του Κώστα Μελά
Το σχέδιο για την μακροοικονομική σταθεροποίηση της χώρας είναι δύσκολο, χρειάζεται προσοχή και επισταμένη μελέτη των υπαρχόντων ισχυρών εξωτερικών περιορισμών αλλά και των ιδιομορφιών και ιδιοτυπιών της ελληνικής οικονομίας.
Η μακροοικονομική διαχείριση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής «επέλυσε» με βιαιότατο και ανορθόδοξο τρόπο, με τεράστιο οικονομικό κόστος αλλά και με αρκετά «λογιστικά τρυκ» το πρόβλημα της επίτευξης πρωτογενούς ισορροπίας στο δημοσιονομικό επίπεδο και παράλληλα σχεδόν μηδένισε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό «εξασφάλισε» ότι το λειτουργικό κόστος της ελληνικής οικονομίας μπορεί να πληρωθεί από τα δικά της έσοδα. Προσαρμόστηκε με αυτόν τον τρόπο στον βασικό εξωτερικό περιορισμό, ο οποίος της απαγορεύει να χρηματοδοτήσει την οικονομία της με προσφυγή σε δανεισμό από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν επέλυσε το ζήτημα του δημοσίου χρέους. Η επίλυσή του παραμένει ακόμη και σήμερα ένα ζητούμενο. Πάντως συνεχίζει να αποτελεί ένα βασικό περιορισμό του οποίου το βάρος επηρεάζει δυσμενέστατα την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Υπάρχουν δύο συνδεδεμένα προβλήματα με τον συγκεκριμένο περιορισμό.
Το πρώτο προέρχεται από την αδυναμία προσφυγής της ελληνικής οικονομίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές για άγνωστο ακόμη διάστημα. Αυτό στερεί την ελληνική οικονομία από τη δυνατότητα αύξησης της ρευστότητάς της. Σύμφωνοι. Όμως ένας νέος δανεισμός θα λειτουργούσε αυξητικά στο ήδη τεράστιο δημόσιο χρέος και θα αύξανε και το κόστος διαχείρισης της λόγω των πολύ υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σχέση με αυτά που δανείζεται λόγω του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Επομένως τα προβλήματα είναι πιο σύνθετα από αυτά που παρουσιάζει η κυβέρνηση.
Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με τους καταβαλλόμενους φόρους οι οποίοι τα προσεχή τρία έτη ,2014-2016, ανέρχονται περίπου σε 28,8 δις ευρώ. Σε μια οικονομία η οποία έχει στερέψει σχεδόν ολοκληρωτικά από ρευστότητα δεν είναι οικονομικά αποτελεσματικό να οδηγείται ένα σημαντικότατο τμήμα του παραγομένου πλεονάσματός της εκτός εισοδηματικού κυκλώματος. Η αναμενόμενη αντικατάστασή του με εισροή πόρων από το εξωτερικό αποτελεί μια δυνατότητα και καθόλου ένα δεδομένο.
Μακροοικονομικά οι παραπάνω εξελίξεις θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι έχει επέλθει σχετική ισορροπία στις αγορές αγαθών και επενδύσεων αλλά και στην εξωτερική αγορά με την επιφύλαξη της ανισορροπίας που γεννιέται από το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Μια εύθραυστη ισορροπία σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε σχέση ακόμη με το σχεδιασθέν από το ίδιο το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί. Στην αγορά χρήματος εξακολουθούν να υπάρχουν έντονες ανισορροπίες δεδομένου ότι δεν έχει επιλυθεί κατ’ αρχάς το πρόβλημα των μη αποτελεσματικών δανείων και συνεπώς η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος. Επίσης δεν έχει αποκατασταθεί η εύλογη πρόσβασή του στις διεθνείς διατραπεζικές αγορές χρήματος. Όλα αυτά δεν επιτρέπουν την χρηματοδότηση της οικονομίας. Συνοπτικά η αγορά χρήματος βρίσκεται ακόμη σε ανισορροπία και σε μια δύσκολη αναζήτησης του νέου σημείου ισορροπίας σε συνάρτηση με το γενικότερο επίπεδο ισορροπίας των υπολοίπων μερικών αγορών.
Όμως η αγορά εργασίας , η οποία κυριολεκτικά σήκωσε το κύριο βάρος της «προσαρμογής» της ελληνικής οικονομίας , βρίσκεται σε πλήρη ανισορροπία. Το ύψος της ανεργία το αποδεικνύει. Όμως δεν είναι μόνο το ύψος της ανεργίας που καταδεικνύει την κατάσταση ανισορροπίας της αγοράς εργασίας αλλά και η απουσία οποιουδήποτε στοιχειώδους ελέγχου στο κατά πόσον εφαρμόζεται το νέο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την αγορά εργασίας, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη. Με απλά λόγια η απουσία ελέγχου επιτρέπει την μεγαλύτερη μείωση της αμοιβής της εργασίας από αυτό που υπολογίζεται. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας,οι εργοδότες, επιδιώκουν την περαιτέρω μείωση των μισθών, κάτω από τα νόμιμα επίπεδα του κατώτατου μισθού κάνοντας χρήση και κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος και της δραματικής αύξησης της ανεργίας που τους ευνοεί υπέρμετρα στην διαπραγμάτευση, επινοώντας τρόπους παράκαμψης ή παραβίασης των νόμων. Η παράνομη πλευρά της αγοράς εργασίας ενισχύεται από τις συνεχείς αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας που αυξάνουν διαρκώς και με μόνιμο τρόπο την διαπραγματευτική ισχύ των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων. Η συνέπεια αυτών των εξελίξεων προκαλεί περαιτέρω μείωση της ζήτησης κάτι το οποίο είναι απολύτως ανεπιθύμητο .
Συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας είναι η σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας. Σταθεροποίηση του θεσμικού πλαισίου με συγκεκριμένους και απαιτητικούς ελέγχους για την εφαρμογή τους σε ολόκληρο το φάσμα και κυρίως στο ύψος της αμοιβής. Αυτό θα συμβάλει σε πρώτη φάση στην αύξηση της απασχόλησης και συνεπώς στην αύξηση του συνολικού πραγματικού εισοδήματος. Η αύξηση της απασχόλησης θα πρέπει να οδηγήσει σε αύξηση του όγκου της τρέχουσας επένδυσης η οποία ελπίζουμε να είναι τέτοια ώστε να είναι επαρκής για να απορροφήσει το πλεόνασμα της συνολικής παραγωγής πάνω από εκείνο που περισσεύει από την κατανάλωση , με δεδομένη την απασχόληση. Λέμε ότι ελπίζουμε για το ύψος της τρέχουσας επένδυσης διότι η τελευταία εξαρτάται από την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου και το σύμπλεγμα των επιτοκίων των δανείων κεφαλαίων. Η ροπή προς κατανάλωση και ο ρυθμός της νέας επένδυσης προσδιορίζουν μεταξύ τους τον όγκο της απασχόλησης και ο όγκος της απασχόλησης σχετίζεται μοναδικά με δεδομένο επίπεδο πραγματικών μισθών –και όχι το αντίστροφο. Η (οριακή) παραγωγικότητα της εργασίας στον κλάδο των αγαθών που αγοράζουν οι μισθοσυντήρητοι είναι αυτή που προσδιορίζει τον πραγματικό μισθό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου