Σοφοκλέους 10
O Paul Krugman,
οικονομολόγος από το Πανεπιστήμιο του Princeton και blogger, συνόψισε
πρόσφατα τις αποκλίνουσες υπερατλαντικές τάσεις ως εξής: «Καλύτερα εδώ,
χειρότερα εκεί» Πρόκειται για μια συγκλονιστική παρατήρηση: το 2009, οι
Ευρωπαίοι πολιτικοί και σχολιαστές κατηγορούσαν έντονα τις ΗΠΑ ότι
βρίσκονταν στην καρδιά της χρηματοπιστωτικής αναταραχής και εκθείαζαν το
ευρώ για την προστασία που παρείχε στη γηραιά ήπειρο.
Δυστυχώς για την
Ευρώπη, τα δεδομένα είναι σαφή. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ αναμένεται να επιστρέψει στο επίπεδο του 2007
το επόμενο έτος, ενώ αναμένεται να παραμείνει κάτω από το 3% αυτό το
επίπεδο στην ευρωζώνη.΄
Ομοίως, η ανεργία ήταν
περίπου η ίδια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κατά την περίοδο
2009-2010, αλλά τώρα είναι σχεδόν τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες
χαμηλότερα στις ΗΠΑ. Οι κεφαλαιακές δαπάνες στις ΗΠΑ ανακάμπτουν πιο
έντονα, και οι εξαγωγές επιταχύνονται. Ακόμα και ο πληθωρισμός είναι
πιθανό να είναι χαμηλότερος στην Αμερική από ότι στην Ευρώπη φέτος.
Ο ένας τομέας όπου η
Ευρώπη δείχνει μακράν καλύτερα αποτελέσματα είναι τα δημόσια οικονομικά.
Το 2012, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ
αναμένεται να είναι ελαφρώς πάνω από το 3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με πάνω
από 8% στις ΗΠΑ.
Υπάρχουν δύο
αντικρουόμενες εξηγήσεις για τη παρούσα κρίση της Ευρώπης. Ο ένας είναι ο
ισχυρισμός ότι η Ευρώπη πληρώνει το τίμημα της λανθασμένης λιτότητας.
Το άλλο είναι ότι οι
ΗΠΑ, επίσης, θα αντιμετωπίσει τελικά τη δημοσιονομική αναταραχή, και ότι
η Ευρώπη δεν είχε καμία επιλογή από το να ξεκινήσει νωρίτερα: η κρίση
του ευρώ καταδεικνύει, ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα αν είχε
αναβληθεί η λιτότητα.
Υπάρχει αλήθεια και
στις δύο απόψεις, αλλά και οι δύο παραβλέπουν ένα σημαντικό μέρος της
ιστορίας. Στον απόηχο της ύφεσης, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη (μαζί με το
Ηνωμένο Βασίλειο) υιοθέτησαν αντίθετες στρατηγικές. Η διοίκηση του
προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και η αμερικανική Federal Reserve έδωσαν
προτεραιότητα στην επούλωση του ιδιωτικού τομέα. Μετά την ταχεία
αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες, αναγκάζοντάς τις να
υποβληθούν σε αυστηρά stress tests, έδωσαν στα νοικοκυριά χρόνο για να
ανακάμψουν. Ο σκοπός της οικονομικής πολιτικής ήταν να αντισταθμίσει την
υστέρηση της ζήτησης που προέκυψε. Η δημοσιονομική εξυγίανση τέθηκε σε
αναμονή (αν και κατά τόπους επιτεύχθηκε, λόγω των κανόνων ισοσκέλισης
του προϋπολογισμού των περισσότερων πολιτειών των ΗΠΑ), και η
νομισματική πολιτική προσανατολίστηκε προς την εξομάλυνση των αποδόσεων.
Η Ευρώπη, αντίθετα,
έθεσε από νωρίς έμφαση στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής
βιωσιμότητας, αλλά παραμέλησε τις ασθένειες του ιδιωτικού τομέα της. Ήδη
από το δεύτερο εξάμηνο του 2009 - δηλαδή, πριν από την έντονη
νευρικότητα στις αγορές ομολόγων – η προτεραιότητα για τη χάραξη
πολιτικής ήταν να βρεθεί η διέξοδος από δημοσιονομικά κίνητρα. Τα
προβλήματα του ιδιωτικού τομέα αγνοήθηκαν. Οι τράπεζες, για παράδειγμα,
δήλωναν ότι ήταν σε καλή κατάσταση, ενώ αρκετές μόλις και καταφέρναν να
μείνουν ρευστές. Τα νοικοκυριά υποτίθεται ότι ήταν έτοιμα να
καταναλώσουν, αν και, στην Ισπανία και αλλού, ήταν υπερχρεωμένα. Και η
αγορά εργασίας στρεβλώθηκε σε βάρος της παραγωγικότητας και της
αποδοτικότητας.
Ως εκ τούτου, η Ευρώπη
βγήκε από την ύφεση με πάρα πολλές τράπεζες υπό διάλυση, νοικοκυριά
χρεωμένα και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζαν δυσκολίες. Στη Γερμανία, η
ιδιωτική οικονομία ήταν αρκετά υγιής για να ανακάμψει, αλλά αυτό ήταν
λιγότερο αλήθεια στη νότια Ευρώπη ή ακόμη και τη Γαλλία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο,
το οποίο δεν έχει υποστεί άμεσα την κρίση του ευρώ, είναι μια
ενδιαφέρουσα περίπτωση, αφού ακολούθησε την κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική.
Αντί για την αύξηση της παραγωγικότητας όπως στις ΗΠΑ, έχει πέσει σε ένα
είδος μείωσης της παραγωγικότητας, με σοβαρές συνέπειες. Η Τράπεζα της
Αγγλίας στην τελευταία της έκθεση για τον πληθωρισμό εκτιμά ότι η
παραγωγικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 10% κάτω από τα προ κρίσης
επίπεδα, λόγω των χαμηλών επενδύσεων και την επιβράδυνση της διαδικασίας
της δημιουργικής καταστροφής όπως την είχε ορίσει ο Σούμπετερ. Όπως και
στην ηπειρωτική Ευρώπη, η παραγωγικότητα έχει πληγεί από ένα συνδυασμό
ανεπαρκούς κερδοφορίας και δυσλειτουργιών στις αγορές κεφαλαίων. Το
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε, και η αύξηση της
δυνητικής παραγωγής έχει μειωθεί.
Η παραμέληση του
ιδιωτικού τομέα έχει αφήσει την Ευρώπη σε ένα θλιβερό δίλημμα. Από την
πλευρά της προσφοράς, η μόνιμα χαμηλότερη παραγωγή κάνει τη
δημοσιονομική προσαρμογή ακόμα πιο επείγουσα. Αλλά, από την πλευρά της
ζήτησης, η αδύναμη ιδιωτική οικονομία στερείται την προσαρμοστικότητα
που απαιτείται για να ξεπεράσει τη δημοσιονομική λιτότητα.
Σε αυτό το στάδιο, οι
ευρωπαϊκές χώρες που δοκιμάζονται προφανώς δεν μπορούν να αντέξουν
οικονομικά να αναβάλουν τις μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα για να
επικεντρωθούν στον ιδιωτικό. Ούτε θα πρέπει να παίρνουν έμπνευση από το
δημοσιονομικό γκρεμό της Αμερικής και όλους τους θεατρινισμούς που τον
περιβάλουν. Παρ 'όλα αυτά, η προσέγγιση των ΗΠΑ μας διδάσκει τρία
μαθήματα.
Πρώτον, η εξυγίανση
του τραπεζικού τομέα θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα, όπου δεν
έχει ολοκληρωθεί. Δεύτερον, ο ρυθμός της ενοποίησης θα πρέπει να
παραμείνει συγκρατημένος όσο η ιδιωτική ζήτηση παραμένει περιορισμένη
από την απομόχλευση ή τους πιστωτικούς περιορισμούς. Τέλος, πρέπει να
δοθεί προσοχή στην ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και
μεταρρυθμίσεων στην πλευρά της προσφοράς: όποτε χρειάζεται, περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο τελευταίο από ότι έχει γίνει μέχρι στιγμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου