Από το «too good to be true» στο «too true to be good» |
Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Του Βασίλη Κωστούλα
Η κυβέρνηση ανέβασε με θεαματικό τρόπο τον πήχη των προσδοκιών για κάτι που ήξεραν και οι πέτρες. Η Ευρωζώνη, πόσο μάλλον η Γερμανία, δεν θα κάνει το επόμενο βήμα στο χρέος πριν από την περίοδο λήξης του προγράμματος το 2018. Το προβλέπει και η συμφωνία την οποία η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε τον Μάιο του 2016.
Το γνωρίζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο ζητεί την ποσοτικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων μόνο όταν του ζητούν νέα εκταμίευση προς την Ελλάδα, λόγω των δεσμεύσεων από το καταστατικό του.
Η κυβέρνηση χρειάστηκε σχεδόν έναν χρόνο για να «περάσει» τα μέτρα που ξεκλειδώνουν τη δεύτερη αξιολόγηση. Οι πιστωτές θα χρειαστούν τώρα περίπου τρεις εβδομάδες για να βρουν την ακριβή φόρμουλα με την οποία Γερμανία και ΔΝΤ θα συνεχίσουν από κοινού στο πρόγραμμα.
Σημειωτέον, την τελευταία φορά που το ΔΝΤ εκταμίευσε χρήματα προς την Ελλάδα ήταν το 2014 και αυτό δεν έχει εμποδίσει έως σήμερα την ενεργή συμμετοχή του, στον ρόλο του πλέον αυστηρού ελεγκτή του προγράμματος.
Ο πρωθυπουργός πάντως προανήγγειλε επενδυτικά τσουνάμι και προϊδέασε για το νέο ενδυματολογικό του στιλ με βάση το αφήγημα της κυβέρνησης για το χρέος, αν και εκτίμησε σωστά, διατυπώνοντας το περιβόητο «too good to be true». Αυτή ήταν η εικόνα που αποκόμιζε από τις εξελίξεις, πριν από το Eurogroup της 22ας Μαΐου, και ήταν πράγματι πολύ καλή για να είναι αληθινή.
Μικροπολιτικά κριτήρια, όμως, ενέχει και η στάση της Γερμανίας. Ο μεγαλύτερος πιστωτής της χώρας χρησιμοποιεί το ελληνικό χρέος αφενός ως το καρότο για το μαστίγιο της ελληνικής προσαρμογής, αφετέρου ως μέσο επίδειξης της πυγμής του απέναντι στο «μαύρο πρόβατο» της Ευρωζώνης· ιδίως εν μέσω της προεκλογικής περιόδου.
Η περαιτέρω αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι αναπόφευκτη και άλλωστε προβλέπεται μέσα από τις συμφωνίες του Eurogroup. Ήδη εφαρμόζονται τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία μειώνουν τα χρεολύσια στο ποσό των 9 δισ. ευρώ τον χρόνο έναντι έως και 14 δισ. ευρώ χωρίς τις παρεμβάσεις. Η Ελλάδα καταβάλλει ετησίως ως ποσοστό του ΑΕΠ λιγότερα χρήματα για την αποπληρωμή τόκων από την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν όντως πρόβλημα για την Ελλάδα. Περιορίζουν δραστικά τον δημοσιονομικό χώρο, έπειτα από 7 χρόνια ύφεσης. Οι πιστωτές έχουν συχνά αναφέρει ότι οι στόχοι στην πράξη θα μετριαστούν, αφού πρώτα η χώρα εφαρμόσει το τρίτο πρόγραμμα. Το έλεγαν και για το δεύτερο, το οποίο όμως διακόπηκε λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Αλλά δεν είναι το χρέος και τα πλεονάσματα η διαρθρωτική αιτία της κρίσης των επενδύσεων. Το κανονιστικό περιβάλλον, το φορολογικό πλαίσιο, το σύστημα δικαιοσύνης και κυρίως η πολιτική συνέπεια και σταθερότητα μονίμως θα κρίνουν το αποτέλεσμα στην Ελλάδα· κι αυτό είναι πολύ αληθινό για να είναι καλό.
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου