έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα.

Η αναχώρηση της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος από την Αθήνα, κατ’ ακολούθηση της αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης, έγινε στις 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας Λαζαρίδης, Λεβής και Κοσμίδης, οι οποίοι θα μας συνόδευαν, πήραν εντολή να μεταβούν στον Μαραθώνα κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που είχε επιταχθεί. 

Το ατμόπλοιο στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν βυθίστηκε από τα γερμανικά Στούκας. Οι υπάλληλοί μας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να φύγουν το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά με άλλο οπλιταγωγό (σ.σ.: πολεμικό πλοίο, μεταγωγικό οπλιτών). 

Το ίδιο επίσης βράδυ φεύγαμε κι εμείς με την κυβέρνηση, με το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Όλγα”. Η επιβίβασή μας έγινε υπό τραγικές συνθήκες σε μια παραλία των Μεγάρων. Πλάι μας καιγόταν ένα ατμόπλοιο που είχε προ ολίγου βομβαρδιστεί από τα Στούκας. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Φεύγαμε για ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου και κανείς μας δεν γνώριζε αν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί.

Φθάσαμε το πρωί της 23ης Απριλίου 1941 στη Σούδα. Ο βασιλιάς είχε μόλις φθάσει με αεροπλάνο, συνοδευόμενος μόνο από τον πρωθυπουργό, τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό.
Δεν είχαμε προλάβει να αποβιβαστούμε στη Σούδα, όταν μια επιδρομή Στούκας μάς ανάγκασε να καλυφθούμε μέσα σε έναν ελαιώνα.

Από τη Σούδα πήγαμε στα Χανιά και εγκατασταθήκαμε στο υποκατάστημα της Τράπεζάς μας. Οι μέρες εκείνες στα Χανιά ήταν πολύ δύσκολες, γιατί, αμέσως μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και απέκτησαν αεροπορική βάση, άρχισαν τις επιδρομές, δυο και τρεις φορές την ημέρα, εναντίον των Χανίων».

Εγκατάσταση εκτός Ελλάδος

Η διοίκηση της Τράπεζας, εργαζόμενη στα Χανιά υπό τις συνθήκες που περιεγράφησαν παραπάνω, άρχισε να αντιμετωπίζει τα διάφορα ζητήματα επισιτισμού, πιστώσεων κ.λπ. που παρουσιάζονταν, καθώς επίσης να αντιμετωπίζει τα εντελώς νέα προβλήματα τα οποία θα δημιουργούσε η εγκατάσταση ελληνικών αρχών εκτός της ελληνικής επικράτειας. Μεταξύ άλλων εισηγήθηκα την τροποποίηση του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία έγινε με τον νόμο 3004/1941, ο οποίος όρισε ότι κατά τη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής η Τράπεζα θα εγκαθίστατο στο εξωτερικό στην έδρα της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης και θα ασκούσε τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου. 

Στη βάση της νομοθεσίας αυτής η – εγκατεστημένη στο εξωτερικό – Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίσθηκε μεταγενέστερα από τη Μ. Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η μόνη νομίμως εκπροσωπούσα τα συμφέροντα της Τράπεζας και δικαιούμενη να διαχειρίζεται τα στο εξωτερικό διαθέσιμα της Τράπεζας σύμφωνα με το καταστατικό και τους νόμους.

Τα επιφέροντα τροποποιήσεις του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος άρθρα του Α. Ν. 3004/1941, εκδοθέντος στα Χανιά έχουν ως εξής:

- Άρθρο 2: Η Τράπεζα της Ελλάδος εδρεύει στην ίδια πόλη, στην οποία εδρεύει η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Σε αυτή την πόλη βρίσκεται το κεντρικό της κατάστημα.
-  Άρθρο 3: Η Τράπεζα της Ελλάδος διοικείται ως ακολούθως: 
α. Όλες οι αρμοδιότητες, οι ανατιθέμενες από το καταστατικό στον Διοικητή της Τράπεζας και στο Συμβούλιο Διευθύνσεως, ασκούνται από τον Διοικητή. 
β. Όλες οι αρμοδιότητες, οι ανατιθέμενες από το καταστατικό στο Γενικό Συμβούλιο ασκούνται από τον Διοικητή, οι σχετικές αποφάσεις του οποίου υπόκεινται στην έγκριση του προέδρου της κυβερνήσεως. 
γ. Όλες οι αρμοδιότητες, οι ανατιθέμενες από το καταστατικό στη Γενική Συνέλευση, ασκούνται από το υπουργικό συμβούλιο προτάσει του Διοικητού της Τράπεζας.

Απόφαση για την Πραιτόρια

«Όταν άρχισε να διαγράφεται ως επικείμενη η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς» – αφηγήθηκε στον γράφοντα μετά την απελευθέρωση ο Διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος – «αρχίσαμε να προνοούμε και για τη μετακίνησή μας έξω από την Ελλάδα. 

Θέμα κύριο ήταν για μας πάλι να περισώσουμε τον χρυσό του αποθέματος και να τον μεταφέρουμε σε ασφαλή χώρα. Τέτοια χώρα ήταν η Νότια Αφρική. Ο χρυσός θα έπρεπε να μεταφερθεί από το Ηράκλειο στην Πραιτόρια, έδρα της Κεντρικής Τράπεζας της Ν. Αφρικής. Αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο χρυσός πρώτα στη Σούδα, και από εκεί να φορτωθεί σε άλλο πλοίο για το μακρινό του ταξίδι.


Η μεταφορά του χρυσού από το Ηράκλειο στη Σούδα έγινε με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό, που λεγόταν “Σάλβυα” και κυβερνιόταν από έναν έφεδρο αξιωματικό του αγγλικού εμπορικού στόλου. Υπό διαρκείς επιθέσεις Στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το υποκατάστημα Ηρακλείου στο λιμάνι του Ηρακλείου και από εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό, στο μικρό πλήρωμα του οποίου προστέθηκαν, ως συνοδοί του χρυσού, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αριστείδης Λαζαρίδης και Μίνως Λεβής.

Όταν ξεκίνησε το “Σάλβυα”, τα Στούκας, που το παρακολουθούσαν, του επιτέθηκαν. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατόρθωσε τότε με τα μικρά του αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψει δυο από τα γερμανικά αεροπλάνα. Υπό συνεχή συναγερμό, και με όλο τον χρυσό στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, το “Σάλβυα” έφθασε τελικά στη Σούδα.

Από εκεί άρχιζε το νέο δύσκολο εγχείρημα. Τα κιβώτια του χρυσού έπρεπε να μεταφορτωθούν από το “Σάλβυα” στο πλοίο που είχε ορίσει ο Άγγλος ναύαρχος για να παραλάβει τον χρυσό και να τον μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια, πρώτο σταθμό του ταξιδιού. 

Ο Άγγλος ναύαρχος της Μεσογείου, παρόλο ότι μαινόταν η ναυμαχία το προηγούμενο βράδυ και εκείνη την ημέρα στο Κρητικό πέλαγος, είχε δεχθεί να αποσπάσει από τη μοίρα του μια αξιόμαχη μονάδα, το καταδρομικό “Διδώ”, και να το θέσει στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη μεταφορά του χρυσού.

Πάλι υπό συνεχή συναγερμό και βομβαρδισμό των Στούκας ο χρυσός μεταφορτώθηκε στο καταδρομικό, με τη βοήθεια και των Άγγλων ναυτών. Δίπλα στο “Διδώ”, που τα πυροβόλα του διαρκώς έβαλλαν, άρχισε – έχοντας χτυπηθεί – να καίγεται ένα πλοίο από τη Δανία. 

Όλη αυτή η δουλειά γινόταν με απίστευτα νευρικό ρυθμό, επειδή ο Άγγλος κυβερνήτης, φοβούμενος για το πλοίο του, βιαζόταν να το θέσει σε κίνηση και υπήρχε κίνδυνος ένα μέρος του πολύτιμου φορτίου, καθώς μεταφορτωνόταν, να πέσει στη θάλασσα. 

Ευτυχώς η μεταφορά έγινε στο κάτω μέρος του πλοίου χωρίς καμιά ζημιά. Μόνο ένα κιβώτιο, ενώ μεταφερόταν, έσπασε και το μέρος γέμισε από χρυσές λίρες. Όλες οι χρυσές λίρες του κιβωτίου που είχαν σκορπίσει βρέθηκαν. Εκτός από μία».

Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Σουέζ

«Έπειτα από λίγες μέρες η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος χωρίστηκε στα δύο» – αφηγήθηκε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος στον γράφοντα. «Ο πρωθυπουργός, μαζί με τον διοικητή της Τράπεζας Κυριάκο Βαρβαρέσο, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν σε ένα χωριό που απείχε από το υποκατάστημα Χανίων μία περίπου ώρα. 

Εκεί αποκλείστηκαν, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να πέφτουν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Εγώ έμεινα στα Χανιά για να προνοήσω για τη μεταφορά όλων στην Αίγυπτο, όπου αποφασίστηκε να καταφύγουμε. 

Η περιπέτεια του βασιλιά, του Προέδρου της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερού και του διοικητή της Τράπεζας Κυριάκου Βαρβαρέσου, όταν έφευγαν από την Κρήτη, είναι γνωστή. Αναγκάστηκαν να φτάσουν με τα πόδια στην άλλη άκρη του νησιού, δηλαδή από την πλευρά της Μεσογείου προς την πλευρά του Λιβυκού πελάγους, όπου θα επιβιβάζονταν σε αντιτορπιλικό για να φθάσουν στην Αλεξάνδρεια. 

Εμείς επιβιβαστήκαμε σε οπλιταγωγό – στις 22 ή 23 Μαΐου – και αναχωρήσαμε από τα Χανιά με κατεύθυνση προς την Αλεξάνδρεια. Όταν φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια, είχαν ήδη μεταφερθεί εκεί τα κιβώτια του χρυσού, τον οποίο αποθηκεύσαμε προσωρινά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου.

Η κυβέρνηση και η διοίκηση της Τράπεζας εγκαταστάθηκαν τότε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε σπουδαία ζητήματα, τα οποία εκκρεμούσαν μεταξύ της Ελλάδας και των συμμάχων της, ιδίως ζητήματα φορτίων τροφίμων που βρίσκονταν καθ’ οδόν για την Ελλάδα πριν από την κατάληψή της. Είχαμε επίσης να φροντίσουμε για την περαιτέρω τύχη του χρυσού.

Κατόπιν παραμονής ενός μήνα στην Αλεξάνδρεια, το κεντρικό υποκατάστημα της Τράπεζάς μας μεταφέρθηκε στο Κάιρο, τρίτη κατά σειρά έδρα της διοίκησης της Τράπεζας. Σε συμφωνία με τις Συμμαχικές Αρχές ρυθμίσαμε τα της μεταφοράς του χρυσού της Τράπεζας, μέσω του Σουέζ, στην Πραιτόρια.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, όταν η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου να της παραδώσει τον χρυσό που είχε εναποθηκευτεί στο υποκατάστημα της Αλεξάνδρειας, βρέθηκε προ της έντονης αντίρρησης της αιγυπτιακής Τράπεζας. 

“Εμείς ξέρουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι στην Αθήνα” έλεγαν οι Αιγύπτιοι, προφανώς υποκινούμενοι από άλλους. Χρειάστηκαν πολλά και έντονα διαβήματα για να παραδοθεί, τελικά, ο χρυσός.
Τον τοποθετήσαμε σε φορτηγά αυτοκίνητα και με τη συνοδεία τανκς τον μεταφέραμε μέσω της ερήμου στο Σουέζ. Εκεί φορτώθηκε σε εμπορικό πλοίο που είχε επιταχθεί, στο οποίο επιβιβάστηκε και ο διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζί με έναν ακόμη υπάλληλο. 

Έτσι ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου στο μεταξύ φτάσαμε κι εμείς. Εκεί φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία, την οποία είχε την καλοσύνη να θέσει στη διάθεσή μας ο στρατάρχης Σματς. Και με τη συνοδεία πάντοτε του διευθυντού Αριστείδη Λαζαρίδη ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής, όπου ελέγχθηκε.

Να σημειωθεί εδώ ότι, επειδή ο χρυσός αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, μέχρι και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξη χρυσών αντικειμένων στην Ελλάδα, ήταν ανάγκη να μετατραπεί σε ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον καθορισμένο βαθμό καθαρότητας.

Από τη νέα τήξη του χρυσού, η οποία εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της South African Reserve Bank, εκδοτικής τράπεζας της Ν. Αφρικής, στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής, προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητας βάρους 608.350 ουγγιών.

Ο χρυσός αυτός σε ράβδους μεταφέρθηκε στην Πραιτόρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανατήξεως του χρυσού ήταν ελάχιστα, γιατί, λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί, αποφύγαμε να πληρώσουμε ασφάλιστρα, τα οποία θα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 500.000 λίρες».

Τέλος καλό...

Αυτό είναι το χρονικό της διάσωσης του αποθέματος χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος. Σημειώνεται εδώ ότι η Ελλάδα υπήρξε η μόνη από τις καταληφθείσες χώρες της οποίας ο χρυσός μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό και διέφυγε από τη γερμανική αρπαγή.

Τα της μετακίνησης της διοίκησης της Τράπεζας εκτός της Ελλάδος αφηγήθηκε στη συνέχεια ο διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος:

«Έπειτα από σύντομη διαμονή στην Πραιτόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ και έχοντας διακανονίσει το θέμα του χρυσού, μεταβήκαμε στο Κέιπ Τάουν, από όπου, μαζί με τον βασιλιά και την κυβέρνηση, αναχωρήσαμε για τη μόνιμη πλέον εκτός Ελλάδος προσωρινή έδρα μας, το Λονδίνο, που είχε ορισθεί ως έδρα και των λοιπών εν εξορία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Φθάσαμε μέσω... Τρινιντάντ, μετά από περιπετειώδες κι επικίνδυνο για τη ζωή μας ταξίδι 28 ημερών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Εκεί εγκαταστήσαμε το κεντρικό κατάστημα του Ιδρύματος, δηλαδή την έκτη κατά σειρά προσωρινή έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος εκτός των Αθηνών».


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1930 στις 18-08-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου