του Κώστα Μελά
Σύμφωνα με το σύνολο των μελετών υπάρχει (ισχυρή) θετική συσχέτιση ,μεταξύ αύξησης του προϊόντος και αύξησης της παραγωγικότητας [1]. Όμως ποια είναι η σχέση αιτίου –αιτιατού; Η αύξηση ξεκινά από την παραγωγή και κατευθύνεται στην παραγωγικότητα ή το αντίθετο; Σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις η σχέση αιτίου και αιτιατού λειτουργεί από την αύξηση της παραγωγής προς την αύξηση της παραγωγικότητας , όχι το αντίστροφο. Δηλαδή , βραχυπρόθεσμα, η αύξηση στην παραγωγή οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας[2]. Αυτό οφείλεται πρωταρχικά στη λειτουργία του νόμου του Okun[3]. Θα μπορούσε να εξηγηθεί με απλό τρόπο ως εξής: Σε δύσκολους καιρούς, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε αποθεματοποίηση εργασίας- κρατούν περισσότερους εργαζόμενους από όσους χρειάζονται για την τρέχουσα παραγωγή. Όταν η ζήτηση αγαθών αυξηθεί για κάποιο λόγο, οι επιχειρήσεις ανταποκρίνονται αυξάνοντας εν μέρει την απασχόληση και εν μέρει έχοντας τους υπάρχοντες εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο και σκληρότερα. Αυτός είναι ο λόγος που οι αυξήσεις στην παραγωγή οδηγούν σε αυξήσεις στην παραγωγικότητα.
Ας θεωρήσουμε, τώρα, ότι αυξάνει η παραγωγικότητα. Η επίπτωση μιας αύξησης της παραγωγικότητας είναι η μείωση του όγκου της εργασίας που απαιτείται για την επίτευξη μιας μονάδας παραγωγής , μειώνοντας το κόστος για τις εταιρίες. Αυτό οδηγεί τις εταιρίες να μειώσουν την τιμή που χρεώνουν σε κάθε επίπεδο της παραγωγής. Αυτά είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την πλευρά της συνολικής καμπύλης προσφοράς.
Τώρα τίθεται η ακόλουθη ερώτηση : μια αύξηση στην παραγωγικότητα αυξάνει ή μειώνει τη ζήτηση αγαθών σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών; Δηλαδή πως θα μετακινηθεί η καμπύλη ζήτησης . Διότι μόνο μετά από τον προσδιορισμό της μετακίνησης της θα είμαστε σε θέση να έχουμε απάντηση στο ερώτημά μας. Ας εξετάσουμε δύο περιπτώσεις που κινούνται στα άκρα του φάσματος των υποθετικών περιπτώσεων.
- Αν η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν το αποτέλεσμα της εκτεταμένης εφαρμογής μιας νέας τεχνολογικής εφεύρεσης ή από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό (επενδύσεις σε μηχανήματα και ηλεκτρονικά μέσα) ή ακόμα από έργα υποδομής που αποτελούν προϋπόθεση για την πραγμάτωση των επενδύσεων μπορεί να παρουσιαστεί αύξηση της ζήτησης με δεδομένο το επίπεδο τιμών. Συνεπώς η επενδυτική δαπάνη (γενικά και ειδικά) μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση και να δημιουργήσει θετικές προσδοκίες μεγέθυνσης της οικονομίας.
Το παραπάνω παράδειγμα αντιστοιχεί σε περιόδους στις οποίες παρατηρείται ταχεία τεχνολογική πρόοδο, δηλαδή νέα τεχνολογία ενσωματώνεται στην παραγωγή μέσω καινοτομιών. Κλασικό παράδειγμα η περίοδος μεγέθυνσης των ΗΠΑ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν ασυνήθιστα υψηλή από το 1996 μέχρι το 2000, κατά μέσο όρο 2,5%. Οι λόγοι αυτής της αύξησης ήταν η ταχεία τεχνολογική πρόοδο στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορικής (ΙΤ) και την ταχεία συσσώρευση του κεφαλαίου ΙΤ στην υπόλοιπη οικονομία. Όμως, όπως γίνεται κατανοητό, η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί μια εντελώς ακραία περίπτωση που προϋποθέτει μια νέα ισχυρή καινοτομία. Η ανάπτυξη της παραγωγής ήταν ακόμη υψηλότερη, κατά μέσο όρο 4,1% για την ίδια περίοδο, αντικατοπτρίζοντας το γεγονός, ότι η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος μεγάλης αισιοδοξίας τόσο για τις εταιρίες όσο και για τους καταναλωτές. Για τις εταιρίες, η «Νέα Οικονομία» φάνταζε να υπόσχεται υψηλά κέρδη (θετικές προσδοκίες), και ως εκ τούτου να δικαιολογεί το υψηλό ποσοστό επενδύσεων. Για τους καταναλωτές, η άνοδος του χρηματιστηρίου δικαιολογούσε το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης (θετικές προσδοκίες) Και σε αυτή την περίπτωση η αύξηση της παραγωγής, στην οποία , συνεισφέρει, σε μεγάλο ποσοστό, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, σηματοδοτείται από την αύξηση της ζήτησης η οποία χρηματοδοτείται με διάφορους τρόπους (μέσω της πιστωτικής επέκτασης, των κερδών του χρηματιστηρίου κ.τ.λ.). Προσοχή τώρα : το 2001, η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε σε φάση μεγάλης μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, από 3,7% το 2000 στο 0,5% το 2001. Οι επενδύσεις παρουσίασαν σημαντική πτώση. Το ίδιο και η κατανάλωση των νοικοκυριών. Στο τέλος του 2001, χάρη σε μια ισχυρή αντίδραση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ αυξήθηκε (2002:2,2% , 2003: 3,1%). Η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν ασυνήθιστα υψηλή (2002: 3,9%, 2003: 3,4%). Δηλαδή ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν μικρότερος της αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: πολλές επιχειρήσεις και καταναλωτές στάθηκαν με σκεπτικισμό (αρνητικές προσδοκίες) απέναντι στην Νέα Οικονομία, και παρά την αύξηση της παραγωγικότητας δεν θέλησαν να επενδύσουν ή να καταναλώσουν υπέρμετρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζήτησηνα μην προσαρμοσθεί στην προσφορά (αύξηση της παραγωγικότητας) και ούτε μετατράπηκε ,συνεπώς, σε αύξηση της παραγωγής. Άρα η ύπαρξη ανάλογης ζήτησης αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την μεγέθυνση του ΑΕΠ μέσω της ενσωμάτωσης των μεταβολών στην καμπύλη προσφοράς. Με απλά λόγια η αδύνατη ζήτηση έχει επιπτώσεις και στην προσφορά.
- Αν όμως αυτό προέρχεται από την «αποτελεσματική» χρήση των υφισταμένων τεχνολογιών και τις αναδιοργανώσεις – διαρθρωτικές αλλαγές που επί της ουσίας επιβάλλουν «συρρίκνωση» στην οικονομία τότε δεν υπάρχει προϋπόθεση αύξησης της ζήτησης. Η αναδιοργάνωση- συρρίκνωση δεν απαιτεί σχεδόν καθόλου νέες επενδύσεις. Βασική συνέπεια των αναδιοργανώσεων τέτοιου είδους είναι η απώλεια θέσεων εργασίας και η αύξηση της ανεργίας. Ουσιαστικά επιχειρείται αύξηση της παραγωγικότητας με φθίνοντες ρυθμούς μεταβολής τόσο του παραγόμενου προϊόντος όσο και του αριθμού των απασχολουμένων με την προϋπόθεση , ότι οι ρυθμοί μείωσης της απασχόλησης είναι (ή θα πρέπει να είναι) μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους του παραγόμενου προϊόντος.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα , αντιστοιχεί ,ευθέως, σε ασκούμενες πολιτικές λιτότητας. Η προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας διαμέσου συρρίκνωσης του προϊόντος δεν οδηγεί στην επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικότητας ( εμβληματικό παράδειγμα η Ελλάδα των μνημονίων), δεδομένου ότι δεν επιτρέπει, ουσιαστικά, την ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών. Όχι μόνο διατηρείται το υπάρχον «τεχνολογικό χάσμα», αλλά μεγεθύνεται.
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα απλό παράδειγμα για να εξηγήσουμε πως μπορεί να δημιουργηθεί και να μεγεθυνθεί ένα τεχνολογικό χάσμα μετά από μια βαθιά ύφεση στην οικονομία, που δημιουργήθηκε από τις εφαρμοσθείσες πολιτικές λιτότητας, και οι οποίες συνεχίζουν να εφαρμόζονται μέχρι σήμερα.
Φανταζόμαστε ότι υπάρχει μια επιχείρηση της οποίας η ζήτηση δεν αυξάνει. Θα επενδύσει αυτή η επιχείρηση για να γίνει πιο παραγωγική; Μόνο εάν το επιπρόσθετο (προσδοκώμενο) κέρδος, ως αποτέλεσμα της νέας επένδυσης, θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος της επένδυσης. Δύσκολο εγχείρημα. Θα υπάρξει , επομένως ένα τεχνολογικό καινοτομικό χάσμα, πριν έχει νόημα για την επιχείρηση η αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Τώρα ας φανταστούμε ότι η ζήτηση αυξάνει. Η επιχείρηση τώρα μπορεί να αναλάβει ορισμένες επιπρόσθετες επενδύσεις για αύξηση της παραγωγής. Αυτό συνάδει με επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες. Η αύξηση της ζήτησης οδηγεί σε υψηλότερες επενδύσεις (με βάση τη θεωρία του επιταχυντή[4]) και σε υψηλότερη παραγωγικότητα.
________________________________________
[1] Δες : O. Blanchard, Μακροοικονομική. Επίκεντρο 2006. Επίσης :R. Dornbusch- S.Fischer, Μακροοικονομική, Κριτική 1993. Ακόμα: J.Stiglitz – C. Walsh , Αρχές της Μακροοικονομικής , Παπαζήση 2009.
[2] Συγκεκριμένα ο O. Blanchard, στο αναφερόμενο σύγγραμμα, σελ. 305 , αναφέρει: « Υπάρχει μια ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ αύξησης της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας. Όμως η σχέση αιτίου και αιτιατού λειτουργεί από την αύξηση της παραγωγής προς την αύξηση της παραγωγικότητας, όχι το αντίστροφο».
[3] Ο συγκεκριμένος νόμος συσχετίζει τη μεταβολή του ποσοστού ανεργίας με τον αρνητικό ρυθμό μεταβολής του προϊόντος. Με αλγεβρικούς όρους : ut – ut-1 = - β(gyt – gy). Όπου, ut = τρέχον ποσοστό ανεργίας, ut-1 = ποσοστό ανεργίας το προηγούμενο έτος, gyt = τρέχον επίπεδο προϊόντος , gy = δυνητικό επίπεδο προϊόντος. Ο συντελεστής β στο νόμο του Okun δίνει την επίπτωση στο ποσοστό ανεργίας των αποκλίσεων της αύξησης της παραγωγής από το κανονικό. Μια τιμή 0,4 του β μας λέει ότι η αύξηση παραγωγής 1,0% πάνω από τον κανονικό ρυθμό μεγέθυνσης για 1 έτος μειώνει το ποσοστό ανεργίας κατά 0,4%.
[4] Η αρχή του επιταχυντή είναι μία θεωρία προσδιορισμού του επιπέδου των επενδύσεων, σύμφωνα με την οποία το ύψος των επενδύσεων είναι συνάρτηση των μεταβολών του προϊόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου