Το Ποντίκι
του Στάθη
Μονήρης και μοναχικός. Η ποίησή του έκανε κρότο. Μερικές φορές βάδιζαν οι στίχοι του με τον παιάνα. Ευγενής, ευγενικός, ευγενέστατος. Ποιητής - πολεμιστής με την κλασική έννοια, συχνά έγραφε πάνω στην ασπίδα του. Άλλοτε έπαιζε πεσσούς με τα τραύματά του. Ο Μάνος Ελευθερίου, αυτός ο γερτός άνθρωπος, γερτός σαν τον μίσχο των ανθέων, ήταν φαρδύς κι ευρύστερνος σαν τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Λυρικός κατ’ οικονομίαν κι επικός από καθήκον, διετέλεσε φρουρός σε καφενεία, γήπεδα, στρατώνες και αγορές, λιμάνια και γειτονιές,
σε φωτογραφίες των παλαιών και των περασμένων, διετέλεσε φρουρός δακρύων και στεναγμών, ευδοκίμως υπηρετήσας. Έβλεπε και μας έλεγε ό,τι έβλεπε, σε μας που θέλαμε να δούμε και με τα μάτια του βλέπαμε. Βυζαντινός. Όχι από τους τελευταίους Βυζαντινούς – δεν υπάρχουν «τελευταίοι» Βυζαντινοί, απλώς υπάρχουν λίγοι. Και πάντα λίγοι θα έρχονται και λίγοι θα κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Εστεμμένες ψυχές, εσφιγμένες ζωές. Τον Μάνο Ελευθερίου δεν τον αποχαιρετάς με στίχους και ποιήματα δικά του – «ευκολάκι», καθώς θα έλεγε και ο ίδιος, τώρα που στα στερνά του προσπάθησε για λίγο να συνταυτισθεί με τα πιασάρικα λόγια, ξορκίζοντας ίσως έτσι το πολύ βάρος, τα ηφαίστεια που έφερε και τη μνήμη των οραμάτων που είδε. Απ’ την κάμαρά του ο Μάνος Ελευθερίου είδε τις αρένες και τα χαρακώματα, τα κεράκια των ανθρώπων και τον άνεμο των γεγονότων, ήπιε μυρωδάτο τσάι με τη Σίβυλλα (ως εκ τούτου ερμήνευε και ορμήνευε) και έβγαζε το φαρμάκι απ’ τις πληγές εκείνων που θα έπρεπε να πολεμήσουν και την επόμενη μέρα. Κοιτάξτε τον τώρα πια στις φωτογραφίες, πώς μας κοίταζε! Στοχαστικός, απόμακρος, ευρύχωρος, μυγιάγγιχτος, παιγνιώδης, σκαρώνοντας ιστορίες από ασήμαντον αφορμή (εμάς) – ιστορίες που μπορούσαν να χωρέσουν στα μεγάλα αλώνια των προσδοκιών μας.
Με μια ιστορία θα αποχαιρετήσω κι εγώ δακρυσμένος τον Μάνο Ελευθερίου (διότι, ναι μου χάρισε και μένα τον λυτρωτικό λυγμό, όχι μόνον μια φορά). Ο κύριος Χ. λοιπόν εργαζόταν στον «Ριζοσπάστη», όταν ύστερα από μεγάλα γεγονότα εν μέσω συντρόφων ήρθε η ώρα να φύγει για αλλού και για αλλού να πετάξει σαν το σπασμένο πουλί. Εκείνο το απόγευμα, όσον ο κύριος Χ. μάζευε τα μπογαλάκια του, ο Οδυσσέας Ιωάννου από την εκπομπή του τότε στον «902 Αριστερά στα FM», μαθαίνοντας τα καθέκαστα, αφιέρωσε στον κ. Χ. τη «Δίκοπη Ζωή».
Δέκα χρόνια μετά, ακριβώς την ίδια ημερομηνία, ο κύριος Χ. μάζευε ξανά τα μπογαλάκια του και αφυπηρετούσε από τα «Νέα». Χωρίς να γνωρίζει τα καθέκαστα ο Κώστας Θωμαΐδης, αφιέρωνε εκείνο το βραδάκι στον κύριο Χ. τη «Δίκοπη Ζωή». Δέκα χρόνια μετά, όχι ακριβώς την ίδια ημερομηνία (λίγο πριν απ’ το Μεγαλοβδόμαδο οι δύο προηγούμενες), αλλά λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η θητεία του κυρίου Χ. στην «Ελευθεροτυπία» έσβησε. Μαζεύοντας τα μπογαλάκια του ο κύριος Χ. πήγε να βγάλει από την πρίζα του και το ραδιοφωνάκι του, που, όμως, άρχισε να παίζει τη «Δίκοπη Ζωή». Αυτήν τη φορά ούτε σύντροφος κανείς, ούτε φίλος είχε αφιερώσει τη «Δίκοπη Ζωή» στον κύριο Χ., αλλά όλως τυχαίως το μαχαίρι δήλωσε ότι δεν ήταν πια φυλαχτό.
Αφύλαχτος είναι το ίδιο καλά όσον και ακτήμων. Στο καλό, ιερέ κύριε Μάνο…
email: stathispontiki@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου