του Κώστα Μελά
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση και ενισχύεται συνεχώς από την
υπέρ-προβαλλόμενη κυβερνητική άποψη , η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνάδει
με την αντίστοιχη γερμανική , ότι ο εξαγωγικός τομέας της ελληνικής
οικονομίας θα πρέπει να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος όχι μόνο της
ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αλλά και τον βασικό πυλώνα του «νέου»
αναπτυξιακού υποδείγματος χάριν του οποίου λειτουργεί το Μνημόνιο σε όλες του
τις εκφάνσεις.
Η στόχευση να ανέλθουν οι εισπράξεις της ελληνικής
οικονομίας από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο 35% του ΑΕΠ το 2016,
μεταφράζεται αν λάβουμε υπόψη μας απολύτως τις τελευταίες
προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, ότι θα πρέπει να προσεγγίσουν το
ύψος των 67,8 δις ευρώ (35,0% του ΑΕΠ το οποίο το 2016 υπολογίζεται σε
193,8 δις ευρώ) από 49,1 δις ευρώ (με καύσιμα) ή 41,7 δις
ευρώ (χωρίς καύσιμα)το 2012. Στόχος εξόχως δύσκολα να επιτευχθεί.
Ο πρώτος βασικός περιορισμός συνίσταται ότι θα πρέπει να
επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος κατά τη διάρκεια αυξητικής
τάσης του ΑΕΠ και παράλληλα θα πρέπει να εξασφαλίζεται η
επιτευχθείσα προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (πλησίον της
ισορροπίας). Δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών να μην υπολείπεται του
αντιστοίχου ρυθμού αύξησης των εισαγωγών. Ο περιορισμός αυτός φαντάζει
τρομακτικά δύσκολος να γίνει σεβαστός σε μια οικονομία η οποία λειτουργεί
σε καθεστώς ελεύθερου εμπορίου , είναι μέλος οικονομικής και νομισματικής
ένωσης , έχει υποστεί τρομακτικές απώλειες στο ΑΕΠ λόγω της δημοσιονομικής
προσαρμογής και επομένως η έξοδος από τα δεσμά «του Μνημονίου» είναι
βέβαιον ότι θα απελευθερώσει καταπιεσμένες συμπεριφορές .
Όμως υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί οι οποίοι
ενυπάρχουν στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις εξελίξεις των επιμέρους
μεγεθών οι εξαγωγές αγαθών , ως % του ΑΕΠ ,την περίοδο 2000-2012 , κατά
μ.ο κυμάνθηκαν στο 36,24. Επομένως οι εισπράξεις από τις υπηρεσίες την
ίδια περίοδο κυμάνθηκαν κατά μο στο 63,76%. Από πού αναμένεται να προέλθει η
επιδιωκόμενη αύξηση; Οι εξαγωγές των παραγομένων
λοιπών αγαθών (εκτός καυσίμων και πλοίων ) αποτελούν ποσοστό αρκετά
μικρότερο , κατά μέσο όρο ,των συνολικών εισπράξεων από εξαγωγές αγαθών και
υπηρεσιών (περίπου το 27% την περίοδο 2000-2012), προέρχονται κατά 75,0%
(κατά μέσο όρο 12,8 δις ευρώ την περίοδο 2008-2012) από τον μεταποιητικό τομέα
ο οποίος όμως φθίνει συνεχώς ως ποσοστό στη συμμετοχή προσδιορισμού
του ΑΕΠ. Επίσης είναι γνωστό ότι παράγει προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης
αξίας η οποία δεν ξεπερνά το 25%-30%. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο τμήμα της
εγχώριας παραγωγής είναι εισαγόμενη και επομένως οποιαδήποτε αύξηση της
παραγωγής συνεπάγεται ,έστω και μικρότερη, αύξηση των εισαγωγών κάτι που
δυσκολεύει εξαιρετικά την εξαγωγική προσπάθεια. Όμως η ελληνική οικονομία
, και αυτό κατά την άποψή μας αποτελεί μια δομικά βασική αδυναμία
της , παράγει παράλληλα μικρό
αριθμών τελικών εξαγώγιμων προϊόντων. Δεν
χρειάζεται μόνον η ποσοτική αύξηση της ήδη υφιστάμενης
παραγωγής αλλά πρωτίστως η παραγωγή νέων προϊόντων
που θα διευρύνουν την γκάμα των προσφερομένων για εξαγωγή προϊόντων.
Ωραίο ακούγεται αλλά δύσκολα πραγματοποιείται. Οι επιχειρηματικές αποφάσεις
δεν στηρίζονται σε μια απλή διαπίστωση . Εκτός του ότι απαιτείται
χρόνος για τη λήψη μιας απόφασης , απαιτείται περισσότερος χρόνος για την
υλοποίηση και την απόδοση της. Συνεπώς ο συγκεκριμένος τομέας είναι
δύσκολο να «αναζωογονηθεί» σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα για να καλύψει το
μερίδιο που του αναλογεί στην συνολικά επιδιωκόμενη - απαιτούμενη αύξηση
των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ακόμη και αν υπάρξουν όλες οι απαιτούμενες
προϋποθέσεις και δυνατότητες. Δεν θέλω να αναφερθώ σε πλήθος άλλων δυσμενών
δεδομένων τα οποία ενυπάρχουν στο υπάρχον και εν λειτουργία οικονομικό
υπόδειγμα τα οποία είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθούν σε μεσοχρόνιο
διάστημα .
Οι εισπράξεις από υπηρεσίες, οι οποίες την περίοδο
2000-2012 ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 63,76% των συνολικών εισπράξεων αγαθών
και υπηρεσιών, αποτελούν το σημαντικότερο τομέα των εισπράξεων της
ελληνικής οικονομίας από το εξωτερικό. Σχεδόν διπλάσιο ποσοστό των εισπράξεων
από τις εξαγωγές αγαθών. Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία οι εισπράξεις από τις
υπηρεσίες βαίνουν μειούμενες την τελευταία πενταετία (2008-2012) και από 34,1
δις ευρώ το 2008 έφθασαν στα 27,1 δις ευρώ το 2012. Επίσης οι συγκεκριμένες
εισπράξεις εξαρτώνται κυρίως από την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας
η οποία βρίσκεται την περίοδο αυτή σε επίπεδο χαμηλής μεγέθυνσης και το
ευρωπαϊκό της τμήμα σε ύφεση. Δύσκολο επομένως διαγράφεται το
μέλλον των εισπράξεων από υπηρεσίες τουλάχιστον για την επόμενη τριετία.
Συμπερασματικά είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί το συγκεκριμένο σχέδιο μεταβολής
του αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Όμως μπορεί να
αυξηθεί η παραγωγικότητα της
ελληνικής οικονομίας ανεξαρτήτως του πόσο αυτή η αύξηση
της παραγωγικότητας μεταφράζεται σε αύξηση των εξαγωγών . Βεβαίως μέσω
αυτού του τρόπου θα έλθει και η αύξηση των εξαγωγών αλλά όχι ως αυτοσκοπός.
Αυτό έχει νόημα να τεθεί ως στόχος του νέου αναπτυξιακού
υποδείγματος δεδομένου ότι συνάδει με την ιστορική αλλά και την σημερινή
πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου