Το Ποντίκι
Πολύς λόγος
γίνεται τελευταία για τον «φιλελευθερισμό», την «ελεύθερη οικονομία» και τον
συνακόλουθο (οικονομικό) ανταγωνισμό – που πρέπει να είναι «υγιής» –, έννοιες
που από τους «μεν» έχουν σχεδόν αγιοποιηθεί, από τους «δε» δαιμονοποιηθεί. Από
όλες τις πλευρές, όμως, δείχνει να επικρατεί σύγχυση γύρω από τις πραγματικές
σημασίες των όρων αυτών, τις ευρύτερες διαστάσεις τους και βέβαια τις
προϋποθέσεις που εγγυώνται τη λειτουργία τους ως ρυθμιστικοί παράγοντες του
τρόπου ύπαρξης και εξέλιξης των κοινωνιών.
του Νικήτα Χιωτίνη*
Με τον όρο
«φιλελευθερισμό» χαρακτηρίζουμε το ηθικό, φιλοσοφικό και πολιτικό ρεύμα που
εμφανίστηκε ήδη από τον 17ο αιώνα, αντιτιθέμενο στον δεσποτισμό και στη
φεουδαρχία, προτάσσοντας την ελευθερία και την ισότητα όλων των πολιτών.
Σταδιακά κυριάρχησε στην Ευρώπη και σε αυτό που αποκαλούμε Δύση, ως πολιτική
θεωρία, αλλά σε κάποιον βαθμό και στην πολιτική πρακτική, καθόσον οδήγησε στη
δημιουργία του συνταγματικού κράτους.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτός ο φιλελευθερισμός άρχισε
να αλλοιώνεται, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα,
μετατρεπόμενος σε ένα είδος οικονομικής θεωρίας, επικαλούμενος ταυτόχρονα τις
αρχές του αρχικού φιλελεύθερου κινήματος και βασιζόμενος στη θεωρία του Adam
Smith για το «αόρατο χέρι». Ο Adam Smith θεώρησε την ιδιοτελή επιδίωξη ατομικού
κέρδους ως τελικώς ωφέλιμη και για το συλλογικό και κοινωνικό συμφέρον, κάτι
που γίνεται χωρίς καν να είναι στις προθέσεις του ιδιοτελούς επιχειρηματία. Ο
φιλελευθερισμός λοιπόν αυτός, ταυτίστηκε με την πρόταξη της αγοράς και της
«ελεύθερης οικονομίας» και τις πρόταξε σαν τα κύρια πολιτικά ζητούμενα,
εμπιστευόμενος περισσότερο τους νόμους της αγοράς παρά τους νόμους της
Πολιτείας. Το Κράτος πρέπει έτσι να παραχωρήσει τη δυνατότητα στην αγορά να
ρυθμίζει αυτή την κοινωνική συμβίωση και το «αόρατο χέρι» του Adam Smith θα
φροντίσει για το κοινό καλό.
Δυστυχώς σήμερα ο φιλελευθερισμός ως όρος
θεωρείται ταυτόσημος με αυτήν την οικονομική θεωρία περί πρόταξης της αγοράς
και της «ελεύθερης οικονομίας»[i]. Σαν κινητήριος δε μοχλός αυτής της αγαθής αγοράς,
προτάσσεται ο οικονομικός ανταγωνισμός, που πρέπει να είναι ελεύθερος και
ανόθευτος. Τα ερωτήματα όμως που τίθενται είναι αν η οικονομική θεωρία περί
πρόταξης της αγοράς δικαιούται τον όρο «φιλελευθερισμό», κατά πόσον η «ελεύθερη
αγορά» είναι πράγματι ελεύθερη και από τι είναι ελεύθερη και αν ο ανταγωνισμός
μπορεί και πώς να είναι ελεύθερος και ανόθευτος.
Η ιστορία δείχνει πως ο οικονομικός
φιλελευθερισμός δημιούργησε μεν μια αρχικώς ελεύθερη αγορά, αυτή όμως σταδιακά
έπαψε να είναι ελεύθερη, ακυρώνοντας τις κατακτήσεις του αρχικού φιλελεύθερου
πολιτικού κινήματος. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες[ii], με το πέρασμα του καπιταλισμού από την επιδίωξη
παραγωγής στην επιδίωξη συσσώρευσης κεφαλαίου, αυτός ο οικονομικός
φιλελευθερισμός μόνο φιλελευθερισμός δεν είναι. Οδηγείται η ανθρωπότητα σε μια
νέου τύπου φεουδαρχία, στηριγμένη – ή δημιουργημένη – από μια παντοδύναμη
ανώνυμη και διεθνή τραπεζική εξουσία, που έχει τρόπο να συσσωρεύει κεφάλαια,
χρησιμοποιώντας τους πολύπλοκους μηχανισμούς του διεθνούς τραπεζικού
συστήματος, το οποίο μέσω αυτών κυριαρχεί και αναπαράγεται. Συστήματος δηλαδή
αυτόνομου και αυτοδύναμου, μακράν των στόχων για τους οποίους αρχικώς
δημιουργήθηκαν οι τράπεζες[iii]. Γίνεται ολοένα και περισσότερο φανερό πως οι
πολιτικοί θεσμοί αποτελούν προμετωπίδα της εξουσίας αυτής, το δε πολιτικό
προσωπικό που δήθεν ελεύθερα επιλέγουμε μέσω των εκλογών, δεν είναι παρά πιστοί
εντολοδόχοι της τραπεζικής αυτής εξουσίας, αν δεν είναι απλώς οι «χρήσιμοι
ηλίθιοι», δηλαδή οι απολύτως ανίκανοι να σκεφτούν και να πράξουν πολιτικά,
χρήσιμοι όμως για την έξωθεν καλή μαρτυρία του διεφθαρμένου συστήματος που
άκριτα υπηρετούν.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση είναι προφανές πως
υγιής ανταγωνισμός είναι αδύνατον να υπάρξει. Το ισχύον χρηματοπιστωτικό
σύστημα ευνοεί τη συσσώρευση κεφαλαίου, καθιστώντας έτσι τους λίγους μεγάλους
κεφαλαιούχους κυρίαρχους στη λειτουργία της «αγοράς», την οποίαν και
κατευθύνουν σύμφωνα με τις ιδιοτέλειές τους. Καθορίζουν ακόμα και τις τύχες των
κρατών. Μεγάλες διεθνείς και ανώνυμες επιχειρήσεις κυριαρχούν, έχοντας τα μέσα
να εξαφανίσουν κάθε μικρότερη παραγωγική μονάδα, είτε μέσω μικρότερων ποσοστών
κέρδους, είτε άλλων τεχνασμάτων, π.χ. με το τέχνασμα dumping, μέχρι και
ψυχολογικών επιβολών, επικαλούμενοι πάντα την «ελεύθερη αγορά». Αυτές οι μεγάλες
επιχειρήσεις, ενώ αρχικά εμφανίζονται να προσφέρουν οφέλη στους
καταναλωτές/πολίτες, σταδιακά φτάνουν όχι μόνο να τους ελέγχουν απολύτως
οικονομικά, αλλά να καθορίζουν και τον ίδιο τον τρόπο ζωής και εργασίας τους.
Βεβαίως δεν είναι μόνο οι ολοένα και λιγότερες
μεγάλες επιχειρήσεις που ακυρώνουν κάθε προσπάθεια υγιούς και ανόθευτου
ανταγωνισμού. Η νόθευσή του συντελείται και σε διακρατικό επίπεδο. Η Αργεντινή,
π.χ., επιλέγοντας να συνδέσει το νόμισμά της με το δολάριο, έκανε τη Βραζιλία
να υποτιμήσει το δικό της νόμισμα και να ακυρώσει την ανταγωνιστικότητα των
προϊόντων της σε εξαγωγές, οδηγώντας τους πολίτες της σε τεράστια οικονομική
κρίση. Τα προϊόντα των ευρωπαίων αγροτών επιδοτούνται και έτσι πλήττεται η
ανταγωνιστικότητα των αντιστοίχων προϊόντων αναπτυσσόμενων χωρών της Αφρικής
και της Ασίας, κ.ο.κ. Βεβαίως η όποια πολιτική πρακτική στηρίζεται, δηλαδή
εγκρίνεται ου μην σχεδιάζεται, από το διεθνές κεντρικό τραπεζικό σύστημα, αυτό
που ελέγχει αμέσως ή εμμέσως (τελευταία στην Ελλάδα αμέσως) και τις τυπικές
πολιτικές αρχές και το πολιτικό προσωπικό, φτάνοντας έτσι να ελέγχει στο σύνολό
τους και τα ίδια τα κράτη. Για ποιον υγιή και ανόθευτο ανταγωνισμό μπορούμε να
μιλήσουμε;
Αν θέλουμε ο οικονομικός φιλελευθερισμός να
συνάδει με τις αρχές του φιλελευθερισμού και να μην είναι ψευδεπίγραφος, θα
πρέπει να αρθούν οι αιτίες που οδηγούν στο πέρασμα των παραγωγικών
δραστηριοτήτων και γενικά της οικονομίας και της πολιτικής σε ολιγαρχικά
σχήματα, με ταυτόχρονη προλεταριοποίηση του πληθυσμού και ελέγχου του τρόπου
ζωής του. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την άρση της παντοδυναμίας του
συσσωρευμένου κεφαλαίου και με κοινωνική εγγύηση του κλεισθενικού τριπτύχου
ισηγορία - ισονομία - ισοπολιτεία. Η έλλειψη κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή η
έλλειψη ελέγχου μέσω κράτους και θεσμών που οφείλουν να εγγυηθούν την
πραγματική ελευθερία όλων των πολιτών, και η εγκαθίδρυση της δήθεν «ελεύθερης
οικονομίας» – που δεν είναι ελεύθερη παρά μονάχα από τον οποιονδήποτε κοινωνικό
έλεγχο – οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο αντίθετο, καθιστώντας την
ψευδεπίγραφη ως προς τη χρήση του όρου «ελευθερία».
Πραγματικά ελεύθερη οικονομία και ανόθευτος
ανταγωνισμός προκύπτουν μόνο μέσα από επανασχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού
συστήματος και έλεγχό του από το σύνολο των πολιτών, όσο το δυνατόν δημοκρατικότερα
και αντιπροσωπευτικότερα. Επιβάλλεται δηλαδή επανασχεδιασμός των πολιτικών
θεσμών, για να γίνει το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα βιώσιμα
αντιπροσωπευτικό – καθόσον σήμερα έχει καταδήλως εξοκείλει σε αυτοδύναμο,
αυτοαναπαραγόμενο, ολιγαρχικό και διεφθαρμένο σύστημα. Επιβάλλεται δηλαδή η
δημιουργία πολιτικών θεσμών που θα εγγυώνται τον απόλυτο έλεγχο του
χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις κοινωνίες.
Μεγάλο μέρος της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής
διανόησης προσπαθεί να δημιουργήσει θεσμούς που θα οδηγήσουν την Ευρώπη να
στηρίζει την ανάπτυξή της και τη δημοκρατικότητά της, στις Περιφέρειές της.
Χρησιμοποιούνται εκφράσεις από τo Global στο Local ή στο Glocal. Περιφέρειες με
σχετική οικονομική και πολιτική αυτονομία και αυτοδυναμία, αλλά ενωμένες σε ένα
κοινό όραμα, θα εγγυώνται τη δημοκρατική και κοινωνική συνοχή της Γηραιάς αυτής
Ηπείρου. Περιφέρειες αποδεσμευμένες από αντιπαραγωγικές και αντικοινωνικές
κεντρικές τραπεζικές επιλογές, όπως τώρα με τη σημερινή επιβολή «εσωτερικής
υποτίμησης», που επιβάλλεται από το κεντρικό τραπεζικό σύστημα ως ευρωπαϊκή
πολιτική, χάριν της αύξησης της δύναμης του συσσωρευμένου κεφαλαίου των
σημερινών πλούσιων χωρών του Βορρά (που βλέπουν να χάνουν την παραγωγική ισχύ
τους από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολής και επιδιώκουν την
αναπλήρωσή της με επιβολή ένδειας στον Νότο και τη συνακόλουθη εξαγορά των
παραγωγικών τους δυνατοτήτων).
Θεωρούμε πως η λύση αυτής της φαύλης πορείας θα
προκύψει είτε από βίαιες συγκρούσεις – κάτι που βεβαίως απευχόμαστε, αλλά το
διακρίνουμε ήδη ως ενδεχόμενο – είτε από μια αλλαγή του τρόπου ύπαρξης,
ανάπτυξης και εξέλιξης των κοινωνιών. Θα λέγαμε με ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο,
βάσει του οποίου θα πρέπει να είναι το σταδιακό πέρασμα από τη συσσώρευση
κεφαλαίου στην αξία χρήσης και μια εκ των κάτω δημοκρατική διάρθρωση της
πολιτικής εξουσίας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά ελεύθερη
αγορά και πραγματικά υγιή, ανόθευτο και παραγωγικό ανταγωνισμό, θα λέγαμε
καλύτερα συνεργασία. Ίσως πάλι αυτό συντελεστεί νομοτελειακώς.
[i] Μόνο στην αγγλική γλώσσα υπάρχει σαφής διαχωρισμός: liberals και libertarians. Ο Πρόεδρος Bush μάλιστα κατηγορούσε τον Δουκάκη προεκλογικά ως liberal, καθόσον ο όρος δηλώνει στη γλώσσα αυτή τους υπέρμαχους της ελευθερίας και ισότητας όλων των πολιτών, τους «αριστερούς», θα μπορούσαμε να πούμε.
[ii] Θα λέγαμε μετά τη δεκαετία του 1980.
[iii] Αν και ήδη ο Lincoln, στο τέλος του 19ου αιώνα, είχε εκφραστεί γι’ αυτές με τρόμο: «Έχω δύο εχθρούς, τους Νοτίους και τους τραπεζίτες. Αυτοί οι δεύτεροι είναι οι πιο επικίνδυνοι».
* Ο Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου