Μπορεί ο Ερντογάν να έφερε προ ημερών την τουρκική ομάδα μπάσκετ Φενέρ Μπαχτσέ ως παράδειγμα συνεργασίας, λόγω του Σέρβου προπονητή Ομπράντοβιτς και του Έλληνα σταρ Σλούκα, αλλά κατά τα άλλα τον χαβά του. Η παραδοσιακή τουρκική επεκτατική πίεση συνεχίζεται με διακυμάνσεις όσον αφορά την ένταση, σταθερή, όμως, όσον αφορά τον στόχο: την έμπρακτη αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο.
του Σταύρου Λυγερού
Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης δεν ήταν ένα πυροτέχνημα αποκλειστικά για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Υπάρχει και αυτή η διάσταση, αλλά δεν είναι η μόνη. Πράγματι, ο Ερντογάν επιχειρεί να αποδομήσει τον κεμαλισμό ως θεμέλιο ιδεολογικό λίθο της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ο ίδιος, μάλιστα, αυτοπροβάλλεται ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επαναφέρει στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο ιδεολογικής αναφοράς, άλλωστε, είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ.
Όπως προαναφέραμε, η εσωτερική πολιτική σκοπιμότητα υπάρχει, αλλά δεν είναι η μόνη, όπως αρέσκονται να πιστεύουν πολλοί στην Αθήνα για να παρακάμψουν το πρόβλημα. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η δεδηλωμένη πρόθεση του Τούρκου προέδρου να ρευστοποιήσει και το εδαφικό στάτους κβο σ’ όλα τα μέτωπα. Στο καλάθι δεν είναι μόνο η Μοσούλη, το Κιρκούκ, το Χαλέπι και το Μπατούμ. Είναι και τα νησιά του Αιγαίου και η Θράκη.
Ο Τούρκος πρόεδρος εμμέσως πλην σαφώς ξαναβάζει στο τραπέζι παρωχημένες διεκδικήσεις. Το κάνει, επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει τάση γεωπολιτικής ρευστοποίησης των συνόρων που είχαν χαράξει πριν από ένα αιώνα οι Βρετανοί και Γάλλοι αποικιοκράτες.
Ο κουρδικός εφιάλτης
Πράγματι, η δράση του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία, σε συνδυασμό με την αποτυχία της Δύσης να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ, έχουν εκ των πραγμάτων αποσταθεροποιήσει το υφιστάμενο συνοριακό καθεστώς. Τόσο οι Δυτικοί όσο και οι Ρώσοι κλιμακώνουν τη στρατιωτική ανάμιξή τους στην περιοχή, επειδή ακριβώς επιδιώκουν να έχουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου χάρτη της περιοχής.
Κεντρικός παίκτης σ’ αυτή τη στρατιωτική-διπλωματική διελκυστίνδα είναι ο κουρδικός παράγοντας. Εδώ και πάνω από μία δεκαετία οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν δημιουργήσει στις βόρειες επαρχίες της χώρας το δικό τους άτυπο κράτος. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία, πρόπλασμα κρατικής οντότητας έχουν δημιουργήσει και οι εκεί Κούρδοι, στους οποίους κυριαρχεί πολιτικά το τοπικό παρακλάδι του PKK. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Άγκυρα βιώνει τις εξελίξεις σαν γεωπολιτικό εφιάλτη.
Μετά την προέλαση των Κούρδων της Συρίας δυτικά του Ευφράτη με πρόθεση να ενώσουν γεωγραφικά τα τρία καντόνια τους (Αφρίν, Κομπάνι και Αλ Τζαζίρα), ο Ερντογάν θεώρησε ότι δεν είχε περιθώρια πλέον να μένει αμέτοχος. Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της χώρας του.
Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει διαμορφώσει άποψη και την εκφράζει σαφώς. Δεν περιορίζεται στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους “αδελφούς” της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έκανε ένα βήμα παραπέρα.
Όπως είχε πει, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης)». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
Ιδεολογικό όχημα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ρητορική εξυπηρέτησε παραλλήλως και την επιδίωξη του Ερντογάν να κερδίσει το δημοψήφισμα και να ολοκληρώσει την απόκτηση υπερεξουσιών και στο θεσμικό επίπεδο, με τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό. Για να αναδειχθεί σε εθνικό ηγέτη δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και ειδικότερα τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Η νεοοθωμανική ιδεολογία του, άλλωστε, διευκολύνει τον Ερντογάν να υπερβεί τον μετρημένο αναθεωρητισμό-επεκτατισμό του μετακεμαλικού καθεστώτος, όπως τον βίωσε η Ελλάδα τις περασμένες δεκαετίες στο Αιγαίο και στη Θράκη. Τώρα, ανοίγει τη βεντάλια των διεκδικήσεών του με μέτρο την εδαφική επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι της Τουρκικής Δημοκρατίας!
Το έχει πει ξεκάθαρα: από 2.500.000 τα τουρκικά εδάφη έχουν συρρικνωθεί στα 750.000 τετρ. χλμ! Και για να δώσει έμφαση είχε προσθέσει: «ποιοι ήμασταν χθες, ποιοι είμαστε σήμερα». Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει στόχο την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θέτοντας, όμως, τόσο ψηλά τον πήχη των διεκδικήσεών του, προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση του εν όψει των διαπραγματεύσεων που θα καθορίσουν τις νέες εδαφικές διευθετήσεις στην περιοχή. Επειδή, μάλιστα, έχει συνείδηση ότι για να το καταφέρει δεν αρκούν τα λόγια έστειλε τουρκικές δυνάμεις και στη βόρειο Συρία και στο βόρειο Ιράκ.
Στο ίδιο πλαίσιο
Πριν μιλήσουμε, όμως, γι’ αυτές τις στρατιωτικές επεμβάσεις, είναι αναγκαίο να εντάξουμε τις σε βάρος της Ελλάδας προκλήσεις του Ερντογάν σ’ αυτό το πλαίσιο. Για να ρευστοποιήσει και εδώ το συνοριακό καθεστώς, πατάει πάνω στις χρόνιες τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στην ύπαρξη της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Ουσιαστικά στέλνει το μήνυμα ότι εάν επιχειρηθούν αλλαγές, αυτές δεν θα περιορισθούν στα ανατολικά. Θα αγγίξουν και την Ελλάδα και βεβαίως την Κύπρο. Ο διορισμός ιμάμη στην Αγία Σοφία πέρυσι το φθινόπωρο και η απόφαση η προσευχή να ακούγεται πέντε φορές ημερησίως και όχι δύο όπως μέχρι τότε, ήταν ένα μήνυμα που απευθυνόταν και στο εσωτερικό και στην Ελλάδα.
Στο εσωτερικό, επειδή ήταν συμβολική κίνηση επιστροφής στην οθωμανική τάξη πραγμάτων. Στην Ελλάδα για να δείξει ότι όσα ίσχυαν για δεκαετίες δεν είναι καθόλου δεδομένο πως θα συνεχίσουν να ισχύουν. Με άλλα λόγια, επιδιώκει ρευστοποίηση και σ’ αυτό το επίπεδο.
Όπως προαναφέραμε, επειδή στην Άγκυρα έχουν συνείδηση ότι δεν αρκούν τα λόγια, έστειλαν στρατό και στη βόρειο Συρία και στο βόρειο Ιράκ. Η τουρκική δύναμη, επικουρούμενη από ισλαμικές πολιτοφυλακές, κατέλαβε την Αλ Μπαμπ, αλλά Αμερικανοί και Ρώσοι απέτρεψαν τη σχεδιαζόμενη τουρκική επίθεση εναντίον της στρατηγικής πόλης Μπανμπίτζ (δυτικά του Ευφράτη) που ελέγχουν οι Κούρδοι.
Οι Τούρκοι βομβάρδισαν από αέρος τις κουρδικές δυνάμεις, προκαλώντας, μάλιστα, την έντονη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον. Τουλάχιστον προς το παρόν, όμως, έχουν περιορισθεί στο να ελέγχουν μία ζώνη εντός της βόρειας Συρίας και κατ’ αυτό τον τρόπο να αποτρέπουν τη συνένωση των τριών κουρδικών καντονίων.
Στα λόγια στόχος της τουρκικής δύναμης είναι το Ισλαμικό Κράτος. Στην πραγματικότητα, όμως, στόχος της είναι η κατά το δυνατόν στρατιωτική εξουδετέρωση των Κούρδων μαχητών και η αποτροπή της εδραίωσης μίας κουρδικής κρατικής οντότητας στη βόρειο Συρία.
Χωρίς καρέκλα
Οι Τούρκοι εισέβαλαν και στο βόρειο Ιράκ, επιδιώκοντας να συμμετάσχουν στην επιχείρηση ανακατάληψης της Μοσούλης από το Ισλαμικό Κράτος. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Ερντογάν, θα είμαστε στη μάχη για να είμαστε και στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.
Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι δεν έγιναν δεκτοί στο συνασπισμό των δυνάμεων που πολιορκεί τη Μοσούλη. Συνασπισμός που αποτελείται από τακτικές ιρακινές δυνάμεις, σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ, Κούρδους πεσμεργκά, Ασσύριους μαχητές και περίπου 3.000 Αμερικανούς, Βρετανούς, Γάλλους και Καναδούς κομάντος.
Είναι, επίσης, σημαντικό ότι οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν στην τουρκική αεροπορία να βομβαρδίσει στόχους του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή της Μοσούλης. Αυτό σημαίνει ότι οι νεοοθωμανοί θα μείνουν χωρίς καρέκλα στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων για το καθεστώς της επόμενης ημέρας.
Μπορεί ο Ερντογάν να μην επιτυγχάνει τους στόχους του, αλλά παραμένει στο παιχνίδι. Η διπλωματική ακροβασία του μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας μέχρι στιγμής του έχει διευρύνει τα περιθώρια ελιγμών, χωρίς να πληρώνει -τουλάχιστον άμεσα- απτό κόστος.
Είναι αληθές, ωστόσο, ότι χάνει έδαφος στο διπλωματικό επίπεδο. Η απόφαση του προέδρου Τραμπ να εξοπλίσει του Κούρδους της Συρίας συνιστά κόλαφο για την Άγκυρα. Και βεβαίως δεν άλλαξε παρά τις πιέσεις που άσκησε ο Ερντογάν στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον.
stavroslygeros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου