Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας…

Φιλονόη


πηγή
Ὁ Νίκηζας Μπότσαρης, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ Θοδώριανα, προαπάντησε τὰ λείψανα τοῦ Ζαλόγγου. Ὅλη ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἦταν ἀνήσυχη γιὰ τὴν τύχη της. Ὁ ὁπλαρχηγὸς Κώστας Πουλῆς, ποὺ τοὺς ἔταζε πὼς θὰ βρίσκανε κάθε βοήθεια καὶ πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ φτιάσουν καινούριο Σούλι κατὰ τὰ μέρη τῶν Ἀγράφων, ὄχι μόνον εἶχε χαθεῖ τώρα, μά, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, κρυφὰ ἑτοίμαστε σῶμα στὰ Γιάννενα, μαζὺ μὲ ἄλλα ὄργανα τοῦ Ἀλῆ, νὰ βγῇ νὰ τοὺς κτυπήσῃ. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης, παιδὶ τότε, ὅπως εἴδαμε, εἶχε ὁρκιστεῖ νὰ τιμωρήσῃ αὐτὴν τὴν ἀτιμία, βγάζοντας τρίχα τρίχα τὸ μουστάκι τοῦ Πουλῆ. Καὶ κράτησε τὸν λόγο του. Τοῦ ‘καμε, ὅταν μεγάλωσε, μία δημόσια προσβολὴ τόσο βαρειά, ποὺ ὁ Πουλὴς δὲν μπόρεσε νὰ ζήσῃ. Πέθανε ἀπὸ τὸ κακό του. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Μηλατῶν. 

Ὡστόσο, ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἔπρεπε νὰ σκεφθῇ γιὰ τὴν ἄμυνά της. Στείλανε στὰ Γιάννενα τὸν Παλάσκα, τὸν γαμβρὸ τοῦ Γιώργη Μπότσαρη, τοῦ πολεμάρχου, ποὺ εἶχε ξεσηκώσει τὴν φάρα καὶ τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ Σούλι στὸ Βουλγαρέλι, νὰ διαμαρτυρηθῇ στὸν βεζύρη, ποὺ τὴν ἄλλην ἡμέρα, μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης, ἔστελνε στρατὸ καὶ τοὺς πετσόκοβε. Καὶ ἔστελναν τὸν Μπαλάσκα, διότι αὐτὸς ἦταν σὲ ἐπαφὴ πρωτύτερα μὲ τὸν Ἀλή, κι αὐτὸς εἶχε ἀνάψει τὰ μυαλά, τοῦ γέρο Γιώργη Μπότσαρη νὰ φύγῃ γιὰ τὸ Βουλγαρέλι. Τὸν ἔστειλαν στὰ Γιάννενα, ὄχι γιατὶ ἤλπιζαν τίποτα πιά, μὰ γιὰ νὰ κερδίσουν καιρό. Ὁ Ἀλὴς ἔκανε πὼς δὲν ἤξαιρε τίποτα γιὰ τὶς φοβερὲς σκηνὲς τοῦ Ζαλόγγου καὶ τῆς ‘Ρηνιάσας. Προσποιήθηκε μεγάλη κατάπληξη. Κι εἶπε στὸν Παλάσκα μὲ τὸ πιὸ ἄδολο ὗφος τοῦ κόσμου:
 - Γιατί δέν τούς λές, ὠρέ μπίρο μ’ νά ‘ρθοῦν στά Γιάννενα; Ἐδῶ δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα!
Οἱ ἄλλοι, μόνον ποὺ δὲν τὸν σκότωσαν τὸν Παλάσκα, ἅμα τοὺς εἶπε πὼς ὅλα εἶχαν γίνει χωρὶς νὰ ξέρῃ ὁ βεζύρης. Ἐναντίον του ξεσποῦσε τώρα τόσο δυνατὰ ἡ γκρίνια καὶ τ’ ἀνάθεμα τῆς φάρας, ποὺ καὶ ἡ ἴδια ἡ γυναίκα του, ἡ Ἀγγελική, τὸν χώρισε σὲ λίγο, καὶ γίνηκε καλόγρια, μὲ τὸ ὄνομα Μακαρία. 
Ὠστόσο ἡ ἀποστολὴ τοῦ Παλάσκα ἔδωσε καιρὸ στὴν φάρα νὰ ξεσηκωθῇ. Στὸ Βουλγαρέλι δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν. Θὰ τοὺς κτυποῦσαν εὔκολα οἱ Ἀρβανιτάδες. Οἱ ἀρχηγοί τους, ὁ Κίτσος καὶ ὁ Νότης Μπότσαρης, δώσανε τὴν γνώμη, πὼς ἔπρεπε νὰ τραβήξουν τὸ γρηγορότερο κατὰ τὴν Βρεστενίτσα, κυτττάζοντας νὰ διαβοῦν τὸν Ἀσπροπόταμο καὶ νὰ σκαρφαλώσουν στὰ ψηλότερα μέρη τῶν Ἀγράφων, ὅπου ἤλπιζαν νὰ βροῦν ὑποστήριξι ἀπὸ τοὺς ἀρματωλοὺς καὶ κλέφτες τῆς Θεσσαλίας. Τὸ Σούλι, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὸ πέσιμό του, εἶχε ἀνάψει τὶς πιὸ μεγάλες φωτιὲς στὴν ψυχὴ τῶν καπεταναίων. Χίλιες ἑκατὸν σαράντα ὀκτὼ (1148) ψυχὲς πῆραν τὸν μαρτυρικὸ δρόμο. 
Ἡ προπομπός, φθάνοντας, στὶς εἰκοσιδύο (22) τοῦ Δεκέμβρη, στὴν Βρεστενίτσα, ἔκανε ἀναγνώρισι πρὸς τὸ Σέλτσο. Ὁ Ἀλὴς δὲν κοιμόταν καθόλου. Παρακολουθοῦσε, μὲ τὴν κατασκοπία του. Δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) στρατὸ στέλνει ἀπὸ τὰ Γιάννενα, μὲ τὸν Μπεκὴρ Τζογαδόρο, τὸν Κώστα Πουλῆ, τὸν Ζῆκο Μίχα καὶ τὸν Τζίμα Ἀλέξη, νὰ τοὺς κτυπήσουν. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Μποτσαραίων, ὔστερα ἀπὸ σύντομο συμβούλιο, ἀποφασίζουν νὰ ταμπουρωθοῦν στὸ μοναστήρι τοῦ Σέλτσου «κοίμησις τῆς Θεοτόκου», κτισμένο στὰ 1680, σὲ ὀχυρότατη τοποθεσία. 
Κατὰ τὸν Βοριὰ τὴν κλείνει ἕνα φαράγγι στενό, σὰν μίας πετριᾶς μάκρος καὶ βαθὺ διακόσια ἑξήντα πέντε (265) μέτρα, γκρεμὸς ἀπότομος, ποὺ στὰ χείλη του στέκει τὸ μοναστήρι. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Ἀνατολῆς, τὴν φράζει ὁ Ἀσπροπόταμος κι ἀπὸ τὴν Δύσι τὸ Νιγκόζι, βουνὸ ἀπότομο, κλάδος ἀπὸ τὸ ‘Ροδοβίζια. Κατὰ τὸν Νοτιά, ποὺ ἦταν τὸ μέρος λιγότερο προφυλαγμένο, φτιάσανε, μὲ τὴν βοήθεια τῶν γυναικῶν, μεγάλα, πέτρινα, διπλὰ ταμπούρια. Καὶ δυνάμωσαν τὸ Νιγκόζι μὲ ἕνα γερὸ ταμπούρι. Ἔτσι κλείστηκε ἀπὸ παντοῦ.
Τὸ ταμπούρι τοῦ βουνοῦ τὸ ‘πιασε ὁ Γιάννης Μπότσαρης, αὐτὰ τὰ μεγάλα τοῦ Νοτιᾶ ὁ Κίτσος καὶ ὁ Νότης. Στὸ μοναστήρι φύλαγαν οἱ γυναῖκες, μὲ καπετάνισσα τὴν Λένω. Τὸ βαθὺ φαράγγι κι ὁ Ἀσπροπόταμος, συμπλήρωναν μὲ τ΄ ἄπαρτα φυσικά τους ἐμποδια τὴν ὀχύρωσι. Καὶ τόσο τέλεια, ποὺ ὁ στρατὸς τοῦ Μπεκῆρ Τζογαδόρου, ἕνα γύρω, ἔλιωνε ἀπὸ τὶς δεκαπέντε (15) τοῦ Γενάρη,  ἔως τὶς δεκαπέντε (15) τοῦ Ἀπρίλη, τέσσερις μῆνες κλειδωτούς, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ πάρῃ, οὔτε μίαν σπιθαμὴ τόπο ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες. Κι ἐδῶ δὲν λείπουν οἱ τροφές, οὔτε ἡ μπαρούτη. Γιατὶ μποροῦσαν καὶ περνοῦσαν ἀπ’ ὅλα. Προπάντων ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ Ἀσπροποτάμου. 
Μὰ φθάνοντας ὁ Ἀπρίλης, ἄνοιξε μία μικρὴ τρύπα, στὸ ἀτσαλένιο τοῦτο συγκρότημα:
Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἄρχιζε τὸ βαθὺ φαράγγι τοῦ Βοριᾶ, ὥς τὰ βορειοανατολικὰ ῥιζοβούνια τοῦ Νιγκόζι, ὁ τόπος ἦταν κλεισμένος, ὥς αὐτὴν τὴν ἐποχή, ἀπὸ τὰ χιόνια. Μὰ τώρα πήρανε καὶ ἔλυωναν. Κι ἕνα μονοπάτι ποὺ ἀνέβαινε καὶ περνοῦσε ἀνάμεσα Νιγκόζι καὶ μοναστηριοῦ, ποὺ ἦταν σκεπασμένο ἀπὸ τὸν πάγο κι ἀπερπάτητο, ἄνοιγε τώρα. Οἱ Ἀρβανιτάδες δὲν τὸ ἤξεραν. Μὰ βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ τοὺς τὸ δείξῃ. Ἕνας Γιώργης Κίριος, ἕνας παλιανθρωπάκος, ποὺ ὁ Ἀλὴς τοῦ εἶχε τάξει τὸ ἀρματολίκι τῆς Λάκκας, ἔφθασε ἀπὸ τὰ Γιάννενα μὲ τὸν ἀδελφό του, τὸν δεύτερο μήνα τῆς πολιορκίας. Διηγήθηκε στὸν Κίτσο Μπότσαρη – εἶχε μαζύ του κάποια συμπεθεριὰ – πὼς τάχα ἔπεσε στὴν δυσμένεια τοῦ Ἀλῆ καὶ πὼς τώρα, μετανιωμένος, θέλει νὰ πολεμήσῃ. Ὁ Κίτσος τὸν δέχθηκε καλά. Καὶ τὸν ἔβαλε στὴν φρουρὰ τοῦ μοναστηριοῦ. Αὐτός, ἀλλάζοντας τὴν νύκτα γραμματάκια μὲ τὸν Μπεκὴρ Τζογαδόρο, τὸν εἰδοποίησε γιὰ τὸ μονοπάτι.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἀρβανιτάδων κατέστρωσε τὸ σχέδιό του. Ἕνα σῶμα θὰ ἔκανε νυκτερινὸ ψευτοαιφνιδιασμό, στὰ ταμπούρια τῆς Νοτιᾶ, τὴν ὤρα ποὺ μία φάλαγγα δυνατή, ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ μονοπάτι, θὰ κτυποῦσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Ἦταν περασμένα μεσάνυκτα, δεκατέσσερις (14) μὲ δεκαπέντε (15) τοῦ Ἀπρίλη, ποὺ ἄρχισαν ἔξαφνα, μὲ ἀλαλαγμὸ μεγάλο, κι ἄγριο ντουφεκίδι, τὰ γιουρούσια στὰ ταμπούρια τοῦ Νοτιᾶ. Ὁ Κίτσος κι ὁ Νότης Μπότσαρης, ποὺ τὰ κρατοῦσαν μὲ τὰ παλληκάρια τους, στέκονταν ἀκλόνητοι, ὅταν ἡ ἄλλη φάλαγγα, τοῦ Μπεκῆρ, ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ μονοπάτι, κτυπᾶ πρῶτα τὸ μεγάλο ταμπούρι στὸ Νιγκόζι, σκοτώνει τὸν Γιάννη Μπότσαρη, μὲ τὴν μικρὴ φρουρά του, πέφτει στὸ μοναστήρι. Ὁ Γιώργης Κίριος εἶναι ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὴν πόρτα. Χυμοῦν στὴν αὐλή. Ἡ Λένω Μπότσαρη τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ τὶς γυναῖκες. Μὰ εἶναι πολλοὶ κι ὅλο φθάνουν ἄλλοι κι ἄλλοι, σὰν νὰ τοὺς γεννᾶ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ τοὺς κάνῃ ἀμέτρητους.
Ὁ Κίτσος κι ὁ Νότης Μπότσαρης, ἀκούγοντας πόλεμο κι ἄγρια ξεφωνητὰ στὰ νῶτα τους, νοιώθουν πὼς προδόθηκαν. Ἀλλάζουν γρήγορα γνῶμες, ἀποφασίζουν νὰ τραβηχθῇ ὁ Κίτσος μὲ τοὺς μισοὺς στὴν δεύτερη σειρὰ τῶν ταμπουριῶν καὶ νὰ κρατῇ. Κι ὁ Νότης, μὲ τὰ μισὰ παλληκάρια, νὰ κτυπήσῃ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔμπαιναν στὸ μοναστήρι. Μὰ τοῦ Νότη ὁ πόλεμος εἶναι ἄγριος. Εἶναι πολλοί, ἀπὸ τοῦτο τὸ μέρος, οἰ ἐθροί. Παίρνει μία λαβωματιά, δεύτερη, τρίτη… Ἀστράφτει, φέγγει ὅλος ὁ τόπος ἀπὸ τὶς ντουφεκιές…. Ἡ Λένω τρέχει κοντά του. Ἀπαντῶνται κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, ἀνάμεσα μοναστήρι καὶ ταμπούρια:
πηγή 
- Τί νά κάνω πατέρα; τοῦ φωνάζει. 
 - Νὰ πεθάνῃς, παιδί μου! Ἦλθε ἡ ὥρα σου!
Ἔτσι τῆς λέει καὶ σωριάζεται μὲ μία τετάρτη λαβωματιὰ στὸ κούτελο.  Οἱ γυναῖκες ξεφωνίζουν ἄγρια, μέσα στὸ σκοτάδι, βαθιά, κατὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ Ἀρβανιτάδες τὶς ἔχουν κυκλώσει. Δὲν τοὺς μένει παρὰ τὸ βαθὺ φαράγγι. Τὸ βάραθρο. Πέφτουν μέσα. Δεύτερο Ζάλογγο. Ἡ Λένω, κυνηγημένη, παίρνει τὰ χείλη τῆς χαράδρας, ποὺ χαμηλώνοντας ὁλοένα καὶ περισσότερο, τὴν βγάζει στὸν Ἀσπροπόταμο. Ξημερώνει. Ξεχωρίζει πίσω της τσοχανταραίους τοῦ Ἀλῆ. Θέλουν νὰ τὴν σκλαβώσουν γιὰ τὸ χαρέμι. Φθάνει στὸν ὄχτο, ῥίχνεται στὰ νερά, βγαίνει κολυμπῶντας, σὲ ἕνα νησάκι ἀμμουδερό, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γίνονται μέσα στὰ ποτάμια. Χλωμή, τσακισμένη ἀπὸ τὴν κούρασι, μὰ ἀστράφτει ἀπὸ τὴν ὀμορφιά. Ὁ πρῶτος τσοχαντάρης ποὺ ζυγώνει, στέκει νὰ τὴν καμαρώσῃ. 
- Βαΐζ, -πουλάκι μου-τῆς φωνάζει, δέν λυπᾶσαι τά νιάτα σου; Ἔλα νὰ σὲ γλυτώσω! 
- Καὶ τῆς προτείνει τὸ ντουφέκι του, ἀπ’ τὸ κοντάκι, νὰ πιαστῇ. Αὐτὴ πιάνεται, μὰ τραβᾶ τὴν σκανδάλη. Ὁ τσοχαντάρης σωριάζεται. Ἄλλος προβαίνει, τὴν φθάνει, Ἁρπάζονται σῶμα μὲ σῶμα καὶ χάνονται οἱ δύο γιὰ πάντα, κάτω ἀπὸ τὰ θολὰ νερά. Τὸ κορμὶ τῆς Λένως δὲν ματαφάνηκε. Τὸ μέρος ἔμεινε μὲ τ΄ ὄνομα: τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας.
πηγή
Κι ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἀκόμη, ὅποιος περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ πάρῃ χαλίκι ἀπὸ κάτω, νὰ τὸ πετάξῃ στὸ ῥέμα, γιὰ μνημόσυνο τῆς τραγικῆς πηδηξιᾶς της, καὶ νὰ πῇ: 
Θεὸς σχωρέσ’ την!
 κεφάλαιον «τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας», τὸ λιοντάρι τῆς Ἠπείρου, Σπύρου Μελᾶ, ἐκδόσεις Μπίρη, Ἀθῆναι 1969.
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα μνήμης γιὰ τὸ Ζάλογγο καὶ τὴν σφαγὴ ποὺ ὑπέστησαν οἱ Σουλιῶτες ἀπὸ τὸν Ἀλή, ἀντιγράφω καὶ παρουσιάζω τὸ ἐπόμενον κεφάλαιον, μὲ τὴν μάχη στὸ μοναστήρι τοῦ Σέλτσου. Βέβαια αὐτὴ ἡ μάχη ξεκίνησε λίγες ἡμέρες μετὰ τὶς μάχες καὶ τὴν θυσία τοῦ Ζαλόγγου καὶ τῆς Ῥηνιάσας, στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 1804  καὶ τελείωσε στὶς 21 Ἀπριλίου τοὺ ἰδίου ἔτους.
Ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ξεκληρίστηκε. Μόλις 65 (κατ’ ἄλλους 54) Σουλιῶτες σώθηκαν. Μεταξύ τους ὁ Κίτσος καὶ ὁ υἱός του Μάρκος, ὁ γνωστὸς ἥρως τοῦ 1821, ποὺ κρύφτηκαν σὲ μίαν σπηλιά. (Σπηλιὰ τοῦ Κίτσου Μπότσαρη.)
Ὁ Ἀλὴς ἐπὶ τέλους ἡσύχασε.
Μέσα στὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα τοῦ Ἀλῆ συμμετεῖχαν, μὲ τὰ σώματά τους οἱ ἐξῇς:
Μπεκὴρ Τζογαδοῦρος, Ἄγος Μπουχορδάρης ἤ Βασιάρης ἤ Μουχουρντάρης, Βελῆ πασάς, καὶ οἱ Ἕλληνες ἀρματωλοί:
Ζῆκος Μίχας καὶ  Ἀλέξης Τζίμας (ἤ Τζήμας) τῆς Λάκκας Λελόβων,
Κωνσταντῖνος Πουλῆς καὶ Δημήτρης Καραΐσκος τοῦ Βάλτου. (Ναί, ὁ πατέρας τοῦ Καραϊσκάκη!!!)
 Ὁ Μπουχουρντάρης ἦταν αὐτὸς ποὺ ξεπάστρεψε λίγο ἀργότερα καὶ τὸν Κατσαντώνη, στὰ 1808. Τὸ 1823 ὅμως, στὴν μάχη τοῦ Κεφαλόβρυσου, τὸν σκότωσε ὁ Μάρκος Μπότσαρης, στὴν ὁποίαν ἔπεσε κι ὁ ἴδιος. 
Ἕνας μεγάλος κύκλος ἔκλεισε μὲ τὴν πολιορκία καὶ τὴν τελικὴ μάχη τοῦ Σέλτσου. Μαζύ της ἔκλεισε ἐπισήμως ὁ κύκλος τῆς δράσεως τῶν Σουλιωτῶν στὴν Ἤπειρο.
Θὰ ἐπιστρέψουν πολλὲς φορές, εἶτε γιὰ νὰ στέρξουν στοὺς ἀγῶνες τῆς ἐπαναστάσεως εἶτε ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ τιμωρήσουν τὸν Ἀλή. Διότι ὁ Ἀλὴς στάθηκε σὰν μεταμορφωμένος διάολος ἀπέναντί τους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου