του Κώστα Μελά
Ο εξορθολογισμός είναι η έννοια η οποία συνοδεύει
οποιαδήποτε ενέργεια των κυβερνήσεων που υπηρετούν το Μνημόνιο. Μια έννοια η
οποία χρησιμοποιείται ως το αλάθητο θεωρητικό σχήμα το οποίο προσεγγίζει εξ
αντικειμένου την αλήθεια και συνεπώς επιβάλλει την πρέπουσα και αναγκαία λύση
σε κάθε κατάσταση της πραγματικότητας. Έχει την χρήση ενός μοναδικού κλειδιού
το οποίο ανοίγει με μαγικό τρόπο όλες τις κλειδωνιές. Στο μυαλό των
περισσότερων ,από όσοι χρησιμοποιούν την έννοια
αυτή με τον συγκεκριμένο τρόπο, δημιουργείται η πεποίθηση ότι κατέχουν ένα
φοβερό και α-μαχητό επιχείρημα με το οποίο κατατροπώνουν τους αντιπάλους τους. Όμως κανένας από τους
προτάσσοντες το φοβερό αυτό επιχείρημα δεν σκέφτηκε να ανατρέξει στο
περιεχόμενο της έννοιας το οποίο επί της ουσίας την περιγράφει και την
καθορίζει. Εκτός και αν υπάρχει η εντύπωση ότι το περιεχόμενο της έννοιας της
ορθολογικότητας υπάρχει εξ αντικειμένου, διαχρονικά και ανεξάρτητα από
οποιαδήποτε θεώρηση. Ας δούμε
λίγο πιο προσεκτικά το ζήτημα [1] .
Θα αρχίσουμε την γενική τοποθέτηση υποστηρίζοντας ότι πάντοτε η ορθολογικότητα αποτελεί
ένα συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης συμβίωσης.
Αποτελεί μια πραγματικότητα που αρχικά συγγενεύει με κάθε
πραγματικότητα του κοινωνικού ή ανθρώπινου είναι. Η ορθολογικότητα υπό την
ευρύτατη και βασική έννοια είναι το γνώρισμα που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα
υπόλοιπα έμβια όντα του ζωικού βασιλείου . Είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα κοινή
σε όλους τους ανθρώπους. Ο Λόγος είναι πάντα το πιο κοφτερό όπλο για τον
άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος ανέκαθεν θεώρησε τον Λόγο ως την απόδειξη της υπεροχής
του απέναντι στα υπόλοιπα ζώα. Υπό αυτήν την άποψη η πραγματοποίησή της δεν
απαιτεί ιδιαίτερες προσπάθειες εκ μέρους του ανθρωπίνου είδους. Είναι πανταχού
παρούσα στις ανθρώπινες υποθέσεις με αποτέλεσμα να έχει έναν πολύ γενικό
χαρακτήρα και κάθε εξειδίκευσή της προς την κατεύθυνση υπαγωγής της σε κανόνες
δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις πρώτες προσεγγίσεις οι οποίες για να
έχουν μια αντικειμενικότητα πρέπει να παραμείνουν σε μη δεσμευτικούς τύπους.
Η πραγμάτωση «της ορθολογικότητας» κατά τρόπο απόλυτο, απαιτείται να
στηριχθεί σ’ έναν ορισμό
που να μην περιλαμβάνει όρους οι οποίοι να χρήζουν ερμηνείας. [2]. Όμως όλες οι θεωρίες της ορθολογικότητας που προτάσσουν αξιώσεις μοναδικότητας και κανονιστικές επιδιώξεις περιέχουν πάντοτε
τέτοιους όρους .
«Κάθε ορισμός της ορθολογικότητας ή κάθε υπαγωγή
της σε κανόνες , που θέλουν να έχουν πρακτική (τεχνική ή ηθική ) χρησιμότητα,
χάνουν αρκετό από το θεωρητικό τους βάθος και πλάτος χωρίς να κερδίζουν πολλά
από άλλη άποψη… οι όροι που χρησιμοποιούν οι κανονιστικές θεωρίες της
ορθολογικότητας(εσωτερική συνοχή, αρμόζουσα συσχέτιση μεταξύ σκοπού και μέσου)
, είναι απλές ή πιο σύνθετες μετονομασίες των ανθρωπολογικών και
κοινωνιολογικών τυπικοτήτων , και πρέπει να θεωρηθούν από τη σκοπιά αυτών των
τελευταίων για να αποκτήσουν νόημα»[3].
Το γεγονός αυτό τις εμπλέκει σε φαύλους κύκλους των οποίων όσο επιχειρείται η υπέρβαση τόσο μεγαλύτερη και
βαθύτερη γίνεται η εμπλοκή.
Συνεπώς πρέπει να συγκρατηθούν κυρίως δύο σημεία[4] τα οποία θα είναι χρήσιμα στη
συνέχεια:
Α) Ότι ο εκάστοτε ορθολογισμός εδράζεται σε μια κοσμοθεωρητική θεμελιώδη στάση
ή απόφαση, που από την πλευρά της βρίσκεται ultra rationem και προϋποθέτει έσχατες αξιωματικές αξιολογήσεις[5].
Β) Ότι
ο εκάστοτε ορθολογισμός, ακριβώς εξαιτίας της προέλευσής του από μια θεμελιώδη
στάση ή απόφαση, είναι δεμένες σε ένα ορισμένο περιεχόμενο, του οποίου
επιχειρεί την εκλογίκευση.[6]
Συμπέρασμα απλό και μοναδικό: οι κυβερνώντες χρειάζεται να ορίσουν το περιεχόμενο του
επιχειρούμενου εξορθολογισμού στην ελληνική οικονομία . Νομίζω όμως ότι όλοι
γνωρίζουμε αυτό το περιεχόμενο: πρόκειται για τον «ορθολογισμό» της νεοκλασικής
οικονομικής σχολής και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σκέψης ο οποίος εκλογικεύεται από τους
θιασώτες του ως «αντικειμενικός».
[1] Όσα αναφέρονται στη συνέχεια προέρχονται από το πρόσφατο
βιβλίο μου: Κ. Μελάς , Η
Ατελέσφορη Επιστήμη, Εκδόσεις Ευρασία , Ιούνιος 2013.Κεφάλαιο Τέταρτο.
[2] Π. Κονδύλης ,στο: Ο
Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός , Τόμος Α, σελ. 47-54. Θεμέλιο 1987, μεταξύ άλλων
γράφει: « πρέπει να αναζητηθεί ένας ορισμός της ορθολογικότητας , ανεξάρτητα
από το εκάστοτε περιεχόμενο της σκέψης και αυστηρά τυπικό, όποιο και αν είναι
το περιεχόμενό του…. .από επιστημονικής σκοπιάς είναι τουλάχιστον ανόητη η σύνδεση της
ορθολογικότητας με ορισμένα μόνο περιεχόμενα σκέψης….».
[5] «Αυτό που ονομάζω στάση κριτικού ορθολογισμού είναι κάτι
παραπέρα από τη στάση να αρέσκεται απλώς κανείς στις ιδέες και στην κριτική
τους εξέταση: ο κριτικός ορθολογιστής γνωρίζει ότι ποτέ δεν μπορεί να αποδείξει
τις θεωρίες του, μπορεί όμως στην καλύτερη περίπτωση να ανασκευάσει κάποιες από
τις θεωρίες των αντιπάλων του. Γι’ αυτό ο κριτικός ορθολογιστής δεν προσπαθεί
ποτέ να εδραιώσει μιαν ορισμένη κοσμοθεωρία : δεν πιστεύει στην ύπαρξη
«θεμελίων». Όμως είναι δυνατόν να πιστεύει –όπως εγώ- ότι, αν προβάλλουμε
πολλές αντιμαχόμενες ιδέες και τις υποβάλλουμε σε αυστηρή κριτική , μπορεί, αν
έχουμε τύχη, να πάμε πιο κοντά στην αλήθεια. Αυτή είναι η μέθοδος που προχωράει
με εικασίες και ανασκευές. Είναι η μέθοδος με την οποία διακινδυνεύει κανείς
πολλά, όσο προβάλλει και πολλές (αντιμαχόμενες) υποθέσεις. Εκτίθεται σε πολλά
σφάλματα , και προσπαθεί να διορθώσει ή να περιορίσει μερικά από αυτά τα
σφάλματα με κριτική εξέταση των αντιμαχομένων υποθέσεων. Πιστεύω ότι αυτή είναι
η μέθοδος των φυσικών επιστημών και της κοσμολογίας μεταξύ αυτών, και νομίζω
ότι είναι εφαρμόσιμη και σε φιλοσοφικά προβλήματα. Κάποτε βέβαια πίστευα ότι με
την αριθμητική είναι αλλιώς και ότι εκεί μπορεί να υπάρχουν «θεμέλια». Αλλά ο
πρώην συνάδελφός μου Imre Lakatos , τέσσερα ή πέντε χρόνια πριν γράψω την πρώτη
μορφή αυτού του κειμένου, μετέστρεψε στο αντίθετο τη γνώμη μου ως προς τα
μαθηματικά: σε αυτόν οφείλω την τωρινή μου άποψη ότι δεν είναι μόνο οι φυσικές
επιστήμες (και η φιλοσοφία βέβαια)που δεν έχουν θεμέλια, αλλά είναι και τα
μαθηματικά…. Αλλά ενώ χαρακτηρίζω αυτή την άποψη «κριτικό ορθολογισμό» ή καμιά
φορά και απλώς «ορθολογισμό», έχω βέβαια επίγνωση πως υπάρχουν και πολλές άλλες
απόψεις, που καθεμιά μπορεί να χαρακτηρίζεται «ορθολογισμός» και θα δώσω και
εγώ αυτόν το χαρακτηρισμό σε απόψεις που διαφέρουν σημαντικά από τη δική μου…» K.R.Popper,
Ο Κόσμος του Παρμενίδη ,Α. Καρδαμίτσα 2002, σ.200-202.
[6] « Ο Λόγος δεν έχει κανένα περιεχόμενο, μεταφυσικό ή ηθικό
ή νοητικό. Ο όρος υποσημαίνει απλώς τη διαδικασία εκλογίκευσης , δια της χρήσης
των κανόνων της τυπικής λογικής, εσχάτων θέσεων υπαρξιακού χαρακτήρα. Τούτες οι θέσεις είναι
πάντα ανορθολογικές υπό την τεχνική έννοια: είναι εκλογικεύσιμες με λογική
επιχειρηματολόγηση , αλλά αυτές καθ’ εαυτές στέκουν ultra rationem, ως αυθαίρετες a priori παραδοχές, επέκεινα πάσης αποδειξιμότητας.
Αυτό ισχύει και για όσες αυτοπροσδιορίζονται, σε κάθε εποχή της ιστορίας των
ιδεών, ως ορθολογικές και αγωνιούν να καταδείξουν ότι η εκλογίκευση
των «πρώτων αρχών» τους συμπεριλαμβάνει αυτές τούτες τις πρώτες αρχές,
πράγμα λογικά αδύνατο σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις. Οι ύψιστες παραδοχές
όλων των φιλοσοφικών συστημάτων, όλων των επιστημονικών παραδόσεων, όλων των
πολιτικών ρευμάτων υπέρκεινται της αρμοδιότητας του Λόγου, δηλαδή της έλλογης
σκέψης, και ως εκ τούτου είναι πάντα και κατ’ ανάγκη ανορθολογικές, του
«ορθολογισμού» , στις ποικίλες εκδοχές του, συμπεριλαμβανομένου. …Το ουσιώδες
όμως είναι ότι οι πρώτες αρχές παραμένουν ανορθολογικές , όποια παράταξη και αν
επιλέξει κανείς. ..Εν συνόψει ο «ορθολογισμός» και ο «ανορθολογισμός» είναι δύο
εξίσου ανορθολογικές κοσμοθεωρητικές στάσεις , όταν εξετάζονται υπό το πρίσμα ενός
κριτηρίου επιλογής «εσχάτων αξιών». Ο άνθρωπος είναι ανορθολογικό ον, που για
να επιζήσει εκλογικεύει». Α. Μεταξόπουλος , Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική ,
ΑΑ. Λιβάνης 2005,σελ.138-139.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου