Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΤΡΑΜΠ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΕΡΚΕΛ.


του Κώστα Μελά

1.
Η Γερμανία , μαζί με την Κίνα, αποτελούν τις δύο χώρες – στόχους , της νέας Διοίκησης Τραμπ, λόγω των υψηλών εμπορικών πλεονασμάτων που παρουσιάζουν οι δύο συγκεκριμένες χώρες.
Παρά τα όσα λέγονται , έχω την άποψη ότι η Διοίκηση Τραμπ , θα επιχειρήσει να «στριμώξει» την Γερμανία πρωτίστως , διότι προφανώς είναι πιο εύκολος αντίπαλος από την Κίνα. Ίσως να γίνουμε μάρτυρες όξυνσης του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο χωρών κάτι που θυμίζει , κατά  κάποιο τρόπο, τη σκληρή στάση απέναντι στην Ιαπωνία (Κυβέρνηση Miyazawa) της Διοίκησης  Κλίντον στη Συνάντηση Κορυφής του Τόκιο το καλοκαίρι του 1993. Μεταξύ των αμερικανικών απαιτήσεων, που όλως παραδόξως είχαν ενσωματωθεί στο προτεινόμενο Πλαίσιο για μια νέα οικονομική εταιρική σχέση ΗΠΑ –Ιαπωνίας, περιλαμβάνονταν οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μείωναν σημαντικά το εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας και θα αύξαναν τις εισαγωγές αμερικανικών μεταποιητικών αγαθών. Βεβαίως η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας σήμερα  δεν έχει καμία σχέση με  την αντίστοιχη της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1990. Παρόλα αυτά έχω την άποψη ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι θα επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο.
  
Πρώτον, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι βλέπει τον κόσμο υπό το πρίσμα της οικονομίας. Εξελέγη με την υπόσχεση ότι θα διοικούσε τις ΗΠΑ σαν μια επιχείρηση. Επιτίθεται συχνά στην παγκοσμιοποίηση και στο ελεύθερο εμπόριο και δήλωσε ότι θα επαναδιαπραγματευτεί τη NAFTA και ήδη έχει βάλει  τέλος στις διαπραγματεύσεις για την ΤΡΡ και την ΤΤΙΡ.

Για τη Γερμανία, αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό. Η Γερμανία είναι χώρα  "εξαγωγής παγκοσμίων πρωταθλητών”. Για χρόνια το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας έχει στηριχτεί στις εταιρίες που εξάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό από αυτά που εισάγει η χώρα -η Γερμανία έχει εμπορικό πλεόνασμα 20 δισ. δολαρίων/μήνα με τον υπόλοιπο κόσμο, εκ των οποίων τα 6 δισ. δολάρια είναι με τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ από την άλλη πλευρά, έχουν το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα -το 2016 αυτό ανερχόταν σε 500 δισ. δολάρια.

Ο Τραμπ, στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με την Γερμανίδα Καγκελάριο Α. Μέρκελ ,  στην τελευταία της επίσκεψη στην Ουάσιγκτον ,δήλωσε "θα έλεγα πως οι διαπραγματευτές της Γερμανίας έχουν κάνει καλύτερη δουλειά από αυτούς των ΗΠΑ. Αλλά ας ελπίσουμε ότι μπορούμε να το ισορροπήσουμε. Δεν θέλουμε νίκη, θέλουμε δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι δικαιοσύνη”.
Εκτός από την άγνοια -η Γερμανία δεν έχει καμία εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ και εάν είχε, δεν θα διαπραγματευόταν με Γερμανούς, αλλά με διαπραγματευτές της ΕΕ- η δήλωση  του Τραμπ αποκαλύπτει την άποψή του ότι η Γερμανία επωφελείται δυσανάλογα από το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόδιο, μια θέση που μοιράζεται με την Κίνα. Θέλει να "εξισορροπήσει” αυτή τη σχέση, κυρίως μέσω της επιβολής ενός "φόρου προσαρμογής συνόρων”, επιβάλλοντας κυρώσεις σε κάθε επιχείρηση που δεν παράγει στις ΗΠΑ. Αυτοί οι φόροι δεν είναι ακόμη σε ισχύ -αλλά οι ΗΠΑ ήδη επιβάλλουν πρόστιμα, όπως εναντίον της Salzgitter: από τις 30 Μαρτίου, η δεύτερη μεγαλύτερη γερμανική εταιρεία παραγωγής χάλυβα έχει υποχρεωθεί να πληρώσει 22,9%  δασμούς για υποτιθέμενες πρακτικές ντάμπινγκ.

Τέλος, οι "δεξιές” ιδεολογίες του περιβάλλοντος  Τραμπ εκδιώκουν τη Γερμανία για την προσφυγική της πολιτική. Ο Τραμπ, στην περίφημη συνέντευξη στην BILD-Zeitung, επανέλαβε τον ισχυρισμό, υποστηρίζοντας πως η Α. Μέρκελ  είχε κάνει ένα "καταστροφικό λάθος αφήνοντας όλους αυτούς τους παράνομους στη χώρα”.

Υπάρχει περαιτέρω αμερικανό-γερμανική διαφωνία για τους διεθνείς οργανισμούς. Για τη Γερμανία, τα Ηνωμένα Έθνη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στοιχεία ενός διεθνούς συστήματος που εγγυάται ισότητα και δικαιοσύνη για όλα τα κράτη. Η κυβέρνηση Τραμπ -για μια φορά σύμφωνη με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα- πιστεύει ότι οι διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να αποδυναμώσουν τις ΗΠΑ και να δώσουν στις ασθενείς χώρες την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις ΗΠΑ.

Τέλος, κάποια τμήματα της κυβέρνησης Τραμπ αντιπαθούν την γερμανική Mittelstand. Στον Trump αρέσει να περιβάλλεται από επιχειρηματίες της Sillicon Valley (τουλάχιστον από εκείνους που δεν τον αντιπαθούν ενεργά): ο ιδρυτής της PayPal είναι στο στρατόπεδο του Trump. Ο Elon Musk, ο CEO της Tesla και ο άνθρωπος που θέλει να στέλνει τουρίστες στον Άρη, είναι σύμβουλός του. Άλλοι τον στηρίζουν από ανάγκη. Πρόκειται για την "δημιουργική καταστροφή” του Schumpeter -το παλιό χρειάζεται να καταστραφεί έτσι ώστε να ανθίσει το νέο. Είναι υπέρ της ανάληψης κινδύνων και των μεγάλων περιθωρίων κέρδους.

Η γερμανική προσέγγιση, από την άλλη πλευρά, αφορά την διάρκεια. Είναι προσεκτική, σκόπιμη, και βασίζεται στην αρχή της επιφυλακτικότητας. Για τους συμβούλους της Sillicon Valley στην ομάδα του Trump, αυτό είναι σαν τη διάδοση του κομμουνισμού στη διάρκεια της εποχής McCarthy.

Πολλοί στο Βερολίνο σήμερα συνεχίζουν να ελπίζουν ότι θα κυριαρχήσουν οι πιο φιλελεύθερες δυνάμεις στο υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ. Και πάλι, παραμένει ένα μεγάλο ρίσκο ότι οι γερμανό-αμερικανικές σχέσεις οδηγούνται σε ένα χαμηλό σημείο. Και είναι ώρα για το γερμανικό πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει αυτόν τον κίνδυνο.

2.
Για τον πρόεδρο Τραμπ , το μέγεθος  που  δείχνει την οικονομική  δύναμη των χωρών είναι το  ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν είναι πλεονασματικό η οικονομία της χώρας είναι δυνατή , αν όχι είναι αδύνατη.  Φυσικά αυτή η αντίληψη δεν έχει , ουσιαστικά, κανένα οικονομικό νόημα. Παραπέμπει στις ιδέες του μερκαντιλισμού που κυριαρχούσε πριν δύο αιώνες. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει υιοθετήσει η συγκεκριμένη θεωρία , η Γερμανία αποτελεί τη δυνατότερη οικονομία στον πλανήτη , διότι διαθέτει το υψηλότερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το 2016, η Γερμανία είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περίπου 270 δις ευρώ ή 8,6% του ΑΕΠ, προκαλώντας την οργή του προέδρου Τραμπ. Παράλληλα το ετήσιο διμερές πλεόνασμα της Γερμανίας με τις ΗΠΑ ανέρχεται στο ύψος των 65 δις ευρώ. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό να σημειώσουμε τα παρακάτω: δεδομένου ότι η Γερμανία είναι μέλος της Ευρωζώνης και εκεί υπάρχει η ΕΚΤ , δεν μπορεί να προβαίνει  σε χειραγώγηση του ευρώ όπως έχουν αφήσει να υπονοείται από κύκλους της προεδρίας Τραμπ. Επίσης η γερμανική οικονομία είναι ανοικτή στις αμερικάνικες εισαγωγές σύμφωνα με το πλαίσιο συμφωνιών που έχουν θεσμοθετηθεί μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.  Όλες οι εμπορικές σχέσεις Γερμανίας και ΗΠΑ, δηλαδή,  διέπονται από τις υπερκείμενες συμφωνίες ΕΕ-ΗΠΑ. Πρόκειται για διαφορετικό πλαίσιο λειτουργίας των εμπορικών σχέσεων σε σχέση με αυτό που ισχύει για την Κίνα ή που ίσχυε την δεκαετία του 1990 με την Ιαπωνία. Όμως όλα αυτά, φαίνονται, ότι  δεν πρέπει να είναι σε γνώση του προέδρου Τραμπ και των συνεργατών του.
Αν πραγματικά θέλουμε να εξηγήσουμε τα υψηλά εξωτερικά πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας, δεν θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες στην χειραγώγηση του ευρώ ούτε στα εμπόδια που υπάρχουν στις εισαγωγές , αλλά θα πρέπει να στραφούμε στο ότι η Γερμανία αποταμιεύει πολύ περισσότερο από όσο επενδύει. Γνωρίζουμε από τη βασική μακροοικονομική ταυτότητα ότι το πλεόνασμα (έλλειμμα)  του εξωτερικού ισοζυγίου είναι ίσο με το αλγεβρικό άθροισμα  των αποταμιεύσεων με τις επενδύσεις.

Με σύμβολα : S-I = X-M .

Όπου S= αποταμιεύσεις , I= επενδύσεις , X = εξαγωγές, M= εισαγωγές.

Δηλαδή η Γερμανία, ως χώρα δαπανά πολύ λιγότερα από όσα παράγει, η διαφορά αναγκαία εκφράζεται σε αύξηση των καθαρών εξαγωγών.

Το υψηλό ποσοστό αποταμίευσης, σύμφωνα με την γερμανική άποψη , αποτελεί επιλογή της γερμανικής κυβέρνησης και κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπισθεί το μελλοντικό συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό πρόβλημα του ταχύτατα γηράσκοντος γερμανικού πληθυσμού.  Πρόκειται δηλαδή για μια συγκεκριμένη επιλογή συσσώρευσης αποταμίευσης για την αντιμετώπιση των μελλοντικών συνταξιοδοτικών απαιτήσεων. Συσσωρεύουν περιουσιακά στοιχεία τώρα , για να τα δαπανήσουν αργότερα , όταν το ποσοστό του πληθυσμού που θα βρίσκεται σε ηλικίες συνταξιοδότησης θα είναι σε  πολύ υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά.

Υπάρχει μια εγγενής συμπεριφορά του γερμανικού πληθυσμού προς την αποταμίευση η οποία πιθανότατα εδράζεται στην γνωστή σε όλους μας προτεσταντική αντίληψη και η οποία συμπεριφορά επιβεβαιώνεται ιστορικά ανεξάρτητα σε ποια κατάσταση βρισκόταν η γερμανική οικονομία. Το εγγενές αυτό χαρακτηριστικό του γερμανικού λαού δρα υπό μια έννοια αντίρροπα, σε σειρά από μακροοικονομικά μέτρα που έχουν προταθεί ή προτείνονται ακόμη και σήμερα, όπως πχ η ανατίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος. Βεβαίως , η ανατίμηση της αξίας του νομίσματος είναι περισσότερο πιθανό να δράσει ανασταλτικά για τις επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου  σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και να αυξήσει τις επενδύσεις σε μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά , όπως οι υπηρεσίες, αλλά το αποτέλεσμα δεν θα είναι το αναμενόμενο.   

Το κίνητρο του γερμανικού λαού προς αποταμίευση θα εξακολουθεί να λειτουργεί.

Επομένως , αντί να υποστηρίζονται μέτρα που σχετίζονται με την ισοτιμία του ευρώ, όπως πράττει ο πρόεδρος Τραμπ, θα είναι αποτελεσματικότερο η επέμβαση να κατευθυνθεί ευθέως στα μεγέθη της αποταμίευσης και της επένδυσης. Τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα, ενόψει των προσεχών εκλογών προτείνουν δύο διαφορετικές επιλογές. Η χριστιανοδημοκρατική ένωση της καγκελαρίου Μέρκελ προτείνει μείωση των φόρων. Η πρόταση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η  γερμανική κυβέρνηση είναι ένας ισχυρότατος καθαρός αποταμιευτής. Το 2016 το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε στο επίπεδο ρεκόρ των 23,7 δις ευρώ.

Το πρόβλημα , με αυτή την πρόταση είναι ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο,ότι τα συνηθισμένα στην αποταμίευση γερμανικά νοικοκυριά θα αρχίσουν να δαπανούν το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα. Η μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις πιθανά να έχει καλύτερα αποτελέσματα ως προς τη δαπάνη , αλλά αυτό είναι δύσκολο να υποστηριχθεί πολιτικά σε μια χώρα όπου το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ συνεχώς μειώνεται.

Οι σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σούλτς, από την άλλη μεριά είναι υπέρ της αύξησης της δημόσιας δαπάνης, με επενδύσεις κυρίως στις υποδομές. Στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων η συγκεκριμένη πρόταση  φαίνεται ικανοποιητική και μπορεί να διευκολύνει και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η σημερινή Γερμανία έχει μεγάλη ανάγκη από επενδύσεις στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης των επικοινωνιών και των μεταφορών.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι δαπάνες στις υποδομές και στις δημόσιες υπηρεσίες είναι μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και οι δαπάνες σε τέτοιου είδους αγαθά μπορεί να αυξήσει τις εισαγωγές για αγαθά που είναι διεθνώς εμπορεύσιμα.

Η μείωση του σημαντικού πλεονάσματος του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα έχει προφανώς ευεργετικά αποτελέσματα για τις χώρες της ευρωζώνης αλλά και γενικά για την παγκόσμια οικονομία.

Στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις, στις υποδομές , στην υγεία και στη εκπαίδευση θα βελτιώσουν τα στάνταρ της ευημερίας του γερμανικού λαού, μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να μειώσουν τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου