Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Μετά την αξιολόγηση, στο τραπέζι η βιωσιμότητα του χρέους


Με την τεχνική συμφωνία, το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης στο Eurogroup της 22ας Μαΐου μπορεί να προεξοφληθεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα ήθελε να τελειώνει με αυτή την εκκρεμότητα, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

του Σταύρου Λυγερού
Δικαιολογημένα θεωρεί ότι η σημασία της συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν περιορίζεται στην εισροή μερικών δισ ευρώ. Είναι ταυτοχρόνως και το σήμα που η ΕΚΤ θα στείλει στις αγορές και στους υποψήφιους επενδυτές ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα και εισέρχεται σε φάση ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει αφενός ότι θα ανοίξει σιγά-σιγά ο δρόμος για να ξαναβγεί στις αγορές μέχρι το τέλος του 3ουΜνημονίου (μέσα του 2018), αφετέρου ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος του Grexit και ότι είναι η ώρα για τους επενδυτές να εκμεταλλευθούν τις φθηνές ευκαιρίες.
Για να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Ντράγκι πρέπει να χαρακτηρίσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Για να το χαρακτηρίσει έτσι, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί τουλάχιστον μία περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνσή του, έστω και εάν αυτά εφαρμοσθούν από το 2018-19. Και λέμε τουλάχιστον, επειδή στην πραγματικότητα απαιτούνται περισσότερα από μία γενική ανακοίνωση. Απαιτούνται νομικές δεσμεύσεις.

Στην υπόθεση αυτή, ωστόσο, υπεισέρχεται με καθοριστικό τρόπο ο πολιτικός παράγοντας. Αυτό σημαίνει πως ο Ντράγκι θα πιεσθεί από τα πράγματα να κάνει εκπτώσεις στους όρους που θέτει. Επεξεργασίες για το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων έχουν γίνει. Στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, μάλιστα, επιτεύχθηκαν κάποιες συγκλίσεις μεταξύ του Ταμείου και του Βερολίνου, χωρίς, ωστόσο, έχουν αρθεί πλήρως οι διαφωνίες.
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι και το ζήτημα-κλειδί για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Όπως φάνηκε και από το περιεχόμενο της τεχνικής συμφωνίας, η άλλη απαίτησή του για την περικοπή των συντάξεων και του αφορολόγητου στη διετία 2019-20 έχει ουσιαστικά ικανοποιηθεί.
Η θέση του Ταμείου είναι ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξασφαλισθεί αφενός εάν ορισθούν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα χρόνια μετά το 2018, αφετέρου εάν ανακοινωθούν από τώρα και είναι γενναία τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνσή του. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος πρέπει να είναι 1,5% του ΑΕΠ. Έχει, όμως, συνείδηση πως οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να αποδεχθούν αυτό το ύψος.
Στη συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές υπάρχει αναφορά ότι μετά το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι 3,5% σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια. Ο Σόιμπλε ερμηνεύει τη μεσοπρόθεσμη διάρκεια ως δεκαετία. Το ΔΝΤ αποκλείει τέτοιο ύψος για τόση διάρκεια.
Στην πραγματικότητα, η δεκαετία έχει φύγει από το τραπέζι. Η διαπραγμάτευση θα κινηθεί μεταξύ πενταετίας και τριετίας. Κυβερνητική πηγή μας είπε ότι σε μία προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα, η ελληνική αντιπροσωπεία, έχοντας πίσω της και την Κομισιόν, προτείνει το 3,5% του ΑΕΠ να ισχύσει για τριετία και στη συνέχεια να μειωθεί στο 2,5%.

Στο τραπέζι τα μεσοπρόθεσμα

Το δεύτερο αγκάθι είναι ο από τώρα προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Δικαιολογημένα, το ΔΝΤ (και ο Ντράγκι) θεωρεί ότι εάν δεν αποφασισθούν και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα είναι αδύνατον να χαρακτηρισθεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Χωρίς αυτό τον χαρακτηρισμό, το μεν Ταμείο δεν μπορεί (λόγω του Καταστατικού του) να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, η δε ΕΚΤ δεν μπορεί να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Αυτός που εμφανώς εμποδίζει να γίνουν όσα απαιτούνται, ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηρισθεί βιώσιμο, είναι ο Σόιμπλε. Πολλοί αποδίδουν τη σκληρή στάση του στις κομματικές σκοπιμότητες εν όψει της δύσκολης εκλογικής αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου. Αυτές παίζουν οπωσδήποτε ρόλο, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο κλίμα που οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει για την Ελλάδα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινή γνώμη της Γερμανίας.
Από την αρχή επιδίωξε να τιμωρήσει την Ελλάδα και να την χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή. Η στάση αυτή έχει δημιουργήσει στερεότυπα στους βουλευτές και στους ψηφοφόρους της Χριστιανοδημοκρατίας – και όχι μόνο. Τα στερεότυπα αυτά, σε συνδυασμό με τη διάχυτη στη Γερμανία πρόθεση να παρθεί πίσω και το τελευταίο ευρώ, σήμερα περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων της κυβέρνησης Μέρκελ.
Η αντίφασή της είναι ότι ενώ αρνείται τους όρους που θέτει το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, ταυτοχρόνως απαιτεί τη συμμετοχή του. Την απαιτεί, επειδή είχε ουσιαστικά υποστηρίξει στο γερμανικό Κοινοβούλιο ότι η παρουσία του Ταμείου είναι εγγύηση πως οι Έλληνες θα πληρώσουν ακριβά τη χρεοκοπία τους.
Τα τελευταία δύο χρόνια το Βερολίνο κατάφερνε να υπερβαίνει αυτή την αντίφασή του και να κερδίζει χρόνο, συνάπτοντας παρασκηνιακές τακτικού χαρακτήρα συμφωνίες με τη Λαγκάρντ και τον Τόμσεν. Με τις πλάτες της Γερμανίας το ΔΝΤ κατέστησε τις πιο ακραίες απαιτήσεις του όρους για το κλείσιμο και της 1ης και της 2ης αξιολόγησης, παρότι δεν συμμετέχει στο 3ο Μνημόνιο.

Η σχοινοβασία της Λαγκάρντ

Όπως φάνηκε και από το περιεχόμενο των εκθέσεων του Ταμείου που δημοσιοποιήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο, η Λαγκάρντ δεν έχει πολλά περιθώρια να παρακάμψει το Καταστατικό του ΔΝΤ. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διευκολύνει το Βερολίνο, αλλά το Συμβούλιο του Ταμείου της έχει τραβήξει τα λουριά. Αυτός είναι ο λόγος που οι δηλώσεις της τον τελευταίο καιρό είναι συγκριτικά σε πιο σκληρό τόνο. Συνεχίζει, ωστόσο, να επιδιώκει ένα συμβιβασμό με το Βερολίνο.
Αυτός που προς το παρόν τηρεί ανελαστική στάση είναι ο Σόιμπλε. Για να πιέσει εν όψει των άτυπων διαπραγματεύσεων στην Ουάσιγκτον, δεν δίστασε να δηλώσει ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) πρέπει να μετεξελιχθεί σε ευρωπαϊκό ΔΝΤ, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, πως αυτό θα ισχύσει για χώρες που μελλοντικά θα υπαχθούν σε μνημόνιο και όχι για την Ελλάδα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν παρέλειψε, μάλιστα, προ εβδομάδων να καρφώσει το Ταμείο, λέγοντας πως οι ελληνικές προβλέψεις για τα δημοσιονομικά αποδείχθηκαν πιο ακριβείς από τις αντίστοιχες του ΔΝΤ.
Ορισμένοι είχαν ερμηνεύσει εκείνη τη δήλωσή του αυτή σαν κίνηση φιλίας προς την Αθήνα. Στην πραγματικότητα, ο Σόιμπλε εκμεταλλεύεται το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 για να πιέσει το ΔΝΤ να αποδεχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια μετά το 2018. Ας σημειωθεί ότι ενώ ο στόχος για το 2016 ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε οκταπλάσιο (4,19% μετρημένο με τους μνημονιακές προδιαγραφές).
Η κυβέρνηση υπερηφανεύεται για την πολλαπλάσια υπέρβαση του στόχου, αλλά δεν θα έπρεπε. Τα σχεδόν επτά δισ. του πρωτογενούς πλεονάσματος αφαιρέθηκαν –μέσω της υπερφορολόγησης– από την πραγματική οικονομία, στερώντας της ζωτικούς πόρους για την ανάπτυξή της. Στο Μαξίμου θεωρούν ότι με αυτή τη δημοσιονομική επίδοση εκθέτουν το ΔΝΤ, το οποίο απαίτησε και τελικώς πήρε πρόσθετα μέτρα (περικοπή συντάξεων και αφορολόγητου για το 2019-20). Στην πραγματικότητα, όμως, η δημοσιονομική αυτή επίδοση δίνει επιχείρημα στο Βερολίνο και περνάει θηλιά στον λαιμό της ελληνικής οικονομίας.

Αυτοκριτική και νέες απαιτήσεις!

Πριν δύο περίπου εβδομάδες ο Τόμσεν ομολόγησε δημοσίως ότι τα πέντε πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου ήταν «συνεχώς λάθος», επειδή υπερεκτιμούσαν τη δημοσιονομική απόδοση. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ήταν, επίσης, «συνεχώς λάθος», επειδή την υποεκτιμούσαν. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι η πολλαπλάσια υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 δεν σημαίνει πως ο στόχος του 3,5% για πολλά χρόνια είναι εφικτός.
Ας σημειωθεί πως το ΔΝΤ εκτιμά (όση αξία έχει αυτό) πως το πρωτογενές πλεόνασμα το 2017 θα διαμορφωθεί στο 1,8% έναντι στόχου 1,75% του ΑΕΠ. Για το 2018 και μέχρι το 2022 εκτιμά ότι θα κινηθεί γύρω στο 1,5% έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
Παρά την αυτοκριτική, ο Τόμσεν χαρακτήρισε προκαταβολή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου. Ουσιαστικά προανήγγειλε νέες επώδυνες απαιτήσεις του Ταμείου στην επόμενη αξιολόγηση. Προς το παρόν, πάντως, η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα παραμένει ερώτημα. Με την προαναφερθείσα ελληνική πρόταση το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι 3,5% για μία τριετία, η Αθήνα επιχειρεί να διευκολύνει ένα συμβιβασμό. 
Το Μαξίμου επιδιώκει, λοιπόν, ένα συμβιβασμό, ο οποίος να εξασφαλίζει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα για ένα χρόνο (μέχρι το τέλος του 3ου Μνημονίου) και με μικρό δάνειο. Αυτό είναι επικοινωνιακά σημαντικό για την κυβέρνηση, επειδή δεν αφήνει περιθώρια στην αντιπολίτευση να την κατηγορήσει ότι υπέγραψε 4ο Μνημόνιο.

Κλειδί η βιωσιμότητα

Η συμμετοχή του ΔΝΤ, πάντως, θα εξυπηρετήσει τις εσωτερικές πολιτικοεκλογικές σκοπιμότητες των Μέρκελ και Σόιμπλε. Για να καταστεί δυνατή, όμως, όπως έχουμε προαναφέρει, πρέπει το Βερολίνο και το Ταμείο να συμφωνήσουν σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Με άλλα λόγια, να έχουν συμφωνήσει για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος στα μετά το 2018 χρόνια και για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων. Εάν αυτοί συμφωνήσουν θα έχουν ανάψει το πράσινο φως στον Ντράγκι να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όπως επιδιώκει μανιωδώς η κυβέρνηση.
Θα συμφωνήσουν, όμως; Η ασάφεια που υπήρχε όσον αφορά τις σχετικές προθέσεις της κυβέρνησης Τραμπ φαίνεται να διαλύεται. Ο Λευκός Οίκος δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει το ΔΝΤ για να προκαλέσει εμπλοκή στο ελληνικό μέτωπο. Η αμερικανική πλευρά επιμένει πως δεν πρέπει να παραβιασθούν οι κανονισμοί του Ταμείου, γεγονός που, επίσης, περιορίζει τα περιθώρια κινήσεων της Λαγκάρντ.
Στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ μπορεί να μην ελήφθησαν οριστικές αποφάσεις, αλλά διαμορφώθηκε το πλαίσιο, εντός του οποίου θα κινηθούν το επόμενο διάστημα οι δανειστές. Ούτε οι Μέρκελ και Σόιμπλε έχουν την πολυτέλεια να τραβήξουν πολύ το σκοινί σε μία συγκυρία που οι πάντες έχουν με έκδηλη αγωνία στραμμένα τα βλέμματα στις γαλλικές κάλπες. Αν και θεωρείται μειοψηφικό το σενάριο να εκλεγεί στον δεύτερο γύρο η Λεπέν, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί στο Βερολίνο. Γι’ αυτό και η τεχνική συμφωνία οριστικοποιήθηκε, χωρίς εμπλοκές. Τις επόμενες ημέρες τα προαπαιτούμενα θα πάνε στη Βουλή προς ψήφιση και πρόθεση όλων είναι στο Eurogroup της 22ης Μαΐου να μπει και η σφραγίδα.
stavroslygeros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου