του Κώστα Μελά
Η σωστή εκτέλεση ενός προγράμματος δημοσιονομικής
προσαρμογής , όπως αυτό που εφαρμόζεται στην Ελλάδα , ως κριτήριο, θα πρέπει να επικαλείται την ακριβή
επίτευξη των στόχων που μέσω αυτού έχουν θέσει οι χαράσσοντες και οι ασκούντες την οικονομική πολιτική .
Αυτό μεταφράζεται ότι οι πραγματοποιήσεις των μεταβλητών στόχων του προγράμματος δεν θα πρέπει να
παρουσιάζουν αποκλίσεις από τις αντίστοιχες προβλέψεις. Ούτε θετικές ούτε
αρνητικές. Ο λόγος είναι η ύπαρξη αλληλεξάρτησης των μεταβλητών που τις περισσότερες φορές οδηγεί σε βελτίωση μιας μεταβλητής εις βάρος
όμως μιας άλλης ή και των περισσοτέρων υπολοίπων
μεταβλητών. Υπάρχει βέβαια η περίπτωση , σπάνια αλλά υπάρχει , κατά την οποία
το σύνολο των μεταβλητών στόχων επιτυγχάνει τιμές υψηλότερες από τις
προβλεπόμενες. Στην περίπτωση αυτή, οι εξελίξεις θα ήταν καλοδεχούμενες παρά
τις αστοχίες του προγράμματος.
Όλα τα ανωτέρω τα αναφέρουμε γιατί παρακολουθούμε τις
δηλώσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα είναι θετικό για το 2013 (περίπου
1-1,5% του ΑΕΠ) ενώ το πρόγραμμα προβλέπει αντιθέτως μηδενικό αποτέλεσμα.
Το οικονομικό επιτελείο ανακοίνωσε επίσης πρωτογενές πλεόνασμα(κρατικού
προϋπολογισμού) το μήνα Ιούλιο ύψους 1,07 δις ευρώ έναντι του στόχου για έλλειμμα €
3,14 δισ. και έναντι ελλείμματος € 3,08 δισ. στο 1ο7μηνο
2012. Παράλληλα υπάρχει και η επιστροφή 1,5 δις ευρώ από τα κέρδη των εθνικών
κεντρικών τραπεζών τα οποία ως γνωστόν δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρωτογενές
ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης.
Η επίτευξη θετικού πρωτογενούς πλεονάσματος , σε αντίθεση με το πρόγραμμα , θα πρέπει
να θεωρείται θετικό αποτέλεσμα ή
θα μπορούσε να έχει και αρνητικά αποτελέσματα τα οποία προφανώς συνδέονται με
την εξέλιξη των υπολοίπων μεταβλητών σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί
από το πρόγραμμα;
Οι απαντήσεις αρθρώνονται με βάση τις ακόλουθες
συλλογιστικές.
1. Ο τρόπος επίτευξης και τα μέσα που
χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Χρησιμοποιούνται δύο
τρόποι:
- Μείωση των δαπανών των δημοσίων
επενδύσεων
Τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου δείχνουν ότι οι πόροι
του ΠΔΕ θυσιάστηκαν για να
«διοικητική» εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνο
με την πεπατημένη των τελευταίων ετών περιόρισε τις δαπάνες των επενδύσεων ώστε
να αντισταθμιστούν οι απώλειες στα έσοδα και να μην «κινδυνεύσει» ο στόχος για
πρωτογενές πλεόνασμα φέτος. Τα στοιχεία δείχνουν
ότι οι δαπάνες για
επενδύσεις είναι μειωμένες κατά 1,1 δις. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2013 σε
σχέση με τον στόχο του προγράμματος των 2,85 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ
(σ.σ. απολήψεις από κοινοτικούς πόρους) καταγράφουν αύξηση κατά 50 εκατ. ευρώ
στα 1,73 δις. ευρώ. Από τα 6,85 δις. ευρώ που αποτελεί το συνολικό «πακέτο» των
κονδυλίων που έχει στην διάθεση του το οικονομικό επιτελείο φέτος για
επενδύσεις, το ποσό που
αποδεσμεύτηκε για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων φθάνει στα 1,77 δις. ευρώ
στο τέλος Ιουνίου και αντιστοιχεί στο 26% των συνολικών πόρων.
Γενικά ακόμη και αν το ΠΔΕ είχε εκτελεστεί όπως ακριβώς
είχε προγραμματιστεί, το πρωτογενές έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης θα ήταν
στα €1,82 δις και θα εξακολουθούσε να είναι μικρότερο
κατά περίπου € 1,3 δις από τον στόχο που είχε τεθεί. Η υστέρηση στην απορρόφηση των δαπανών
του ΠΔΕ στο 1ο 7μηνο 2013, συμβάλλει καθοριστικά στην πτώση του ΑΕΠ στο 1ο
6μηνο 2013. Άρα να η δυσμενής
εξέλιξη στη βασική μακροοικονομική μεταβλητή , το ΑΕΠ, λόγω της μη σωστής
εφαρμογής του προγράμματος. Η αποστέρηση περίπου 750 εκ ευρώ από τις δημόσιες
επενδύσεις, το πρώτο 7μηνο , πόσο έχει επιδράσει στην ύφεση του ΑΕΠ; Με τους
πιο συντηρητικούς υπολογισμούς (δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή τρία) και
λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διαμεσολαβούσες απώλειες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε
σε 0,5-0,7% του ΑΕΠ. Και σημειωτέον χωρίς παρέκκλιση από το πρόγραμμα της
δημοσιονομικής προσαρμογής. Φαίνεται
ότι η κυβέρνηση «παίζει τα ρέστα της» για την ύπαρξη υψηλοτέρου πρωτογενούς
πλεονάσματος , χωρίς σπουδαίο λόγο κατά την άποψή μας.
Όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις ,κατά την διάρκεια
της κρίσης το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υπέστη μεγάλες μειώσεις. Κανένας
προϋπολογισμός από αυτούς που πέρασαν δεν συμβάδισαν οι προβλέψεις για τις
επενδυτικές δαπάνες με τα τελικά ποσά των κονδυλίων που διατέθηκαν στην αγορά.
- Μη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών
του δημοσίου.
Το οικονομικό επιτελείο δεν προβαίνει στην εξόφληση
των ληξιπροθέσμων χρεών
προς στους ιδιώτες τα οποία
ανέρχονται στα 6,8 δις. ευρώ . Πρόκειται για σημαντικό ποσό (αναλογεί περίπου
στο 3,5% ΑΕΠ) το οποίο αν εξοφλείτο σίγουρα θα δημιουργούσε πρόβλημα στη
δημιουργία του πρωτογενούς πλεονάσματος. Βεβαίως θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις,
να βοηθήσει στην κίνηση της οικονομίας. Όμως στην περίπτωση αυτή θα είχαμε
παρέκκλιση από το πρόγραμμα ως προς το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Συνεπώς επιλέγεται η εξυπηρέτηση του πρωταρχικού στόχου πάση θυσία.
2. Η χρησιμοποιούμενη δοσολογία των
μέτρων είναι υπέρμετρη.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα η ποσοτική υπέρβαση του στόχου
του πρωτογενούς πλεονάσματος (μέσω της μεγαλύτερης απορρόφησης ή μη της εισροής στην
οικονομία των προγραμματισμένων πόρων) εξ αντικειμένου προκαλεί
δυσμενέστερες εξελίξεις
στις άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές στόχους του προγράμματος και ειδικά στη
βασική μακροοικονομική μεταβλητή , αυτή του ΑΕΠ. Επομένως η επιδίωξη επίτευξης θετικού πρωτογενούς πλεονάσματος , σε
αντίθεση με το πρόγραμμα , δεν πραγματοποιείται χωρίς περαιτέρω κόστος για τις
υπόλοιπες μεταβλητές και συνεπώς και για την οικονομία ως σύνολο .
Όμως η κυβέρνηση έχει
αναγάγει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σε μεγάλο εθνικό στόχο. Όλοι
θυμούνται τον κ.
Βενιζέλος, ο οποίος είχε επικαλεσθεί την ανάγκη επίτευξης πρωτογενούς
πλεονάσματος όταν εισήγαγε το χαράτσι στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα το 2011. Για
την επίτευξη αυτού του στόχου η κυβέρνηση «σχεδόν αδιαφορεί» για τους
υπόλοιπους.
Ως γνωστόν, η κυβέρνηση επιθυμεί να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί υπάρχει η γνωστή δέσμευση του eurogroup ότι θα λάβει μέτρα για τη μείωση του δημοσίου χρέους στο 124% από 128% το 2020. Όμως η όποια συζήτηση για το ζήτημα αυτό θα γίνει μετά τον Απρίλιο του 2014 αρκετά μακριά ώστε να αποκλεισθούν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εξελίξεις οι οποίες μπορούν να διαφοροποιήσουν τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Εξάλλου ακόμη και στην περίπτωση ομαλών εξελίξεων κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει τις μελλοντικές αποφάσεις.
Δεύτερον, γιατί η κυβέρνηση πιστεύει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αποτελέσει διαβατήριο για έξοδο της χώρας στις αγορές και θα διευκολύνει την παροχή ρευστότητας στην οικονομία.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα φαντάζεται η κυβέρνηση . Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί θετική εξέλιξη, χωρίς άλλο, όμως η εξέλιξη αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα την άποψη όλων εκείνων των φορέων που υπέστησαν μεγάλες ζημίες από το PSI, για το ελληνικό ρίσκο. Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στην κατηγορία «των σκουπιδιών» από τις τρεις μεγάλες εταιρείες πιστοληπτικής διαβάθμισης. Εξάλλου ήδη από τώρα θα είχαμε κινήσεις προεξόφλησης από τις χρηματοπιστωτικές αγορές αν λειτουργούσαν με βάση το πρωτογενές πλεόνασμα. Υπάρχουν πολλοί αναλυτές, και μάλλον έχουν δίκιο, οι οποίοι θεωρούν ότι τα μόνα κεφάλαια τα οποία ενδιαφέρονται για την ελληνική περίπτωση είναι κεφάλαια υψηλού ρίσκου και για τα οποία το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι το πρώτο ζητούμενο. Αυτό σημαίνει ίσως ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα κεφάλαια υψηλού ρίσκου ήδη έχουν εισέλθει στην ελληνική οικονομία. Πρωταρχικά στον τραπεζικό τομέα με διάφορους τρόπους : από συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μέχρι την αγορά τιτλοποιημένων δανείων .
Ως γνωστόν, η κυβέρνηση επιθυμεί να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί υπάρχει η γνωστή δέσμευση του eurogroup ότι θα λάβει μέτρα για τη μείωση του δημοσίου χρέους στο 124% από 128% το 2020. Όμως η όποια συζήτηση για το ζήτημα αυτό θα γίνει μετά τον Απρίλιο του 2014 αρκετά μακριά ώστε να αποκλεισθούν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εξελίξεις οι οποίες μπορούν να διαφοροποιήσουν τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Εξάλλου ακόμη και στην περίπτωση ομαλών εξελίξεων κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει τις μελλοντικές αποφάσεις.
Δεύτερον, γιατί η κυβέρνηση πιστεύει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αποτελέσει διαβατήριο για έξοδο της χώρας στις αγορές και θα διευκολύνει την παροχή ρευστότητας στην οικονομία.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα φαντάζεται η κυβέρνηση . Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί θετική εξέλιξη, χωρίς άλλο, όμως η εξέλιξη αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα την άποψη όλων εκείνων των φορέων που υπέστησαν μεγάλες ζημίες από το PSI, για το ελληνικό ρίσκο. Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στην κατηγορία «των σκουπιδιών» από τις τρεις μεγάλες εταιρείες πιστοληπτικής διαβάθμισης. Εξάλλου ήδη από τώρα θα είχαμε κινήσεις προεξόφλησης από τις χρηματοπιστωτικές αγορές αν λειτουργούσαν με βάση το πρωτογενές πλεόνασμα. Υπάρχουν πολλοί αναλυτές, και μάλλον έχουν δίκιο, οι οποίοι θεωρούν ότι τα μόνα κεφάλαια τα οποία ενδιαφέρονται για την ελληνική περίπτωση είναι κεφάλαια υψηλού ρίσκου και για τα οποία το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι το πρώτο ζητούμενο. Αυτό σημαίνει ίσως ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα κεφάλαια υψηλού ρίσκου ήδη έχουν εισέλθει στην ελληνική οικονομία. Πρωταρχικά στον τραπεζικό τομέα με διάφορους τρόπους : από συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μέχρι την αγορά τιτλοποιημένων δανείων .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου