Η διεθνής άνοδος των λαϊκισμών-εθνικισμών δεν είναι άμοιρη της επέκτασης του κρατισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι αποκαλύπτουν τα στοιχεία για την κρατική παρέμβαση στην οικονομία.
Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος
Ίσως τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ αποδειχθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ που εξαπάτησε το κόμμα του προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία. Ακόμα χειρότερα, με την απάτη του αυτή επέτρεψε σε αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις της οικονομίας και της γεωπολιτικής, όπως η Κίνα και η Ινδία, να αναδειχθούν όχι μόνον σε παγκόσμιους παίκτες αλλά και σε στηρίγματα μίας διεθνούς νομιμότητος – έργο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής του, ήτοι της κατάργησης της αμερικανικής διεθνούς οικονομικής τάξης, ο πρόεδρος Τραμπ γίνεται ο σημαιοφόρος μίας παγκόσμιας επέκτασης του κρατισμού και στην ουσία είναι ο ισχυρότερος αντίπαλος του αποκαλούμενου από την αριστερά «νεοφιλελευθερισμού». Και στο επίπεδο αυτό, η στήριξη από τον Έλληνα πρωθυπουργό κάποιων μέτρων που προτείνει ο Αμερικανός πρόεδρος για το ΝΑΤΟ και την διεθνή οικονομία ίσως να έχει κάποια πολύ λογική βάση.
Από την άλλη πλευρά, τα φαινόμενα που ανέδειξαν στο πολιτικό προσκήνιο πολιτικούς όπως οι Ντ. Τραμπ, Πέπε Γκρίλο, Μαρίν Λε Πεν κ.α., είναι από μόνα τους εύγλωττα. Έχουν μία βασική αιτία, που δεν είναι άλλη από την μεταπολεμική επέκταση του κρατικού καπιταλισμού, ο οποίος αποτελεί από μόνος του ένα σύστημα διαπλοκής, ανισορροπίας και βεβαίως ανισοτήτων.
Το δε παράδοξο είναι ότι το σύστημα αυτό κατηγορείται από τους εχθρούς του για αυτό που δεν είναι. Με άλλα λόγια, οι πολέμιοι του «νεοφιλελευθερισμού» στην ουσία τού αποδίδουν δεινά που οφείλονται στον «νεοκρατισμό» και την επέκτασή του.
Ανατρέχοντας στην οικονομική ιστορία, διαπιστώνει κανείς ότι, στις αρχές του 20ου αιώνα, στον σημερινό αναπτυγμένο κόσμο η κρατική συμμετοχή στον σχηματισμό του Ακαθάριστου Εσωτερικού Προϊόντος έφθανε κατά μέσον όρο το 11%, με αιχμές το 18% στην Αυστραλία και το 17% στην Ελβετία. Στο άλλο άκρο βρίσκονταν, με 7%, οι ΗΠΑ και οι σκανδιναβικές χώρες.
Ένα έτος πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ποσοστό αυτό είχε ανέβει στο 13%, κυρίως λόγω της αναπτύξεως του κράτους προνοίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται άνοδος που οδηγεί το μέσο ποσοστό στο 24% από το 1939 το σχετικό ποσοστό φθάνει στο 29%, με αιχμή την Γαλλία (31%), προφανώς λόγω μέτρων που είχε λάβει το Λαϊκό Μέτωπο του σοσιαλιστή ηγέτη Λέοντα Μπλουμ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κρατική παρέμβαση στην οικονομία εκτινάσσεται, για να φθάσει το 40% του ΑΕΠ των βιομηχανικών χωρών το 1960, με αιχμή την Σουηδία στην οποία το σχετικό ποσοστό ξεπερνά το 60%!
Ακολουθούν η Γαλλία με 55% και η Ιταλία με 53%. Δικαιώνεται, έτσι, η πρόβλεψη του Μουσολίνι, ο οποίος το 1936 είχε δηλώσει ότι «ο 20ος αιώνας θα είναι αυτός του κράτους». Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελούν οι ΗΠΑ, στις οποίες το σχετικό ποσοστό βρίσκεται στο 35%, έχοντας τριπλασιαστεί σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 1920.
Σήμερα, στον αναπτυγμένο κόσμο η κρατική συμμετοχή στον σχηματισμό του ΑΕΠ του έχει σταθεροποιηθεί στο 52% –με εξαίρεση πάντα τις ΗΠΑ, όπου το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται από 40% έως 44%, με τάση ωστόσο ανοδική τους τελευταίους μήνες. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο τα αντίστοιχα ποσοστά πλησιάζουν το 65%, γεγονός που θέτει πολλά ερωτήματα ως προς την ικανότητα των οικονομιών αυτών να διατηρήσουν θετικούς ρυθμούς αναπτύξεως.
Ήδη, η μαζική φυγή κεφαλαίων από την Ινδία, η κοινωνική κρίση στην Βραζιλία, η άνοδος της παρατραπεζικής οικονομίας στην Κίνα και η πλήρης επενδυτική άπνοια στην Ρωσία φέρνουν στο προσκήνιο τα σοβαρά προβλήματα των πιο πάνω οικονομιών, στις οποίες θριαμβεύει ένας κρατικός καπιταλισμός που προσπαθεί να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Τα δε κρατικά επενδυτικά ταμεία του καπιταλισμού αυτού, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα το 2011 πραγματοποίησαν το 54% των άμεσων διεθνών επενδύσεων και έχουν υπό τον έλεγχό τους το 37% της παγκόσμιας αποταμιεύσεως.
Αν στο ποσοστό αυτό προσθέσουμε και τα αντίστοιχα ποσοστά των κρατικών επενδυτικών ταμείων στον αραβικό κόσμο, στην Αφρική και στις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες, τότε φθάνουμε σε επίπεδα άνω του 70% –που σημαίνει ότι στην ουσία η παγκόσμια αποταμίευση είναι κρατικά ελεγχόμενη. Όπως, βεβαίως, πλήρως κρατικά ελεγχόμενα είναι και τα νομίσματα στα οποία εκφράζεται η αποταμίευση αυτή.
Συνεπώς, όταν ομιλούμε για κρίση του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, πολύ θα παρακαλούσαμε τους ογκόλιθους της οικονομικής σκέψεως να προσδιορίσουν: από πότε ο κρατικός καπιταλισμός απέκτησε συγγενικούς δεσμούς με την φιλελεύθερη αντίληψη και πρακτική για την οικονομία;
Αντιθέτως, μία ανανέωση της αναγνώσεως του συνολικού έργου κορυφαίων φιλελεύθερων στοχαστών (φον Μίζες, Χάγιεκ, ντε Ζουβενέλ, κ.α.), αλλά και του κεϋνσιανού νομπελίστα Αμάρτυα Σεν, πείθει ότι η κρίση που βιώνουν οι αναπτυγμένες οικονομίες είναι στην ουσία το αποτέλεσμα δυσλειτουργικών της μεικτής οικονομίας που κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο και η οποία πάσχει ως προς το σπάταλο κρατικό σκέλος της.
Αυτό αναγνωρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, και ο Γάλλος σοσιαλιστής οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος του Φρανσουά Μιττεράν, κ. Ζακ Ατταλί, ο οποίος στο τελευταίο βιβλίο του «Παγκόσμια Κατάρρευση σε 10 Χρόνια;» (εκδ. Παπαδόπουλος), τονίζει χωρίς περιστροφές ότι η παγκόσμια χρηματοοικονομική ωρολογιακή βόμβα είναι τα δημόσια χρέη στην Δύση και η ραγδαία μείωση της ανταγωνιστικότητος των επιχειρήσεών της που έχουν να ανταγωνισθούν τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Ζακ Ατταλί προτείνει, ως λύση στα προβλήματα, περισσότερη κρατική παγκόσμια διακυβέρνηση –που σημαίνει και λιγότερη οικονομική ελευθερία.
Με άλλα λόγια, ως λύση στο παγκόσμιο πρόβλημα του κρατισμού προτείνεται περισσότερος κρατισμός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου