analyst
του Βασίλη Βιλιάρδου
.
(α) Το πολιτικό πρόβλημα είναι το ότι η ΕΕ, η οποία υποτίθεται πως ήταν μία εθελοντική ένωση ισότιμων κρατών, μετασχηματίσθηκε σε μία σχέση ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες. Στα πλαίσια αυτά, όταν οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν, οι δανειστές υπαγορεύουν όρους και κανόνες – οπότε ενισχύεται η επιρροή που ασκούν οι δανειστές, στην πολιτική που θα ακολουθήσουν οι οφειλέτες, οι οποίοι φυσικά δεν έχουν λόγο στην πολιτική των δανειστών (συν. G. Soros).
(β) Το οικονομικό πρόβλημα είναι το ότι η Γερμανία, για να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τις υποχρεώσεις της, άρα και τους κινδύνους που ενέχουν αυτές οι υποχρεώσεις, αναγκάζει τις χώρες-οφειλέτες να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους. Προφανώς λοιπόν να υιοθετήσουν μία εσφαλμένη οικονομική πολιτική – αφού σε περιόδους ανεπαρκούς ζήτησης, πόσο μάλλον αποπληθωρισμού, η οικονομία χρειάζεται ενίσχυση (Keynes).
.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου η έννοια «περισσότερη Ευρώπη», η οποία μετέτρεψε την ήπειρο μας στην πλέον ειρηνική, πολιτισμένη και ευημερούσα στον πλανήτη, σημαίνει πια «περισσότερη λιτότητα, περικοπές, ανεργία και διαρκή στασιμότητα» – μία εφιαλτική κατάσταση χωρίς καμία προοπτική, η οποία θα οδηγήσει ασφαλώς την Ευρώπη στη διάλυση της (την ΕΕ και όχι μόνο την Ευρωζώνη, όπως δυστυχώς πολλοί υποθέτουν).
Ακόμη χειρότερα, η διάλυση προβλέπεται να συμβεί σε μία εποχή, όπου η συνοχή είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ – με κριτήριο την οικονομική κατάρρευση των Η.Π.Α., την ισχυροποίηση της Ρωσίας, την άνοδο της Κίνας καθώς επίσης, κυρίως, τους κινδύνους από τις «βιβλικές αλλαγές» που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, με προεκτάσεις στη Β. Αφρική (άρθρο).
Οι λύσεις της Ευρώπης, εάν θέλει να αποφύγει το προβλεπόμενο χάος, με δεδομένη τη γερμανική αντίθεση στην δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στη διαγραφή μέρους των χρεών, με την υιοθέτηση ενός σχεδίου «τύπου Marshall», είναι ουσιαστικά δύο:
.
(α) Η πρώτη, η λιγότερο προτιμότερη, είναι η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία - στην εποχή δηλαδή πριν την υιοθέτηση του ευρώ (ανάλυση).
(β) Η δεύτερη είναι η έξοδος της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, με την υιοθέτηση του δικού της νομίσματος, παράλληλα με την παραμονή της στην ΕΕ – έτσι ώστε όλες οι υπόλοιπες χώρες να ενωθούν πολιτικά, ενδεχομένως υπό την ηγεσία της Γαλλίας (με την έννοια της «πρώτης μεταξύ ίσων»), συνεχίζοντας να έχουν το κοινό νόμισμα.
.
Εάν έφευγε η Γερμανία από το ευρώ, όπως έχουμε πολλές φορές στο παρελθόν προτείνει, τότε το νόμισμα θα υποτιμούταν σημαντικά – οπότε όλα τα κράτη της περιφέρειας θα ανακτούσαν τη χαμένη ανταγωνιστικότητα τους, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το χρέος τους σε πραγματικούς όρους.
Για παράδειγμα, εάν υποτιμούταν τότε το ευρώ κατά 20%, στο 1:1 περίπου με το δολάριο, τότε τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης, τα οποία εκφράζονται σε ευρώ, απέναντι σε τρίτες χώρες (μεταξύ των οποίων θα ήταν πλέον και η Γερμανία), θα μειωνόντουσαν ανάλογα – ενώ η υποτίμηση θα ήταν «ελεγχόμενη», ακριβώς για το λόγο αυτό.
Με τη δυνατότητα τους δε να διαθέτουν μία πραγματική κεντρική τράπεζα, την ΕΚΤ, η οποία θα μπορούσε να πληρώνει τα χρέη τους σε ευρώ, εν ανάγκη τυπώνοντας νέα χρήματα, δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος αθέτησης πληρωμών, χρεοκοπίας δηλαδή, από κανένα – οπότε οι αγορές θα διαμόρφωναν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού τους.
Φυσικά θα μπορούσαν να εκδώσουν ευρωομόλογα ή οτιδήποτε άλλο απαιτούταν, έτσι ώστε να εμπλουτίσουν την ήπια πολιτική λιτότητας με αναπτυξιακά μέτρα – ενδεχομένως να παγώσουν μέρος των οφειλών ορισμένων υπερχρεωμένων κρατών, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, με τη βοήθεια της ΕΚΤ (άρθρο).
.
Ειδικότερα, το εμπορικό της ισοζύγιο (γράφημα) θα έπαυε να είναι πλεονασματικό, όπως συμβαίνει σήμερα, εις βάρος των «εταίρων» της – με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία, να δημιουργηθούν προβλήματα στις τράπεζες της (οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα εισέπρατταν λιγότερα, όσον αφορά τις απαιτήσεις τους, αφού θα υποτιμούταν το ευρώ), καθώς επίσης να αναγκασθεί να υιοθετήσει αντικυκλικά μέτρα (δημόσιες επενδύσεις κοκ.), όπως αυτά που απαγορεύει σήμερα στις χώρες της Ευρωζώνης.
.
.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, από σχεδόν μηδενικό (ισορροπημένο) το 2001, εκτοξεύθηκε στα ύψη – επειδή υιοθετήθηκε μία πολιτική λιτότητας (πάγωμα μισθών κλπ.), εν μέσω οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τεράστια πλεονάσματα.
Επειδή δε τα πλεονάσματα του ενός είναι τα ελλείμματα του άλλου, η Γερμανία αναπτύχθηκε εις βάρος των υπολοίπων «εταίρων» της – κάτι που φυσικά δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί.
του Βασίλη Βιλιάρδου
«Τον 20ο αιώνα η Γερμανία διέλυσε δύο φορές τον εαυτό της και την ευρωπαϊκή τάξη, με εγκληματικούς και γενοκτόνους πολέμους, στην προσπάθεια της να υποδουλώσει την ήπειρο.
Θα ήταν τραγική ειρωνεία εάν τώρα, στην αρχή του 21ου αιώνα, η επανενωμένη Γερμανία, αυτή τη φορά ειρηνικά, καθώς επίσης με τις καλύτερες των προθέσεων, ανατρέψει για τρίτη φορά την ευρωπαϊκή τάξη» (J. Fischer, πρώην υπουργός εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας, σε άρθρο του το 2012 στην SZ).
Εισαγωγή
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση οικοδομήθηκε επάνω στη συνεργασία και όχι στην κυριαρχία – κάτι με το οποίο ήταν σύμφωνη αρχικά η Γερμανία, στοχεύοντας όμως έμμεσα αφενός μεν στην επανένωση της, αφετέρου στην εξυγίανση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, με τη βοήθεια της Ευρώπης. Όταν τα παραπάνω επιτεύχθηκαν, ειδικά όταν ξέσπασε η κρίση του 2008, η Γερμανία (η καγκελάριος για να είμαστε ακριβείς) άλλαξε τακτική – γεγονός που δημιούργησε δύο μεγάλα προβλήματα: ένα πολιτικό, καθώς επίσης ένα οικονομικό..
(α) Το πολιτικό πρόβλημα είναι το ότι η ΕΕ, η οποία υποτίθεται πως ήταν μία εθελοντική ένωση ισότιμων κρατών, μετασχηματίσθηκε σε μία σχέση ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες. Στα πλαίσια αυτά, όταν οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν, οι δανειστές υπαγορεύουν όρους και κανόνες – οπότε ενισχύεται η επιρροή που ασκούν οι δανειστές, στην πολιτική που θα ακολουθήσουν οι οφειλέτες, οι οποίοι φυσικά δεν έχουν λόγο στην πολιτική των δανειστών (συν. G. Soros).
(β) Το οικονομικό πρόβλημα είναι το ότι η Γερμανία, για να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τις υποχρεώσεις της, άρα και τους κινδύνους που ενέχουν αυτές οι υποχρεώσεις, αναγκάζει τις χώρες-οφειλέτες να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους. Προφανώς λοιπόν να υιοθετήσουν μία εσφαλμένη οικονομική πολιτική – αφού σε περιόδους ανεπαρκούς ζήτησης, πόσο μάλλον αποπληθωρισμού, η οικονομία χρειάζεται ενίσχυση (Keynes).
.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου η έννοια «περισσότερη Ευρώπη», η οποία μετέτρεψε την ήπειρο μας στην πλέον ειρηνική, πολιτισμένη και ευημερούσα στον πλανήτη, σημαίνει πια «περισσότερη λιτότητα, περικοπές, ανεργία και διαρκή στασιμότητα» – μία εφιαλτική κατάσταση χωρίς καμία προοπτική, η οποία θα οδηγήσει ασφαλώς την Ευρώπη στη διάλυση της (την ΕΕ και όχι μόνο την Ευρωζώνη, όπως δυστυχώς πολλοί υποθέτουν).
Ακόμη χειρότερα, η διάλυση προβλέπεται να συμβεί σε μία εποχή, όπου η συνοχή είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ – με κριτήριο την οικονομική κατάρρευση των Η.Π.Α., την ισχυροποίηση της Ρωσίας, την άνοδο της Κίνας καθώς επίσης, κυρίως, τους κινδύνους από τις «βιβλικές αλλαγές» που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, με προεκτάσεις στη Β. Αφρική (άρθρο).
Οι λύσεις της Ευρώπης, εάν θέλει να αποφύγει το προβλεπόμενο χάος, με δεδομένη τη γερμανική αντίθεση στην δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στη διαγραφή μέρους των χρεών, με την υιοθέτηση ενός σχεδίου «τύπου Marshall», είναι ουσιαστικά δύο:
.
(α) Η πρώτη, η λιγότερο προτιμότερη, είναι η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία - στην εποχή δηλαδή πριν την υιοθέτηση του ευρώ (ανάλυση).
(β) Η δεύτερη είναι η έξοδος της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, με την υιοθέτηση του δικού της νομίσματος, παράλληλα με την παραμονή της στην ΕΕ – έτσι ώστε όλες οι υπόλοιπες χώρες να ενωθούν πολιτικά, ενδεχομένως υπό την ηγεσία της Γαλλίας (με την έννοια της «πρώτης μεταξύ ίσων»), συνεχίζοντας να έχουν το κοινό νόμισμα.
.
Εάν έφευγε η Γερμανία από το ευρώ, όπως έχουμε πολλές φορές στο παρελθόν προτείνει, τότε το νόμισμα θα υποτιμούταν σημαντικά – οπότε όλα τα κράτη της περιφέρειας θα ανακτούσαν τη χαμένη ανταγωνιστικότητα τους, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το χρέος τους σε πραγματικούς όρους.
Για παράδειγμα, εάν υποτιμούταν τότε το ευρώ κατά 20%, στο 1:1 περίπου με το δολάριο, τότε τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης, τα οποία εκφράζονται σε ευρώ, απέναντι σε τρίτες χώρες (μεταξύ των οποίων θα ήταν πλέον και η Γερμανία), θα μειωνόντουσαν ανάλογα – ενώ η υποτίμηση θα ήταν «ελεγχόμενη», ακριβώς για το λόγο αυτό.
Με τη δυνατότητα τους δε να διαθέτουν μία πραγματική κεντρική τράπεζα, την ΕΚΤ, η οποία θα μπορούσε να πληρώνει τα χρέη τους σε ευρώ, εν ανάγκη τυπώνοντας νέα χρήματα, δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος αθέτησης πληρωμών, χρεοκοπίας δηλαδή, από κανένα – οπότε οι αγορές θα διαμόρφωναν χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού τους.
Φυσικά θα μπορούσαν να εκδώσουν ευρωομόλογα ή οτιδήποτε άλλο απαιτούταν, έτσι ώστε να εμπλουτίσουν την ήπια πολιτική λιτότητας με αναπτυξιακά μέτρα – ενδεχομένως να παγώσουν μέρος των οφειλών ορισμένων υπερχρεωμένων κρατών, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, με τη βοήθεια της ΕΚΤ (άρθρο).
.
Η Γερμανία
Φυσικά τα μεγαλύτερα προβλήματα που θα προκαλούσε η έξοδος της Γερμανίας από το ευρώ, θα αφορούσαν την ίδια –ειδικά επειδή το μάρκο που θα υιοθετούσε τότε, θα ανατιμούταν σημαντικά. Το γεγονός αυτό βέβαια θα ενίσχυε τη «διαδικασία προσαρμογής» των άλλων κρατών (αύξηση των εξαγωγών τους προς τη Γερμανία και αλλού, μείωση των εισαγωγών τους, αναβίωση της βιομηχανικής τους παραγωγής κλπ.), ενώ η Γερμανία θα συνειδητοποιούσε τις δυσκολίες που προκαλεί ένα ανατιμημένο νόμισμα.Ειδικότερα, το εμπορικό της ισοζύγιο (γράφημα) θα έπαυε να είναι πλεονασματικό, όπως συμβαίνει σήμερα, εις βάρος των «εταίρων» της – με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανεργία, να δημιουργηθούν προβλήματα στις τράπεζες της (οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα εισέπρατταν λιγότερα, όσον αφορά τις απαιτήσεις τους, αφού θα υποτιμούταν το ευρώ), καθώς επίσης να αναγκασθεί να υιοθετήσει αντικυκλικά μέτρα (δημόσιες επενδύσεις κοκ.), όπως αυτά που απαγορεύει σήμερα στις χώρες της Ευρωζώνης.
.
.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, από σχεδόν μηδενικό (ισορροπημένο) το 2001, εκτοξεύθηκε στα ύψη – επειδή υιοθετήθηκε μία πολιτική λιτότητας (πάγωμα μισθών κλπ.), εν μέσω οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τεράστια πλεονάσματα.
Επειδή δε τα πλεονάσματα του ενός είναι τα ελλείμματα του άλλου, η Γερμανία αναπτύχθηκε εις βάρος των υπολοίπων «εταίρων» της – κάτι που φυσικά δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί.
Υπενθυμίζουμε πως όταν υιοθετήθηκε το ευρώ, η Γερμανία θεωρούταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρωζώνης - ενώ ήταν αυτή που ζήτησε το 2003, μαζί με τη Γαλλία, να της επιτραπούν μεγαλύτερα του 3% ελλείμματα στον προϋπολογισμό της, παρά το ότι απαγορευόταν από την ευρωπαϊκή συνθήκη.
Επίσης πως δεν είναι τόσο υγιής, όσο φαίνεται προς τα έξω, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης της δεν ξεπέρασε το 1,1% κατά μέσον όρο μετά το 2000 (13η στην Ευρωζώνη), οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ της μειώθηκαν στο 17% (από 22,3% το 2000),οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων της είναι χαμηλότεροι από το 1999 (παρά το ότι αυξήθηκε η παραγωγικότητα τους κατά 17,8%), οι υποδομές της δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση, το μερίδιο της στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε στο 8% (9,1% το 2007), οι τράπεζες της δεν είναι εύρωστες (άρθρο), η δημόσια περιουσία της έχει ξεπουληθεί, η εσωτερική ζήτηση παραπαίει κοκ.
Εν τούτοις, έχουμε την άποψη πως η Γερμανία θα τα κατάφερνε, ακόμη και αν υιοθετούσε το μάρκο – αν και με μεγαλύτερη δυσκολία από ότι το 2000, όπου βοηθήθηκε από τους εταίρους της (ή από το 1953, όπου κυριολεκτικά διασώθηκε από τα ίδια τα θύματα του πρώην ναζιστικού καθεστώτος της, μεταξύ των οποίων και από την Ελλάδα).
.
Όλοι δε θεωρούν ότι, η ελληνική κυβέρνηση παραποίησε απροκάλυπτα τα οικονομικά στοιχεία του δημοσίου το 2000– ενώ οι υπόλοιποι δανειολήπτες σεβάστηκαν γενικά τους κανόνες εισόδου τους στην Ευρωζώνη.
Το δημοσιονομικό πρόβλημα τώρα της χώρας, έδωσε δυστυχώς τη δυνατότητα στον πρώην πρωθυπουργό το 2010, να επιτρέψει την είσοδο του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη – αφού είχαν προηγηθεί οι ανόητες απειλές του, με κύριο αποδέκτη τη Γερμανία. Το γεγονός αυτό πυροδότησε ουσιαστικά την κρίση του ευρώ, με τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωζώνης να αυξάνονται, με τις διάφορες χώρες (Πορτογαλία, Ιρλανδία) να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν κοκ.
Προφανώς έκτοτε η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο της Γερμανίας, η οποία μάλλον θεωρεί ανεύθυνη, εάν όχι «προδοτική» τη συμπεριφορά των πρώην κυβερνήσεων της χώρας μας – χωρίς να μπορούμε να την κακολογήσουμε για το συγκεκριμένο λόγο. Σε κάποιο βαθμό δε, η Γερμανία χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως την ιδανική χώρα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων - χωρίς τύψεις συνείδησης, αφού είχε προηγηθεί η «μεγάλη προδοσία», εκ μέρους του «Εφιάλτη του Καστελλόριζου» (άρθρο).
Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας, όπως αυτά της Γερμανίας το 1953 (διαγραφή του 50% του χρέους, μακροπρόθεσμη αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης), παρά το ότι θεωρείται λογική, δεν συζητείται καθόλου από τη Γερμανία – ενώ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να την επιβάλλει μονομερώς η Ελλάδα, παραμένοντας εντός του ευρώ. Πόσο μάλλον μετά την υπογραφή του PSI, όπου η Ελλάδα έχασε οριστικά την εθνική της ανεξαρτησία, υποθηκεύοντας τα πάντα στους δανειστές της.
Περαιτέρω, εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να αλλάξει μονομερώς τη σημερινή πολιτική που της επιβάλλεται από την Τρόικα, θα τιμωρούταν τόσο από τις ευρωπαϊκές αρχές, όσο και από τις αγορές – επιδεινώνοντας κατά πολύ περισσότερο τη θέση της.
Το πρόβλημα λοιπόν της χώρας μας δεν είναι η κυβέρνηση της, η οποία φυσικά δεν είναι η καταλληλότερη (το αντίθετο μάλιστα), αλλά οι συνθήκες που επικρατούν – τις οποίες είμαστε απολύτως σίγουροι πως δεν θα μπορούσε να αλλάξει «μονομερώς» μία άλλη κυβέρνηση, ακόμη και αν είχε θεϊκές ικανότητες.
.
Σε μία τέτοια περίπτωση, τα υπόλοιπα κράτη της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να ενωθούν δημοσιονομικά, τραπεζικά και πολιτικά, λύνοντας τα οικονομικά τους προβλήματα μέσω της αναδιανεμητικής τότε Ευρωζώνης, με «αμοιβαιοποιημένο» δημόσιο χρέος – το οποίο δεν θα ήταν καθόλου υψηλό, συγκριτικά με την υπόλοιπη Δύση (γράφημα).
.
.
Κατά την άποψη μας, αυτό πρέπει να επιδιώξει η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες χώρες και ειδικά με την Ιταλία και τη Γαλλία – ενώ η Γερμανία δεν θα ήταν έντιμο να εμποδίσει μία τέτοια εξέλιξη, αφού η ίδια δεν επιθυμεί την πολιτική ένωση, έτσι όπως αυτή είχε αποφασισθεί ως επόμενο βήμα της υιοθέτησης του ευρώ, ενώ είναι απαραίτητη για την επιβίωση του κοινού νομίσματος.
Ολοκληρώνοντας, είναι προφανές πως η Ελλάδα έχει ανάγκη από τη συνεργασία όλων των κομμάτων, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις – αφού μόνο κάτω από αυτήν την προϋπόθεση θα μπορούσε να ανακτήσει την αξιοπιστία της, να κάνει τις εσωτερικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, καθώς επίσης να συμμετέχει δημιουργικά στην αναζήτηση ευρωπαϊκών λύσεων, ως υπεύθυνο μέλος και όχι ως «παράσιτο» της ευρωπαϊκής οικογένειας (άρθρο).
Η εθνική συνείδηση άλλωστε οφείλει να υπερέχει της κομματικής, ενώ κανένας από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν έχει τις ικανότητες που προβάλλει – όπως είμαστε σίγουροι πως γνωρίζουν τόσο οι ίδιοι, όσο και όλοι οι Έλληνες, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις.
.
Επίσης πως δεν είναι τόσο υγιής, όσο φαίνεται προς τα έξω, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης της δεν ξεπέρασε το 1,1% κατά μέσον όρο μετά το 2000 (13η στην Ευρωζώνη), οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ της μειώθηκαν στο 17% (από 22,3% το 2000),οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων της είναι χαμηλότεροι από το 1999 (παρά το ότι αυξήθηκε η παραγωγικότητα τους κατά 17,8%), οι υποδομές της δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση, το μερίδιο της στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε στο 8% (9,1% το 2007), οι τράπεζες της δεν είναι εύρωστες (άρθρο), η δημόσια περιουσία της έχει ξεπουληθεί, η εσωτερική ζήτηση παραπαίει κοκ.
Εν τούτοις, έχουμε την άποψη πως η Γερμανία θα τα κατάφερνε, ακόμη και αν υιοθετούσε το μάρκο – αν και με μεγαλύτερη δυσκολία από ότι το 2000, όπου βοηθήθηκε από τους εταίρους της (ή από το 1953, όπου κυριολεκτικά διασώθηκε από τα ίδια τα θύματα του πρώην ναζιστικού καθεστώτος της, μεταξύ των οποίων και από την Ελλάδα).
.
Η Ελλάδα
Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που είχε καθαρά δημοσιονομικά προβλήματα, τα οποία εμφανίσθηκαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης – όταν τα περισσότερα κράτη, εξαιρώντας μερικώς την Ιταλία και την Πορτογαλία, είχαν προβλήματα στον ιδιωτικό τους τομέα (τράπεζες, ακίνητα).Όλοι δε θεωρούν ότι, η ελληνική κυβέρνηση παραποίησε απροκάλυπτα τα οικονομικά στοιχεία του δημοσίου το 2000– ενώ οι υπόλοιποι δανειολήπτες σεβάστηκαν γενικά τους κανόνες εισόδου τους στην Ευρωζώνη.
Το δημοσιονομικό πρόβλημα τώρα της χώρας, έδωσε δυστυχώς τη δυνατότητα στον πρώην πρωθυπουργό το 2010, να επιτρέψει την είσοδο του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη – αφού είχαν προηγηθεί οι ανόητες απειλές του, με κύριο αποδέκτη τη Γερμανία. Το γεγονός αυτό πυροδότησε ουσιαστικά την κρίση του ευρώ, με τα επιτόκια δανεισμού της Ευρωζώνης να αυξάνονται, με τις διάφορες χώρες (Πορτογαλία, Ιρλανδία) να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν κοκ.
Προφανώς έκτοτε η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο της Γερμανίας, η οποία μάλλον θεωρεί ανεύθυνη, εάν όχι «προδοτική» τη συμπεριφορά των πρώην κυβερνήσεων της χώρας μας – χωρίς να μπορούμε να την κακολογήσουμε για το συγκεκριμένο λόγο. Σε κάποιο βαθμό δε, η Γερμανία χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως την ιδανική χώρα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων - χωρίς τύψεις συνείδησης, αφού είχε προηγηθεί η «μεγάλη προδοσία», εκ μέρους του «Εφιάλτη του Καστελλόριζου» (άρθρο).
Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας, όπως αυτά της Γερμανίας το 1953 (διαγραφή του 50% του χρέους, μακροπρόθεσμη αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης), παρά το ότι θεωρείται λογική, δεν συζητείται καθόλου από τη Γερμανία – ενώ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να την επιβάλλει μονομερώς η Ελλάδα, παραμένοντας εντός του ευρώ. Πόσο μάλλον μετά την υπογραφή του PSI, όπου η Ελλάδα έχασε οριστικά την εθνική της ανεξαρτησία, υποθηκεύοντας τα πάντα στους δανειστές της.
Περαιτέρω, εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να αλλάξει μονομερώς τη σημερινή πολιτική που της επιβάλλεται από την Τρόικα, θα τιμωρούταν τόσο από τις ευρωπαϊκές αρχές, όσο και από τις αγορές – επιδεινώνοντας κατά πολύ περισσότερο τη θέση της.
Το πρόβλημα λοιπόν της χώρας μας δεν είναι η κυβέρνηση της, η οποία φυσικά δεν είναι η καταλληλότερη (το αντίθετο μάλιστα), αλλά οι συνθήκες που επικρατούν – τις οποίες είμαστε απολύτως σίγουροι πως δεν θα μπορούσε να αλλάξει «μονομερώς» μία άλλη κυβέρνηση, ακόμη και αν είχε θεϊκές ικανότητες.
.
Επίλογος
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνουν τις δύο λύσεις που προτείνονται, εάν δεν θέλει κανείς να διαλυθεί τόσο η Ευρωζώνη, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση – ενώ η ιδανικότερη είναι η δεύτερη, η έξοδος δηλαδή της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, με τη διατήρηση του κοινού νομίσματος από όλες τις άλλες χώρες.Σε μία τέτοια περίπτωση, τα υπόλοιπα κράτη της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να ενωθούν δημοσιονομικά, τραπεζικά και πολιτικά, λύνοντας τα οικονομικά τους προβλήματα μέσω της αναδιανεμητικής τότε Ευρωζώνης, με «αμοιβαιοποιημένο» δημόσιο χρέος – το οποίο δεν θα ήταν καθόλου υψηλό, συγκριτικά με την υπόλοιπη Δύση (γράφημα).
.
.
Κατά την άποψη μας, αυτό πρέπει να επιδιώξει η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες χώρες και ειδικά με την Ιταλία και τη Γαλλία – ενώ η Γερμανία δεν θα ήταν έντιμο να εμποδίσει μία τέτοια εξέλιξη, αφού η ίδια δεν επιθυμεί την πολιτική ένωση, έτσι όπως αυτή είχε αποφασισθεί ως επόμενο βήμα της υιοθέτησης του ευρώ, ενώ είναι απαραίτητη για την επιβίωση του κοινού νομίσματος.
Ολοκληρώνοντας, είναι προφανές πως η Ελλάδα έχει ανάγκη από τη συνεργασία όλων των κομμάτων, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις – αφού μόνο κάτω από αυτήν την προϋπόθεση θα μπορούσε να ανακτήσει την αξιοπιστία της, να κάνει τις εσωτερικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν, καθώς επίσης να συμμετέχει δημιουργικά στην αναζήτηση ευρωπαϊκών λύσεων, ως υπεύθυνο μέλος και όχι ως «παράσιτο» της ευρωπαϊκής οικογένειας (άρθρο).
Η εθνική συνείδηση άλλωστε οφείλει να υπερέχει της κομματικής, ενώ κανένας από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν έχει τις ικανότητες που προβάλλει – όπως είμαστε σίγουροι πως γνωρίζουν τόσο οι ίδιοι, όσο και όλοι οι Έλληνες, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου