Χτες κάναμε λόγο για την ακύρωση δανείων και χρεών που αποφάσισε η σοβιετική κυβέρνηση. Ειδικά για την Ελλάδα, η απόφαση αυτή ήρθε "λουκούμι" εκείνη την χρονική στιγμή. Χάρη στον μεγαλοϊδεατισμό μας, τις Κόκκινες Μηλιές και τα λοιπά εθνικιστικά όνειρα, η χώρα είχε εμπλακεί σε κάμποσους πολέμους, οι οποίοι την είχαν καταστρέψει οικονομικά. Δεν ήταν μόνο η πτώχευση του 1893 και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, που είχε καθήσει στον σβέρκο μας από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ήταν και το ξεμάτωμα από τους βαλκανικούς πολέμους αλλά και το κόστος τής εξόδου μας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό τής Αντάντ.
Για να ανταποκριθεί στις δαπάνες των βαλκανικών πολέμων αλλά και για να μπορεί να ασφαλίσει τις περιοχές που καταλαμβάνονταν από τον στρατό, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στον εξωτερικό δανεισμό. Αποκορύφωμα ήταν το δάνειο των 500.000.000 φράγκων, που συμφωνήθηκε με τους άγγλους και τους γάλλους τραπεζίτες το 1912. Προλάβαμε και πήραμε τα μισά. Πριν πάρουμε και τα υπόλοιπα, ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος. Τελικά, τα δάνεια της περιόδου 1912-1913 ρυθμίστηκαν και αναχρηματοδοτήθηκαν με νέο δάνειο το 1918. Συνολικά, κατά την περίοδο 1912-1918 πήραμε δάνεια 1.115.000.000 δρχ., είτε με την μορφή κανονικών δανείων είτε με την μορφή πολεμικών πιστώσεων. Μόνο που οι συνολικές πολεμικές δαπάνες τής ίδιας περιόδου υπολογίζονται σε 1.982.896.650 δρχ. και, μάλιστα, χωρίς να υπολογίσουμε τα παρελκόμενα κόστη.
Αν, δίπλα στα ληστρικά δάνεια, υπολογίσουμε τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η χώρα λόγω της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και προσθέσουμε το τεράστιο κόστος της τυχοδιωκτικής μικρασιατικής εκστρατείας, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε αριθμούς για να αντιληφθούμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας, αν και ανήκε στην πλευρά των νικητών τού μεγάλου πολέμου. Η κυβέρνηση υπολόγισε ότι η Ελλάδα είχε υποστεί ζημιές 1.126.500.000 δρχ. από τις συμμαχικές επιχειρήσεις, πριν ακόμη βγει στον πόλεμο. Γι' αυτό το ποσό, η χώρα μας έπρεπε να αποζημιωθεί από τους συμμάχους. Όμως, εκείνοι το φόρτωσαν στους ηττημένους.
Εδώ τα πράγματα έμπλεξαν. Εκτός από αυτά τα λεφτά, οι ηττημένοι έπρεπε να πληρώσουν αποζημιώσεις και για τις ζημιές που είχαν προκαλέσει εκείνοι. Η κυβέρνηση έκανε καινούργιους υπολογισμούς και προσδιόρισε την συνολική της απαίτηση για πολεμικές αποζημιώσεις στο δυσθεώρητο ποσό των 4.922.788.736 χρυσών φράγκων. Οι σύμμαχοι απέρριψαν τις ελληνικές αξιώσεις ως υπερβολικές και μας επιδίκασαν μόλις 820.000.000 χρυσά φράγκα. Τα 528.000.000 ήταν υποχρεωμένη να μας τα πληρώσει η Γερμανία και τα 292.000.000 η Βουλγαρία. Το πρόβλημα ήταν ποιον θα πρωτοπλήρωναν αυτές οι δυο κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες. Από την στιγμή που στην ουρά στέκονταν η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία, η Ελλάδα θα πήγαινε κατ' ανάγκην πίσω.
Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος έκανε άλλο ένα μεγάλο λάθος, ίσως το μεγαλύτερό του. Υπολογίζοντας ότι θα εισέπραττε σύντομα τις αποζημιώσεις που ζητούσε, αποφάσισε να κυνηγήσει τον Κεμάλ και τις δυνάμεις του εκτός ορίων της ελληνικής δικαιοδοσίας, με στόχο κατ' αρχή να παγιώσει την ελληνική κυριαρχία σε ολόκληρη την περιοχή τού Αϊδινίου και στην συνέχεια να την επεκτείνει ακόμη πιο πέρα. Το κακό ήταν ότι οι αγορές έβλεπαν αυτό που δεν έβλεπε ο "κορυφαίος έλληνας πολιτικός τού 20ου αιώνα", δηλαδή ότι οι διαπραγματεύσεις για τις αποζημιώσεις θα τραβήξουν σε μάκρος και ότι το ποσό που τελικά θα καταβαλλόταν θα ήταν πολύ μικρότερο από το ζητούμενο. Έτσι, οι χρηματαγορές ξαναέκλεισαν για την Ελλάδα, η δραχμή άρχισε να χάνει ραγδαία την αξία της και σε σύντομο χρόνο ο Βενιζέλος βρέθηκε οικονομικά κρεμασμένος.
Στα πλαίσια ενός ιστολογικού σημειώματος δεν μπορούμε να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες για την οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο τόπος εκείνη την περίοδο. Για την ώρα, αρκεί να σημειώσουμε δυο σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, ο διακανονισμός των πολεμικών αποζημιώσεων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ολοκληρώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση το 1927, ακριβώς όπως είχαν προβλέψει οι αγορές και όπως δεν μπόρεσε να προβλέψει ο Βενιζέλος. Δεύτερον, το μέσο ημερήσιο κόστος τής συνολικής εμπλοκής τής χώρας στην Μικρά Ασία, από το 1929 ως το 1923, έφτασε τα 5,5 εκατ. δραχμές. Σχεδόν δυο δισεκατομμύρια ετησίως ενώ η χώρα είχε ήδη ξεματώσει πολεμώντας αδιάκοπα από το 1912...
Πριν κλείσουμε, αξίζει να αντιπαραβάλλουμε την ενέργεια των μπολσεβίκων να διαγράψουν δάνεια και χρέη στην προσπάθεια των γάλλων και τα δανεικά που μας είχαν δώσει κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων να εξασφαλίσουν αλλά και τις οφειλές τους απέναντί μας να μειώσουν. Η Γαλλία είχε συνολικές απαιτήσεις από εμάς 704,6 εκατ. φράγκα (μαζί με κάτι δανεικά που μας έδωσε για να πάρουμε μέρος στην εκστρατεία τής Κριμαίας και κάτι όπλα που αγοράσαμε μετά τον πόλεμο και εν όψει Μικράς Ασίας). Από την άλλη, εμείς αξιώναμε κάπου 400 εκατομμύρια πολεμικές δαπάνες κατά τον Α' Παγκόσμιο και περίπου 660 εκατομμύρια ως αναλογία των γάλλων για τις ζημιές που πάθαμε από τους συμμάχους κατά τον πόλεμο. Δηλαδή, είχαμε μια καθαρή απαίτηση από τους γάλλους γύρω στα 350 εκατομμύρια.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Καφαντάρης με τον Μαντζαβίνο και τον Τσουδερό (τότε υποδιοικητής τής Εθνικής Τράπεζας) πήγαν αεράτοι στις διαπραγματεύσεις τού 1927 αλλά έπεσαν σε τοίχο. Οι γάλλοι απαίτησαν να τους κάνουμε την ίδια έκπτωση που είχαμε κάνει στους άγγλους (ναι, κάναμε και τέτοια!), οπότε τα 660 έπεσαν στα 139. Κι επειδή ακόμη κι αυτά φάνηκαν πολλά, τα παζάρια συνεχίστηκαν ώσπου κλείσαμε στα 68,4 εκατομμύρια. Σχεδόν 600 εκατομμύρια κάτω. Άρα, εκεί που πηγαίναμε καβάλα 350 εκατομμύρια, βρεθήκαμε να χρωστάμε και 250. Τουλάχιστον, μας έκαναν την ευκολία να τα ξοφλήσουμε με δόσεις, μέχρι το 1990...
Ο Γεώργιος Καφαντάρης ανάμεσα στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. |
Ας βάλουμε και το κερασάκι στην ιστορία. Είπαμε πριν λίγο ότι ο τελικός διακανονισμός των πολεμικών αποζημιώσεων (ή επανορθώσεων, αν προτιμάτε τον όρο) ολοκληρώθηκε το 1927. Στο μεταξύ, τα 820 εκατομμύρια φράγκα τού 1918 είχαν πέσει στα 717, μετά τους "επανυπολογισμούς" των συμμάχων. Εννοείται ότι αυτές οι αποζημιώσεις δεν θα εισπράττονταν τοις μετρητοίς αλλά σε βάθος μιας εικοσαετίας. Αφού θυμηθούμε ότι η παγκόσμια οικονομία κατέρρευσε το 1929 και ότι στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ έγινε καγκελλάριος της Γερμανίας κι έπαψε να πληρώνει τους πάντες, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν καταφέραμε τελικά να μαζέψουμε ούτε το 5% αυτού του ποσού.
---------------------------------------------
Σημείωση: Τα παρατιθέμενα στοιχεία αντλήθηκαν από τον ΙΕ' τόμο τής "Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου