Αριστερά: Διαφήμιση για κυβάκια μορφίνης, πριν τον νόμο Χάρρισον. Δεξιά: Φιαλίδιο με 100 δισκία ηρωίνης, μετά τον νόμο Χάρρισον. |
Η κυοφορία του φαινομένου άρχισε στις 17 Δεκεμβρίου 1914, όταν η πολιτειακή βουλή ενέκρινε την πρόταση του νεοϋρκέζου βουλευτή Φράνσις Μπάρτον Χάρρισον περί φορολόγησης των ναρκωτικών (Harrison Narcotics Tax Act). Το σπέρμα είχε ρίξει από το 1901 ένας καθολικός επίσκοπος, ο Τσαρλς Μπεντ. Ο Μπρεντ σύστησε μια "επιτροπή έρευνας", η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος πρέπει να ελέγχει την κίνηση των ναρκωτικών ουσιών. Μέχρι τότε, μια δόση οπιούχου με την σύριγγά του πουλιόταν σε κάθε ενδιαφερόμενο προς 1,5 δολλάριο. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ διέβλεψε πηγή εσόδων, έβαλε μπροστά τον Μπρεντ και τον Χάρρισον και πέρασε τον "νόμο Χάρρισον", βάσει του οποίου επιβλήθηκε για πρώτη φορά ειδικός φόρος στα ναρκωτικά.
Παρένθεση. Σε πολλά κείμενα, ο νόμος Χάρρισον αναφέρεται ως "αντι-ναρκωτικός". Πρόκειται για -συνειδητό ή ασυνείδητο- λάθος. Όπως προκύπτει και από την ονομασία του (Narcotic Tax Act), ο νόμος απλώς επέβαλε ειδικό φόρο στις ναρκωτικές ουσίες, χωρίς να απαγορεύσει στο ελάχιστο την κυκλοφορία τους. Οι απαγορεύσεις ήρθαν αργότερα, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Κλείνει η παρένθεση.
Η κυοφορία του οργανωμένου εγκλήματος από τον "νόμο Χάρρισον" κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια. Τα γεννητούρια ήρθαν το 1919-1920, όταν η πολιτειακή κυβέρνηση αποφάσισε να πυροβολήσει με δίκαννο, θέτοντας εκτός νόμου αφ' ενός μεν τα αλκοολούχα ποτά αφ' ετέρου δε την χρήση οπίου και λοιπών ναρκωτικών ακόμη και με συνταγή γιατρού. Για την απαγόρευση του αλκοόλ ψηφίστηκε η 18η τροπολογία του συντάγματος, η οποία απαγόρευσε "την παραγωγή, μεταφορά και πώληση αλκοόλ", όχι όμως και την κατανάλωση ή την κατοχή. Για την απαγόρευση των οπιούχων, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση τον νόμο Χάρρισον, οι γιατροί δεν είχαν δικαίωμα να συνταγογραφούν ναρκωτικές ουσίες για οποιονδήποτε λόγο.
Αμέσως μετά τον κυβερνητικό σμπάρο, οι -μικρότερες ή μεγαλύτερες- συμμορίες των πολιτειακών μεγαλουπόλεων διέβλεψαν πεδίον δόξης λαμπρόν, ασύγκριτα λαμπρότερο από τις μικροαπάτες και την εκμετάλλευση των ιεροδούλων τα οποία αποτελούσαν ως τότε τους κυριώτερους τομείς τής δράσης τους. Πολύ γρήγορα, αυτές οι συμμορίες εξελίχθηκαν σε κανονικές επιχειρήσεις (ορισμένες απ' αυτές με εθνική εμβέλεια), οι οποίες ανέλαβαν να καλύψουν την ζήτηση σε αλκοόλ και ναρκωτικά. Στην πλήρη ανάπτυξή τους, αυτές οι "επιχειρήσεις" συχνά συνεργάζονταν, στον βαθμό βεβαίως που η μια δεν έμπαινε στα χωράφια της άλλης.
Σε τελική ανάλυση, μπορούμε να πούμε ότι ο νόμος Χάρρισον και η συνταγματική ποτοαπαγόρευση απετέλεσαν τα εμβρυουλκά με τα οποία γεννήθηκε το οργανωμένο έγκλημα. Μέχρι τότε, η διακίνηση του οπίου, της κοκαΐνης και του αλκοόλ γινόταν με νόμιμο τρόπο, μέσα από τα συνηθισμένα εμπορικά δίκτυα, υπό την κρατική εποπτεία. Από το 1920 και μετά, άλλαξαν οι διαδρομές, τα κανάλια και οι διακινητές αλλά οι διακινούμενες ποσότητες ελάχιστα επηρεάστηκαν. Οι νόμιμοι διακινητές υποκαταστάθηκαν από τα παράνομα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και οι καταναλωτές φορτώθηκαν τα βάρη τής αυξημένης μαυραγορίτικης τιμής, του νοθευμένου και επικίνδυνα σκάρτου -έως και θανατηφόρου- προϊόντος και της ποινικά διωκόμενης παρανομίας.
Πριν ανατείλει η δεκαετία του 1930, άρχισαν να αναπτύσσονται δεσμοί ανάμεσα στην νόμιμη κρατική εξουσία και το οργανωμένο έγκλημα. Τον ρόλο αυτών των "δεσμών" ανέλαβαν αμέτρητοι κρατικοί υπάλληλοι, επιφορτισμένοι μεν με την επιβολή των νόμων ευεπίφοροι δε στην διαφθορά διά του χρηματισμού. Με την κρατική εξουσία να κινείται μέσα στα όρια του νόμου και το οργανωμένο έγκλημα να δραστηριοποιείται εκτός αυτών, οι διεφθαρμένοι κρατικοί υπάλληλοι συντελούσαν καταλυτικά στις διάφορες ωσμώσεις που μπορεί να προκληθούν από την διασταλτική ή συσταλτική (ανάλογα με την κάθε περίπτωση χωριστά) ερμηνεία κάποιας διάταξης. Για παράδειγμα, η πώληση αλκοόλ απαγορευόταν ρητά αλλά η κατοχή του όχι ενώ η πώληση ενός όπλου μπορεί σε κάποιον να είναι παράνομη αλλά στον γείτονά του να είναι νόμιμη.
Παρά την προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας να χτυπήσει και να διαλύσει τους παραπάνω δεσμούς, έγινε σύντομα αντιληπτό ότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία επειδή τα λεφτά ήσαν πολλά. Έτσι, με βάση την παροιμία "χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ το", το κράτος δεν άργησε να πάρει την απόφαση να συνεργαστεί (άτυπα, βεβαίως) με το οργανωμένο έγκλημα. Από την στιγμή που πολλές από τις παράνομες εγκληματικές δραστηριότητες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη πολιτικών στόχων, η συνεργασία δεν ήταν ανέφικτη. Και τομείς τέτοιας συνεργασίας υπήρχαν αρκετοί: πορνεία, όπλα, ναρκωτικά... ακόμα και τρομοκρατία.
Ακόμη δυο διαφημίσεις από την προ Χάρρισον εποχή: Αριστερά, η γνωστή μας Bayer διαφημίζει δισκία Ασπιρίνης και... Ηρωίνης - Δεξιά, σταγόνες κοκαΐνης για άμεση θεραπεία του πονόδοντου. |
Φυσικά, τέτοιας μορφής "αφύσικες" συνεργασίες γίνονται πάντα στο σκοτάδι, εν κρυπτώ και παραβύστω. Σ' αυτό το σκοτεινό περιβάλλον, πορνεία, όπλα και ναρκωτικά δημιουργούν ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων νομιμότητας και παρανομίας, το οποίο πάντοτε καταλήγει στην ταύτιση αυτών των δυο εννοιών όπου συνήθως η δεύτερη απορροφά την πρώτη και η πρώτη προστατεύει την δεύτερη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συνεργασίας κρατικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος συνιστά η δημιουργία τού παρακράτους, ενός απολύτως παράνομου μηχανισμού τα γρανάζια του οποίου αποτελούνται από μέλη τού υποκόσμου αλλά οι χειριστές του προέρχονται από τον χώρο των κρατικών υπαλλήλων. Κλασσικό καθ' ημάς παράδειγμα παρακράτους αποτελεί η "εθνικόφρων" οργάνωση Καρφίτσα του δωσίλογου Ξενοφώντα "φον" Γιοσμά, στην οποία αποδόθηκε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά η πρώτη εμφάνιση της Καρφίτσας έγινε μια βδομάδα πριν την δολοφονία Λαμπράκη, όταν κλήθηκε να βοηθήσει επικουρικά στην προστασία τού γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος επισκεπτόταν την Ελλάδα για να συζητήσει με την κυβέρνηση πρόγραμμα εγκατάστασης πυρηνικών όπλων.
[Συνεχίζεται]
Cogito Ergo Sum
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου