Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr 
Πριν από μόλις δύο εβδομάδες ο Donald Trump επέλεγε το Ριάντ ως τον πρώτο σταθμό της πρώτης προεδρικής περιοδείας του στο εξωτερικό και διακήρυσσε ενώπιον των δεκάδων ηγετών της περιοχής που έλαβαν μέρος στην Αραβο-Ισλαμο-Αμερικανική Σύνοδο Κορυφής την θέλησή του να ενισχύσει (και με επικερδείς εξοπλιστικές συμφωνίες) τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου στην αντιπαράθεσή τους με το Ιράν. Η δημιουργία ενός «αραβικού ΝΑΤΟ” αποτελούσε τη συζήτηση των ημερών.
Και όμως: στο διάστημα που μεσολάβησε οι αραβικές μοναρχίες βρέθηκαν στη δίνη μιας νέας σύγκρουσης ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Μιας σύγκρουσης που, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να αποδοθεί στην παρεμβολή των fake news, έχει αιτίες απολύτως πραγματικές.
Δύο μέρες μετά την επιστροφή του από τη Σύνοδο του Ριάντ, ο Εμίρης του Κατάρ Tamim bin Hamad al-Thani εκφώνησε, σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση του εμιράτου, ομιλία σε στρατιωτική τελετή στην οποία εξήρε τον «σταθεροποιητικό” ρόλο του Ιράν και τις εξαιρετικές σχέσεις του με τη χώρα του. Παράλληλα, συνέστησε επιφύλαξη έναντι του Trump, εφόσον αυτός βάλλεται πολιτικά στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενώ υπεραμύνθηκε των σχέσεων του εμιράτου με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας κατηγορεί για τρομοκρατία” είπε «μόνο και μόνο επειδή έχει χαρακτηρίσει την Μουσουλμανική Αδελφότητα ως τρομοκρατική οργάνωση ή δεν ανέχεται το είδος της αντίστασης που υιοθετούν η Χαμάς και η Χεζμπολλάχ”.
Το ζήτημα των σχέσεων του Κατάρ με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε βρεθεί στο επίκεντρο και παλαιότερης σύγκρουσης του εμιράτου με τις λοιπές αραβικές μοναρχίες το 2014, λίγο μετά την άνοδο στην εξουσία του τωρινού εμίρη έπειτα από αιφνιδιαστική παραίτηση του πατέρα του. Η δυναστεία των Σαούντ υποψιάζεται την Μουσουλμανική Αδελφότητα ότι απεργάζεται την ανατροπή της – και πάντως δυσφορεί με τις φιλοδοξίες που με κάθε τρόπο εκδηλώνει το Κατάρ, ο μικρός γείτονας που ξέφυγε από την αφάνεια κυρίως χάρη στα έσοδα από την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου που έχει σιωπηρά μοιραστεί με το Ιράν.

Οι δηλώσεις του Εμίρη Tamim προκάλεσαν θύελλα στο Ριαντ και άλλες πρωτεύουσες του Περσικού Κόλπου. Σύντομα το Κατάρ βρέθηκε να προσπαθεί να καλύψει τα ίχνη του, υποστηρίζοντας ότι το καταριανό πρακτορείο ειδήσεων έπεσε θύμα κυβερνοεπίθεσης. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μεμονωμένες δηλώσεις: ο Εμίρης συνεχάρη τηλεφωνικά τον Hassan Rowhani για την νίκη του στις ιρανικές προεδρικές εκλογές, ενώ στις 18 Μαϊου ο καταριανός υπουργός Εξωτερικών ξεκαθάρισε σε συνέντευξη στο Arab News ότι η χώρα του δεν θα αποκηρύξει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους από τη Ντόχα και μπλόκαραν την εκπομπή του καταριανών συμφερόντων δικτύου Al Jazeera. Τις κινήσεις αυτές μιμήθηκε και η Αίγυπτος του στρατάρχη Sisi, που ήρθε στα πράγματα μετά την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου Morsi και δεν ξεχνά ότι το εμιράτο φιλοξενεί και έχει πολιτογραφήσει τον πιο προβεβλημένο κληρικό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τον Αιγύπτιο Yussef al-Qaraqawi. Επιπλέον, 200 Σαουδάραβες ανώτεροι κληρικοί και απόγονοι του ιδρυτή του ουχαβισμού (επίσημου δόγματος της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ) με ανοιχτή επιστολή τους αμφισβητούν την θρησκευτική ορθοδοξία του εμιράτου – σε μία πρωτοφανή μεταξύ αραβικών μοναρχιών κίνηση απονομιμοποίησης.
Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Trump στέλνει προς το παρόν φιλικά μηνύματα προς το Εμιράτο: ο Trump συνάντησε ιδιαιτέρως τον Εμίρη στο περιθώριο της Συνόδου του Ριάντ, ο υπουργός Άμυνας James Mattis επισκέφθηκε τη Ντόχα και ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Rex Tillerson δέχθηκε τον καταριανό ομόλογό του. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά με μία χώρα που φιλοξενεί τη ν έδρα της αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM) και που με το θηριώδες κρατικό επενδυτικό ταμείο της μπορεί να κάνει πολλά για να «κάνει μεγάλη ξανά την Αμερική”. Όμως, ανεπίσημοι παράγοντες, κυρίως του πολιτικού κλίματος των νεοσυντηρητικών, κατηγορούν το Κατάρ ότι «φιλοξενεί τα πιο επικίνδυνα και ριζοσπαστικά στοιχεία”, ότι «δεν αποτελεί σύμμαχο” και ότι «οφείλει να αλλάξει συμπεριφορά”.
Στην πραγματικότητα, και παρά τις ιδιοτελείς βλέψεις του Κατάρ, το εμιράτο δεν είναι ο μόνος παίκτης στην περιοχή που αρνείται τη λογική της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν, που απέκτησε και τις ευλογίες του Trump. Λ.χ. ο σουλτάνος του Ομάν δεν παρέστη στη Σύνοδο του Ριάντ και η χώρα του φιλοξενεί εμπιστευτικές συνομιλίες για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Υεμένη, όπως παλαιότερα φιλοξένησε τις πρώτες επαφές της Τεχεράνης με την κυβέρνηση Obama. Tο Πακιστάν (μεγαλύτερη στρατιωτική και μόνη πυρηνική δύναμη του ισλαμικού κόσμου) έχει επιδεικτικά κρατηθεί εκτός της σύγκρουσης στην Υεμένη, παρά τις εκκλήσεις της Σαουδικής Αραβίας.
Όσο για το θέμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας η Τουρκία του Tayyip Erdogan επίσης θα δυσκολευτεί εξαιρετικά να συνταχθεί με τη σαουδαραβική θέση.

Στρατιωτική βάση στο Κατάρ δημιουργεί η Τουρκία
Σε επίτιμο διδάκτορα αναγόρευσε πρόσφατα τον Ταγίπ Ερντογάν το Πανεπιστήμιο της Ντόχα (Δεκέμβριος 2015)
Για τις προνομιακές σχέσεις Τουρκίας – Κατάρ διαβάσυε ένα παλαιότερο κείμενο με άρωμα Ελλάδος.
ΤουΚώστα Ράπτη από το capital.gr 
Η πώληση από την Εθνική Τράπεζα της τουρκικής θυγατρικής της Finansbank, στο φόντο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, δεν είναι μόνο μια ιστορική κίνηση αναδίπλωσης που κλείνει την διείσδυση των «εθνικών πρωταθλητών” στον βαλκανικό περίγυρο. Είναι και η επισφράγιση, σε ό,τι αφορά τον αγοραστή, μιας διαρκώς διευρυνόμενης σύμπραξης με στοιχεία όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά.
Η έκτακτη συνεδρίαση της Γ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας στις 18 Ιανουαρίου θα επικυρώσει και τυπικά την μεταβίβαση, η οποία θα φέρει τη Finansbank των 647 υποκαταστημάτων, των 5,3 εκατ. πελατών και των 19,5 δισ. δολαρίων σε δάνεια, υπό τον έλεγχο της Qatar National Bank, η οποία ανήκει κατά 50% στην Qatar Investment Authority.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της, Ali Ahmed al-Kuwari «η συναλλαγή αυτή αποτελεί σημαντικό ορόσημο στο όραμα της QNB να αποτελέσει εμβληματική τράπεζα της Μέσης Ανατολής μέχρι το 2017 και ηγέτιδα διεθνή τράπεζα μέχρι το 2030”. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι περισσότερο και από αυτό.
Η συμμαχία Τουρκίας-Κατάρ αποτελεί μία σταθερά του μεσανατολικού τοπίου μετά το ξέσπασμα της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης” καθώς οι δύο χώρες συμπίπτουν στην επιδίωξη ανατροπής του καθεστώτος Assad στην Δαμασκό, την οποία και προωθούν με κάθε είδους θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Επιπλέον, Άγκυρα και Ντόχα αποτελούν τους μεγάλους προστάτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην περιοχή, αν και το φιλόδοξο εμιράτο υποχρεώθηκε να κρατήσει επ’ αυτού πιο χαμηλό προφίλ, μετά τον διπλωματικό αποκλεισμό του το 2014 από τις υπόλοιπες μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, οι οποίες απέσυραν τους πρεσβευτές τους από το Κατάρ, καταγγέλλοντάς το για στήριξη υπονομευτικών για αυτές δραστηριοτήτων.
Η σχέση Τουρκίας-Κατάρ απέκτησε και στρατιωτική διάσταση με την συμφωνία που υπέγραψαν σχετικά τα δύο μέρη πέρσι και υλοποιήθηκε με την ανακοίνωση τον μήνα αυτόν της δημιουργίας στο εμιράτο τουρκικής στρατιωτικής βάσης, δυναμικότητας 3.000 ανδρών – όχι μακριά από την αεροπορική βάση Al Udeid, όπου εδρεύει η Κεντρική Διοίκηση (Centcom) των Ηνωμένων Πολιτειών, με χώρο δράσης τη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία.
Η εξαγορά του 99,8% της Finansbank από την QNB έρχεται σε αυτό το τοπίο να συμπληρώσει μια κρίσιμη ψηφίδα στις τουρκο-καταριανές σχέσεις. Κυρίαρχο πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας αποτελεί το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (της τάξης των 38,1 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση τον περασμένο Οκτώβριο), λόγω της απόλυτης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, και η χρηματοδότηση του ελλείμματος αυτού από εισροές κεφαλαίων, μέσω τοποθετήσεων χαρτοφυλακίου.
Το Κατάρ έχει σημαντικό ρόλο να παίξει και στα δύο αυτά μέτωπα: είτε με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας με υγροποιημένο φυσικό αέριο (ιδίως στο φόντο των πρόσφατων εντάσεων με την Ρωσία, η οποία προμηθεύει τη γείτονα με 60% του φυσικού αερίου που καταναλώνει), είτε με την ενίσχυση των κεφαλαιακών ροών.
Σύμφωνα με τους Asia Times, η κρατική ενεργειακή εταιρεία Botaş της Τουρκίας υπέγραψε εντός του Δεκεμβρίου προκαταρκτική συμφωνία με την καταριανή κρατική εταιρεία πετρελαίου για την μακροχρόνια προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ κατά τη διάρκεια του 2015 τα «ζεστά” κεφάλαια που εισήλθαν από το εμιράτο στο τουρκικό σύστημα έφθασαν τα 350 εκατ. δολάρια, δίνοντας στο Κατάρ την τέταρτη θέση μεταξύ των χρηματοδοτών μετά την Ρωσία, την Ολλανδία και την Κίνα.
Η Finansbank προορίζεται να αποτελέσει προνομιακό δίαυλο για τη διεύρυνση των κεφαλαιακών εισροών, αλλά και για την προώθηση του διμερούς εμπορίου, το οποίο το 2014 είχε όγκο 740 εκατομμυρίων, 13πλάσιο αυτού του 2004. Αιχμή του δόρατος από τουρκικής πλευράς αποτελούν πάντα οι υπηρεσίες των κατασκευαστικών εταιρειών, οι οποίες μέχρι στιγμής έχουν εκτελέσει στο εμιράτο 118 έργα, συνολικής αξίας 11,6 δισ. δολαρίων. Το Κατάρ αποτελεί για τις τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες την τρίτη μεγαλύτερη αγορά τους στη Μέση Ανατολή και την όγδοη μεγαλύτερη στον κόσμο. Και εδώ, πάλι, ο ρόλος της Finansbank αναμένεται να είναι κομβικός.
Η ίδια η QNB σε ανακοίνωσή της υπενθύμισε ότι το εμπόριο της Τουρκίας με την περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής σχεδόν δεκαπλασιάστηκε από το 2000 στο 2014, φθάνοντας τα 52,2 δισ. δολάρια. Το συμβολικό τέλος της ελληνικής βαλκανικής διείσδυσης ταυτίζεται με την όλο και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της γείτονος στο μεσανατολικό της περιβάλλον.