A TRADER WEARS A DONALD TRUMP HAT WHILE WORKING ON THE FLOOR OF THE NEW YORK STOCK EXCHANGE SHORTLY AFTER THE OPENING BELL. REUTERS/LUCAS JACKSON |
Οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης, ανάλυσης και τοποθέτησης της οικονομικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ στο ιστορικό πλαίσιο αντιμετωπίζει μια δυσκολία.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Τη ρητορεία του που ξεχειλίζει από επιθέσεις ενάντια στην αμερικανική επιχειρηματική ελίτ, της οποίας ο ίδιος αποτελεί επίλεκτο μέλος. Αν ο προκάτοχός του στο Λευκό Οίκο μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ήταν ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, ο Ντόναλν Τραμπ διεκδικεί το προνόμιο πώς είναι ο πλουσιότερος. Με επενδύσεις κυρίως στην αγορά ακινήτων που υπερβαίνουν ακόμη κι αυτά τα σύνορα των ΗΠΑ ο Τραμπ συνεχίζει στο δρόμο που πρώτος άνοιξε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Δηλαδή, σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κρίσης τμήματα του κεφαλαίου να παίρνουν απ’ ευθείας στα χέρια τους τα ηνία της πολιτικής καταργώντας, πρόσκαιρα, τη σχετική της αυτονομία. Για να κρύψει πιθανότατα αυτήν ακριβώς την ταξική του ένταξη, δεν είναι και λίγες εκείνες οι φορές που οι επιθέσεις του υπερέβησαν το επίπεδο του εντυπωσιασμού κι έγιναν πράξη, όπως για παράδειγμα συνέβη με αφορμή την εγκατάσταση αμερικανικών εργοστασίων παραγωγής στο Μεξικό, όταν απείλησε όχι μόνο τις γερμανικές αλλά και τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με επιπλέον φόρους, ακόμη και στο επίπεδο του 35%. Η δυσκολία γίνεται μεγαλύτερη λόγω των επιλεκτικών συμμαχιών που έχει δημιουργήσει με τμήματα της παραδοσιακής λευκής εργατικής τάξης των ΗΠΑ, εκείνη που κατοικεί στις μεσοδυτικές πολιτείες (Ουισκόνσιν, Μίτσιγκαν, Πενσυλβάνια, Οχάιο) κι επλήγη από την κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας, στην οποία ο πρώτος δισεκατομμυριούχος πρόεδρος απευθυνόταν κατά την προεκλογική του εκστρατεία με προνομιακό τρόπο.
Φιλο-επιχειρηματική ατζέντα
Αφαιρώντας τον «θόρυβο» που δημιουργεί η επικοινωνιακή πληθωρικότητα του νέου αμερικανού προέδρου, έργο που γίνεται σημαντικά ευκολότερο όσο απομακρυνόμαστε από τις ήσυχες προεκλογικές μέρες, με ευκολία μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ, τα Τραμπονόμικς, συμπυκνώνονται σε δύο κατευθύνσεις: Από τη μια, θα γίνουμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς επίθεσης στα λαϊκά εργατικά στρώματα με στόχο την αφαίρεση και των τελευταίων κατακτήσεων τους, είτε εδράζονται στο πεδίο της διανομής (μισθός), είτε της αναδιανομής (εισοδηματικές ενισχύσεις, ασφάλιση). Από την άλλη, η διακυβέρνηση Τραμπ θα επιχειρήσει να υλοποιήσει μια ξεκάθαρα φιλο-επιχειρηματική ατζέντα, καταργώντας κάθε είδους εμπόδιο που περιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα στις εξής κατευθύνσεις, όπως είχε εξαγγείλει ο ίδιος ο Τραμπ, θα στραφεί η φιλο-επιχειρηματική δράση του: Απορρύθμιση, περικοπές φόρων, μείωση κυβερνητικών δαπανών, διαμόρφωση φιλικών απέναντι στις επιχειρήσεις πολιτικών και η εκπόνηση ενός γενναίου προγράμματος ενίσχυσης των υποδομών, που μπορεί να φτάσει ακόμη και το 1 τρισ. δολ. Η υλοποίηση φυσικά όλων αυτών των πολιτικών και πολύ περισσότερο του προγράμματος χρηματοδότησης των υποδομών περνάει μέσα από τους αυστηρότατους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Ο Τραμπ κι η ομάδα του ξέρουν καλά πως άλλα περιθώρια ενίσχυσης του κεφαλαίου υπήρχαν την εποχή που ανέλαβε ο Ρέιγκαν όταν ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 30%, ακόμη κι όταν αναλάμβανε ο Τζορτζ Μπους που ήταν 57%. Σήμερα ξεπερνάει το 75% οπότε η χρηματοδότηση των υποδομών περνάει αναγκαστικά μέσα από σχήματα συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά. Εκ των πραγμάτων περιορισμένα θα είναι και τα φορολογικά δώρα που μπορεί να προσφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ στους πλουσίους, δεδομένου ότι επί Ρέιγκαν για παράδειγμα ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής ανερχόταν στο 70%, για να μειωθεί σε δύο θητείες στο 28%. Σήμερα ωστόσο ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής βρίσκεται στο 39,6%, οπότε το περιθώριο μείωσης είναι σημαντικά μικρότερο.
Παρόλ’ αυτά, το ζητούμενο της διακυβέρνησης Τραμπ θα είναι να συντελεσθεί μια νέα, βαθιά αντιδραστική στροφή. Πρώτος σταθμός σε αυτή τη διαδικασία θα είναι η ακύρωση των πολιτικών ενσωμάτωσης της οκταετίας Ομπάμα, που συνυπήρχαν με πολιτικές εξυπηρέτησης του κεφαλαίου. Η θητεία του πρώτου μαύρου προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ (2009-2016), μένοντας μόνο στην οικονομία, θα χαρακτηρίζεται τόσο από την μείωση της ανεργίας από το επίπεδο ρεκόρ του 10% που είχε φτάσει όταν εγκαταστάθηκε στο Λευκό Οίκο στο 5% που την παρέδωσε αποχωρώντας, όσο και από τους όρους αλλαγής των εργασιακών σχέσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία ως αυστηρή προϋπόθεση για τη διάσωσή της General Motors και της Chrysler. Τόσο από το νόμο Ντοντ Φρανκ, που ψηφίστηκε το 2010 υψώνοντας κάποια τείχη μεταξύ της λιανικής και της επενδυτικής τραπεζικής ώστε να μην επαναληφθεί η άγρια κερδοσκοπία που οδήγησε στην κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008, όσο και από υλοποίηση του προγράμματος TRAP (Troubled Asset Relief Program) ύψους 700 δισ. δολ. με το οποίο χρηματοδοτήθηκαν αθρόα οι χρεοκοπημένες τράπεζες. Η κατάληξη ωστόσο ήταν να δημιουργηθούν ακόμη μεγαλύτερες τράπεζες! Με τη συγχώνευση της Chase με την Bear Sterns, της Wells Fargo με τη Wachovia και της Bank of America με την Merrill Lynch, το αποτέλεσμα είναι οι 12 μεγαλύτερες τράπεζες να ελέγχουν το 70% του συνολικού τραπεζικού ενεργητικού και οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες (JPMorgan, Citigroup, Bank of America, Wells Fargo US και Bankcorp) το 52% όλων των καταθέσεων! Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός του ολιγοπωλίου τότε τι είναι;
Επομένως, χωρίς να υποτιμούμε το πραγματικό νέο (αν και αποκρουστικό) που εκπροσωπεί ο Τραμπ, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε τα στοιχεία της συνέχειας που διαπερνούν την πολιτική Ομπάμα και Τραμπ, με το νέο πρόεδρο να έρχεται να υλοποιήσει ακόμη πιο επιθετικά στοιχεία της πολιτικής Ομπάμα, ενώ ακρωτηριάζει εκείνες τις πολιτικές που άμβλυναν τις αντιθέσεις. Είναι ενδεικτική η αντίδραση των χρηματιστηρίων, που επιβεβαιώνει την τομή αλλά και τη συνέχεια. Το πάρτι που παρατηρείται είναι εμφανές από την επομένη των εκλογών του Νοεμβρίου με όλους τους δείκτες να καταγράφουν μια μέση αύξηση της τάξης του 10% (πχ ο S&P 500 από 2.168 στις 10 Νοεμβρίου 2016 στις 2.344 στις 24 Μαρτίου 2017, ο Ντάου Τζόουνς 18.532 στις 20.575, κοκ) και πριν ωστόσο σταθερά αυξητική ήταν η πορεία των μετοχών και των δεικτών.
Στο πυρ το εξώτερο περιβάλλον και ρυθμίσεις
Επίδειξη της αποφασιστικότητάς του να υλοποιήσει το πρόγραμμά του, έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 24 Ιανουαρίου όταν υπέγραφε το ένα προεδρικό διάταγμα μετά το άλλο, δείχνοντας έτσι ότι η υποβάθμιση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας δεν είναι προνόμιο μόνο χωρών όπως η Ελλάδα, που ελέω δημοσιονομικής κρίσης έχουν παραδώσει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Μεταξύ πολλών άλλων ο νέος αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε επίσης και προεδρικό διάταγμα που έδινε το πράσινο φως για την κατασκευή δύο αγωγών μεταφοράς πετρελαίου (Keystone XL και Dakota Pipeline – DAPL) που στο παρελθόν είχαν προκαλέσει μαζικές κινητοποιήσεις με αίτημα να ακυρωθεί η κατασκευή τους. Ο Μπάρακ Ομπάμα μόλις το Νοέμβριο του 2015 απέρριψε την κατασκευή του Keystone, ενώ ο Τραμπ στις προεκλογικές του ομιλίες υποστήριζε την κατασκευή τους επικαλούμενος τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσουν, την μείωση των τιμών στα καύσιμα που θα επιφέρουν και τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης των ΗΠΑ. Επί της ουσίας η κατασκευή τους μπορεί να σημάνει τεράστιους περιβαλλοντικούς κινδύνους, ωστόσο θα αποτελέσει θείο δώρο για την πετρελαιοβιομηχανία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα κληθεί να χρηματοδοτήσει πρότζεκτ αξίας δισ. δολ.
Ένα άλλο αντιπροσωπευτικό δείγμα για το περιεχόμενο που δίνει ο Τραμπ στον όρο απορρύθμιση, εννοώντας να ακυρωθεί κάθε μέτρο ρύθμισης της επιχειρηματικής δράσης κι εν προκειμένω να σταματήσει κάθε μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας, έδωσε ήδη η νέα αμερικανική διοίκηση παγώνοντας τον ορισμό στόχων, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, για την εκπομπή ρύπων των αυτοκινήτων την περίοδο 2022-2025. Στην πράξη αφήνεται η αγορά ελεύθερη, δηλαδή ασύδοτη, να συνεχίσει να ρυπαίνει. Η απροθυμία του Λευκού Οίκου να επιβάλλει περιοριστικούς κανόνες που θα διευκολύνουν την μείωση των επικίνδυνων ρύπων ήδη υποκινεί την Πολιτεία της Καλιφόρνιας να καλύψει το κενό, θέτοντας εκείνη τους στόχους που δεν τίθενται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι μάλιστα δεδομένο ότι τους δικούς της στόχους θα υιοθετήσουν κι άλλες Πολιτείες στη συνέχεια δημιουργώντας ένα κατακερματισμένο ρυθμιστικό περιβάλλον. Επί της ουσίας όμως η αυτοκινητοβιομηχανία, στην περίπτωσή μας, θα έχει καταγάγει μια νίκη, δεδομένου του υψηλού κόστους συμμόρφωσης που επισείουν οι ρυθμίσεις σεβασμού του περιβάλλοντος.
Στα ύψη οι πολεμικές δαπάνες
Η πρώτη μείζονος σημασίας απόφαση στη οικονομική πολιτική που έχει δρομολογηθεί από τη διακυβέρνηση Τραμπ αφορά στην ψήφιση του νέου προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2018, που θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται την 1η Οκτωβρίου 2017, ενώ η σύνταξή του θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Μάιο του 2017. Ήδη, ωστόσο, έχουν γίνει γνωστές οι εγγραφές στα σημαντικότερα κονδύλια του, με προεξάρχων το κονδύλι των αμυντικών δαπανών που θα αυξηθεί κατά 10% περίπου ή κατά 54 δισ. ευρώ, από τα 596 δισ. που είναι σήμερα. Πρόκειται για μια πρωτοφανή αύξηση, πηγή σοβαρότατων ανησυχιών σε δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη σχετίζεται με την παγκόσμια ειρήνη. Με βάση στοιχεία του 2015, οι ΗΠΑ ήταν η χώρα που διέθεταν όχι μόνο μακράν το μεγαλύτερο ποσό απ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα για πολεμικές δαπάνες (αναμενόμενο αυτό), αλλά οι δαπάνες τους, επιπλέον, ισοδυναμούσαν με τα ποσά που διέθεταν οι επτά επόμενες χώρες στη λίστα με τις πολεμικές δαπάνες. Πλέον θα ξεπερνούν τα χρήματα που δίνουν κι οι εννιά επόμενες (Κίνα: 215 δισ. δολ., Σαουδική Αραβία: 87,2 δισ. δολ. Ρωσία: 66,4 δισ. δολ., Αγγλία: 55,5 δισ. δολ., Ινδία: 51,3 δισ. δολ., Γαλλία: 52,9 δισ. δολ., Ιαπωνία: 40,9 δισ. δολ., Γερμανία: 39,4 δισ. δολ. και Ν. Κορέα: 36,4 δισ. δολ.). Με άλλα λόγια όσο θα δίνουν οι ΗΠΑ θα ξεπερνούν όσα έδωσαν οι εννιά επόμενες χώρες στη λίστα των 10 κορυφαίων. Δηλώσεις μάλιστα του ίδιου του αμερικανού προέδρου προδικάζουν ότι ο πακτωλός χρημάτων που θα δοθεί στο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα θα διοχετευθεί κατά προτεραιότητα σε παραγγελίες πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών και στην ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας σε δύο περιοχές: Τα στενά του Χορμούζ (στον Περσικό Κόλπο) και τη Νότια Κινέζικη Θάλασσα. Ο Ντόναλντ Τραμπ, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για επιθετικές κι όχι αμυντικές προετοιμασίες (που θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν στο όνομα του περιβόητου πολέμου κατά της τρομοκρατίας) προδίκασε με αυτό τον τρόπο τα δύο επόμενα θερμά μέτωπα που θα ανοίξουν οι ΗΠΑ: Ιράν και Κίνα! Η προοπτική ραγδαίας αύξησης των πολεμικών δαπανών διαψεύδει εφησυχαστικές προβλέψεις που διατυπώνονταν κατά κόρον την προεκλογική περίοδο και προδίκαζαν ότι ο Τραμπ θα σημάνει μια αναδίπλωση των ΗΠΑ στα του οίκου τους. Επρόκειτο για προβλέψεις που μέσω της αποσιώπησης και της συγκάλυψης αποσκοπούσαν στη δημιουργία συναίνεσης και την εύρεση συμμάχων γύρω από την πολιτική του.
Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας από την εκρηκτική αύξηση των αμερικανικών πολεμικών δαπανών προέρχεται από μια διαβεβαίωση που έδωσε ο Τραμπ, ώστε να καθησυχάσει τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας: ότι η αύξηση των δαπανών θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη. Δηλαδή, δεν πρόκειται να ανατρέψει την όποια δημοσιονομική σταθερότητα και να διευρύνει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Έτσι, η αύξηση των πολεμικών δαπανών, που δικαιολογήθηκε από τον Λευκό Οίκο με την επίκληση του συνθήματος «Η Αμερική πρώτα» (για να πάρει τη σκυτάλη ο βρετανικός Γκάρντιαν και να γράψει στις 27 Φεβρουαρίου ότι «αυτή η φράση προέρχεται από τους συμπαθούντες των Ναζί που επεδίωκαν να κρατήσουν έξω από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τις ΗΠΑ») θα προκαλέσει την μεγαλύτερη μείωση στις μη στρατιωτικές δαπάνες από την εποχή του Ντόναλντ Ρέιγκαν. Η μεγαλύτερη πηγή εξοικονόμησης κονδυλίων θα είναι το υπουργείο Εξωτερικών και δη τα κονδύλια που χρηματοδοτούσαν διεθνή βοήθεια, τα οποία διεύρυναν την επιρροή των ΗΠΑ μέσω της στήριξης φιλικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κάθε λογής δραστηριότητας. Οργανώσεων που πολύ συχνά λειτουργούσαν σαν ιμάντες προώθησης της αμερικανικής πολιτικής επιρροής στον κόσμο.
Οι περικοπές δαπανών θα παρασύρουν επιπλέον δεκάδες κωδικούς του κρατικού προϋπολογισμού που βοηθούσαν φτωχούς και απόρους εντός των ΗΠΑ. Μεταξύ πολλών άλλων, ενδεικτική είναι η απόφαση να εξαλειφθεί πλήρως η κρατική χρηματοδότηση σε δικηγόρους και νομικά γραφεία που στήριζαν τους φτωχούς και δη μάλιστα των αγροτικών Πολιτειών (Αλαμπάμα, Αριζόνα, Αϊντάχο, Ινδιάνα, Κάνσας, Μισισιπή, Νεβάδα, Νέο Μεξικό, Νότια Καρολίνα, Νότια Ντακότα, Τέξας και Ούτα) στις δικαστικές τους διαμάχες. Οι διαμάχες αφορούσαν από αντιδικίες με τράπεζες, με αφορμή εξώσεις και πλειστηριασμούς, μέχρι οικογενειακές υποθέσεις (διαζύγια, επιμέλεια παιδιών, κ.α.). Τερματίζοντας το κράτος αυτή την παροχή είναι εμφανές ότι οι πιο φτωχοί (που αδυνατούν να καλύψουν το κόστος του συνηγόρου) θα βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση όταν θα πρέπει να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους απέναντι στο κράτος, τις τράπεζες ή πιο εύπορους αντίδικους.
Ανισότητες και χρέη
Αν εφαρμοσθούν τα μέτρα του Τραμπ η τρομερή εισοδηματική ανισότητα που χαρακτηρίζει τη σημερινή Αμερική θα οδηγηθεί σε παροξυσμό. Για να γίνει αντιληπτή η αυξανόμενη ανισότητα αξίζουν να αναφερθούν τα ακόλουθα στοιχεία: Το κορυφαίο 1% του πληθυσμού κερδίζει κατά μέσο όρο 1,3 εκ. δολ. ετησίως, που είναι τρεις φορές περισσότερα απ’ όσα κέρδιζε τη δεκαετία του ’80, όταν το εισόδημά του ανερχόταν 428.000 δολ. Το κατώτερο 50% του πληθυσμού ωστόσο 16.000 δολ. κέρδιζε προ φόρων τη δεκαετία του ’80, τόσα κερδίζει και σήμερα. Ένα άλλο μέτρο της αυξανόμενης ανισότητας δίνεται από το ακόλουθο στοιχείο: Τη δεκαετία του ’70, το κορυφαίο 1% κέρδιζε το 10% του συνολικού εισοδήματος. Σήμερα όμως κερδίζει το 20%, δηλαδή διπλασίασε το μερίδιό του. Πηγαίνοντας στην άλλη άκρη της κλίμακας, το κατώτερο 50% ενώ τη δεκαετία του ’70 κέρδιζε το 20% του εθνικού εισοδήματος, σήμερα κερδίζει μόνο το 12% (CNN money, 12 Δεκεμβρίου 2016).
Ενδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση φτώχειας στην οποία διαβιούν εκατομμύρια αμερικανικές οικογένειες προέκυψαν από την ανάλυση στην οποία προέβη ο ιστότοπος Credit.com για τα χρέη όσων αποβιούν. Τα δεδομένα αφορούσαν τον Δεκέμβριο του 2016 κι έδειξαν πως το 73% μαζί με τη …ζωή άφηνε πίσω του και χρέη, κατά μέσο όρο 61.554 δολάρια. Αφαιρώντας το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων το μέσο χρέος μειωνόταν σε 12.875 δολ.! Το υπόλοιπο με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν πιστωτικές κάρτες (68%, με μέσο υπόλοιπο 4.531 δολ.) κι ακολουθούσαν στεγαστικά δάνεια (37%), δάνεια για αγορά αυτοκινήτου (25%, 17.111 δολ.), προσωπικά δάνεια (12%, 14.793 δολ.) και φοιτητικά δάνεια (6%, 25.931 δολ.). Οι συνέπειες αυτής της (μακάβριας) στατιστικής προκαλούν δέος: Αν η προηγούμενη γενιά έκλεινε τον κύκλο της ζωής κληροδοτώντας στη επόμενη περιουσία (ακίνητα, μετρητά, τιμαλφή, ΙΧ, μετοχές, κοκ) η σημερινή γενιά σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό κληροδοτεί χρέη, δηλαδή υποχρεώσεις που οδηγούν σε κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων από τους πιστωτές. Και κάθε φορά θα μένει να φανεί αν ό,τι μείνει μετά την οικειοποίηση εκ μέρους των δανειστών του χρέους θα είναι άξιο λόγου ώστε να μεταφερθεί στην επόμενη γενιά…
Λίγοι και καλοί από τους ανθρώπους του προέδρου…
Τα πρώτα δείγματα γραφής για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος αμερικανός κατατέθηκαν με την επιλογή των προσώπων που θα φέρουν σε πέρας στο εξής την υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Είναι αυτοί που, όπως έγραψαν οι Financial Times στις 2 Μαρτίου «λάθρα θα αλλάξουν τον τρόπο που οι κανόνες ερμηνεύονται και εφαρμόζονται. Αυτό μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις»…
Μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων που αποκαλύπτουν τις στενές σχέσεις της ομάδας του Τραμπ με το επιχειρηματικό κατεστημένο των ΗΠΑ αξίζει να σταθούμε στον Τζέο Κλέιτον που επέλεξε να διορίσει ο αμερικανός πρόεδρος στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επίσημη αποστολή να προστατεύει τα συμφέροντα των επενδυτών, να αποκαλύπτει περιπτώσεις χρηματοπιστωτικών εγκλημάτων και να διασφαλίζει ότι οι αγορές λειτουργούν επ’ ωφελεία όλων. Μόνο, που για να φέρει σε πέρας όλα αυτά τα καθήκοντα πρέπει να ξεπεράσει ένα εμπόδιο: τη σύγκρουση συμφέροντος που προκαλούν στα νέα του καθήκοντα οι επαγγελματικές σχέσεις του πολύ πρόσφατου παρελθόντος του. Ειδικότερα, έχοντας εργαστεί ως νομικός σύμβουλος πολυεθνικών κολοσσών στο παρελθόν, όπως της Goldman Sachs και της Deutsche Bank (που καταδικάστηκε με 10 δισ. δολ. πρόστιμο για ξέπλυμα ρώσικου χρήματος), πώς είναι δυνατό τώρα να υπηρετήσει τα συμφέροντα των επενδυτών απέναντι σε αυτές τις εταιρείες που αποτελούν συνήθεις υπόπτους κάθε παραβίασης της νομοθεσίας; Επιπλέον, η διεθνούς κύρους νομική του εταιρεία είχε μόλις τα τελευταία χρόνια πελάτες εταιρείες όπως τη Volkswagen, που βρέθηκε ένοχη για την παραποίηση των εκπομπών αερίων από τους κινητήρες των οχημάτων της ώστε να φαίνεται πώς καλύπτουν τις προϋποθέσεις προστασίας του περιβάλλοντος, και τη φαρμακευτική Valean, που χαρακτηρίζεται ως η αντίστοιχη της Enron στο φαρμακευτικό κλάδο. Καθόλου τυχαία ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, που το 2016 διεκδίκησε το χρίσμα των Δημοκρατικών, για να βρει απέναντί του σύσσωμο το δημοκρατικό κατεστημένο, χαρακτήρισε τον Κλέιτον ως «ενσάρκωση της πλεονεξίας που κατέστρεψε σχεδόν την οικονομία».
Και δεν είναι μόνο ο Κλέιτον που φέρνει στην επιφάνεια τους δεσμούς αίματος που διατηρεί ο Τραμπ με την επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ.
Εξ ίσου κραυγαλέες περιπτώσεις αποτελούν κι οι ακόλουθες επιλογές του Τραμπ, που προδικάζουν τη φιλοεπιχειρηματική ατζέντα του Λευκού Οίκου: Γκάρι Κον, πρόεδρος της Goldman Sachs που διορίστηκε από τις 12 Δεκεμβρίου 2016 κιόλας διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου. Στίβεν Μινούχιν, υπουργός Οικονομικών που εργάστηκε επί 17 χρόνια στην Goldman Sachs πριν δημιουργήσει το δικό του κεφάλαιο υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Γουίλμπορ Ρος, υπουργός Εμπορίου, επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας Ρότσιλντ για 25 χρόνια και με προσωπική περιουσία που φτάνει τα 2,5 δισ. δολ. σύμφωνα με το περιοδικό Forbes. Σκοτ Γκότλιμπ, επίτροπος με ευθύνη τα τρόφιμα και τα φάρμακα κι επίσης μέτοχος σε μεγάλη εταιρεία κεφαλαίων υψηλού κινδύνου. Μάλιστα, αντίθετα με την τρέχουσα φιλολογία που εμφανίζει τις ΗΠΑ ως υπόδειγμα λιτού κράτους, η λίστα των διορισμών που θα επιβάλλει ο Λευκός Οίκος σε όλο το μήκος της δημόσιας διοίκησης υπερβαίνει τους 1.000. (Σε αυτό τον αριθμό για την ακρίβεια περιορίζονται μόνοι οι διορισμοί που θα εγκριθούν από τη Γερουσία). Αριθμός ικανός ώστε να αποκτήσει την πρόσβαση που χρειάζεται στις δημόσιες υποθέσεις κάθε μεγέθους αμερικανική επιχείρηση για να υπερασπίζεται και να προάγει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά της…
Το σχέδιο του Τραμπ, δεν θα υλοποιηθεί χωρίς αντιδράσεις. Ο 45ος αμερικανός πρόεδρος, επιχειρώντας να υλοποιήσει μια αντιδραστική στροφή βάθους, και σε όλο μάλιστα το μέτωπο (από τα πολιτικά δικαιώματα και την εξωτερική πολιτική μέχρι τη μετανάστευση και την οικονομία), συναντάει απρόβλεπτης έντασης και επιμονής αντιστάσεις από όλο το μήκος και το πλάτος της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής.
Η ασφαλιστική κάλυψη διχάζει τους Ρεπουμπλικανούς
Ενδεικτικές ήταν οι αντιδράσεις που συνόδευσαν την προσπάθεια του Τραμπ να εκθεμελιώσει την λεγόμενη «Obamacare», όπως αποκαλείται ένα πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης το οποίο ψηφίστηκε το 2010 και για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ επιχείρησε να παρέχει ασφαλιστική κάλυψη στους φτωχούς. Η κατάργησή του αποτελούσε βασική εξαγγελία του Τραμπ το 2016. Ωστόσο, και οι δύο προσπάθειες που έκανε ο Λευκός Οίκος, μέσα σε 24 ώρες, στις 24 Μαρτίου 2017 για να καταργήσει το νόμο του Ομπάμα, απέτυχαν και μάλιστα παταγωδώς, καθώς ο νόμος που, μέσω μεταρρυθμίσεων θα καταργούσε το υπάρχων καθεστώς αποσύρθηκε ώστε να μην καταγραφεί μια ταπεινωτική ήττα. Η απόφαση να μην εισέλθει καν για ψήφιση το ταξικό τερατούργημα του Τραμπ, με την ονομασία Αμερικανικός Νόμος για την Υγειονομική Περίθαλψη, οριστικοποιήθηκε όταν έγινε εμφανές ότι απέναντι στη νομοθετική πρωτοβουλία του δεν στέκονταν μόνο σύσσωμοι οι Δημοκρατικοί, αλλά και Ρεπουμπλικάνοι, καθιστώντας έτσι αδύνατο να συγκεντρωθούν οι 216 ψήφοι που απαιτούνταν. Συγκεκριμένα 30 Ρεπουμπλικάνοι δήλωσαν ότι δεν θα ψήφιζαν το νομοσχέδιο του Τραμπ που αν τεθεί σε εφαρμογή τότε οι φτωχότεροι Αμερικάνοι (με εισόδημα λιγότερο των 10.000 δολ. ετησίως) θα χάσουν κατά μέσο όρο το ένα τρίτο του εισοδήματός τους από την απώλεια βοηθημάτων και απαλλαγών, ενώ οι πλουσιότεροι θα κερδίσουν μέσω φοροαπαλλαγών κατά μέσο όρο 5.640 δολ. το χρόνο!
Η αποχή των Ρεπουμπλικανών δεν πρέπει να αναζητηθεί μόνο στη δυσφορία κορυφαίων στελεχών του κόμματος απέναντι στην ακραία ατζέντα του Τραμπ, όπως εκδηλώθηκε από την προεκλογική ακόμη περίοδο με την ανοιχτή διαφοροποίηση από τη ρητορική του ακόμη και πρώην υποψήφιων προέδρων, όπως έκανε ο Τζον ΜακΚέιν. Η άρνηση τόσων βουλευτών να ρίξουν στον Καιάδα το νόμο του Ομπάμα για την ασφαλιστική κάλυψη των ανασφάλιστων, που υπολογίζεται ότι ωφέλησε άμεσα 20 εκ. φτωχούς Αμερικάνους, ήταν αποτέλεσμα και των λαϊκών αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν με τη διοργάνωση μαζικών κινητοποιήσεων σε πολλές πόλεις. Από την Ουάσινγτον και το Σικάγο μέχρι το Λος Άντζελες χιλιάδες διαδηλωτές που κρατούσαν πλακάτ τα οποία έγραφαν «Κρατήστε την Αμερική υγιή» (σε αντιδιαστολή προφανώς με το σύνθημα «κάντε την Αμερική μεγάλη») απαίτησαν να παραμείνει ως έχει ο νόμος και να μην υλοποιηθούν εφιαλτικά σενάρια, όπως αυτό που προέβλεψε το διακομματικό Γραφείο Προϋπολογισμού, βάσει του οποίου τυχόν κατάργηση του νόμου θα οδηγούσε μέχρι το 2026 την αύξηση των ανασφάλιστων κατά 26 εκ. άτομα! Να σημειωθεί ότι ο αριθμός των ανασφάλιστων στις ΗΠΑ έφτασε στο ανώτερο σημείο του το 2013, πλήττοντας το 18% του πληθυσμού. Από το 2014, που ήταν το πρώτο έτος πλήρους εφαρμογής του νόμου του Ομπάμα, ξεκίνησε να μειώνεται ραγδαία φτάνοντας το τέταρτο τρίμηνο του 2014 το 12,9%, ή 42 εκ.
Ο διχασμός των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο ακολούθησε το διχασμό των ψηφοφόρων. Με βάση δημοσκόπηση που διενεργήθηκε μεταξύ 13 και 23 Μαρτίου και δημοσιεύθηκε τη μέρα που επιχειρήθηκε η κατεδάφιση του «Obamacare», το 49% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως η πρόταση των Ρεπουμπλικανών δεν αποτελούσε βελτίωση, όπως τον εμφάνιζε η κυβέρνηση, για να δημιουργήσει την απαραίτητη συναίνεση. Μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 33% θεώρησε το σχέδιο νόμου βελτίωση, υιοθετώντας έτσι τους ισχυρισμούς του Λευκού Οίκου. Η απόρριψη των ρεπουμπλικανικών σχεδίων, ακόμη και σε αυτό το δημοσκοπικό επίπεδο, δείχνει τις αντιστάσεις που συναντάει η πολιτική του Τραμπ, όσο από τη δημαγωγία αρχίζει να μετασχηματίζεται σε νόμους.
Μέτωπο με ανταγωνιστές και εργαζόμενους
Οι σάλπιγγες του οικονομικού πολέμου δεν ηχούν μόνο στο εσωτερικό, απέναντι στους εργαζόμενους και τους φτωχούς.
Πρώτα, ήχησαν στο εξωτερικό. Ο νέος αμερικάνος πρόεδρος επιχείρησε να ενώσει υπό την ηγεμονία του όλη την Αμερική χαρακτηρίζοντας ως ετεροβαρείς τις οικονομικές ενώσεις στις οποίες συμμετέχουν οι ΗΠΑ, από τον Ειρηνικό Ωκεανό (TPP) μέχρι τη Βόρεια Αμερική (NAFTA). Εξαίρεση δεν μπορούσε να αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, που από την προεκλογική κιόλας περίοδο συγκέντρωσε τα πυρά του επιτελείου του αμερικανού μεγιστάνα. Η δυσανεξία του απέναντι στην ΕΕ φάνηκε και κατά την συνάντηση που είχε με τη γερμανίδα καγκελάριο στο οβάλ γραφείο, στις 17 Μαρτίου όπου ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου αρνήθηκε ακόμη και να αναφερθεί στην ΕΕ. Κίνηση που έπρεπε να στείλει πολύ περισσότερα μηνύματα στην από δω μεριά του Ατλαντικού από την απροθυμία του να τηρήσει το πρωτόκολλο και να δώσει το χέρι του στην Μέρκελ, η οποία έθεσε το ζήτημα της συζητούμενης εμπορικής συμφωνίας ΤΤΙΡ, χωρίς φυσικά να πάρει απάντηση. Η νέα αμερικανική ηγεσία φαίνεται επομένως ότι οδεύει σε μια συνολική αναθεώρηση των σχέσεων της με όλους του μείζονες εμπορικούς της εταίρους που βρίσκονται και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: από την Ανατολή (Ειρηνικός) μέχρι τη Δύση (ΕΕ) και από το Βορρά (Καναδάς) μέχρι το Νότο (Μεξικό).
Η ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να ορίσουν εκ νέου τη θέση τους στο διεθνή καταμερισμό και συνδυασμό εργασίας φαίνεται αν δούμε τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται, με κριτήριο ορισμένους σημαντικότατους δείκτες. Το γεγονός για παράδειγμα ότι οι ΗΠΑ για να δανειστούν σε βάθος δεκαετίας πληρώνουν 2,37%, επιβαρύνοντας δυσανάλογα με τους εταίρους τους το ύψος του δημόσιου χρέους τους! Πληρώνουν περισσότερα όχι μόνο από την Ιαπωνία (0,05%), τη Γερμανία (0,4%) και την Αγγλία (1,16%), αλλά ακόμη και από τη Γαλλία (0,97%), την Ισπανία (1,69%), και την Ιταλία (2,2%) που απειλούταν με κρατική χρεοκοπία! Οι όροι δανεισμού των ΗΠΑ είναι χειρότεροι σε σχέση με τους σημαντικότερους εταίρους τους παρότι οι προοπτικές μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι καλύτερες. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, για φέτος και το 2018 το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% και 2,8% αντίστοιχα, όταν για κάθε ένα από αυτά τα έτη η μεγέθυνση της ευρωζώνης θα είναι υποδεέστερη: 1,6%.
Ο λόγος για τον οποίο ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τερμάτισε απότομα τις σχετικά ξέγνοιαστες μέρες του Ομπάμα, δίνοντας το χρίσμα στον Ντόναλτ Τραμπ που έχει διχάσει το αμερικανικό κατεστημένο όπως δείχνουν τα πρωτοφανή χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας του που κυμαίνονται κάτω του 40%, φαίνεται καλύτερα αν ρίξουμε μια ματιά στα αμερικανικά χρηματιστήρια. Θα δούμε τότε, για παράδειγμα, ότι ο δείκτης S&P 500 που απεικονίζει την τιμή των μετοχών των σημαντικότερων αμερικανικών εταιρειών, είναι όχι απλά υπερβολικά, αλλά ανησυχητικά υπερτιμημένος, σε τέτοιο βαθμό ώστε να χρειάζεται διόρθωση. Το ερώτημα είναι αν θα γίνει απότομα, δηλαδή με μια κρίση ανάλογης εκείνης του 2000 (των ιντερνετικών μετοχών) και του 2008 (της αγοράς ακινήτων) ή ομαλά. Συγκεκριμένα, ο λόγος τιμών/κέρδη (Ρ/Ε) που πρέπει να κυμαίνεται γύρω στο 15 έχει ξεπεράσει το 26. Στο ίδιο ανησυχητικό επίπεδο βρισκόταν μόνο το 2000 και το 2008 και ξέρουμε τη συνέχεια… Η ένδειξη «προσδεθείτε» ενεργοποιείται αν εξετάσουμε έναν ακόμη δείκτη που φέρει το όνομα του βαθύπλουτου Μπάφετ κι έχει στον αριθμητή την αξία των μετοχών και στον παρανομαστή το ΑΕΠ της χώρας. Ο λόγος αυτός (22,6/18,8 τρισ. δολ.) βρίσκεται στο 1,20 όταν υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται γύρω στο 1 και πριν την κρίση του 2008 βρισκόταν στο 1,1! Ανησυχία προκαλεί επίσης και το γεγονός ότι επί 11 ολόκληρα χρόνια το ΑΕΠ των ΗΠΑ δεν έχει αυξηθεί περισσότερο από 3%, όταν το πραγματικό ΑΕΠ επί Ρέιγκαν αυξανόταν κατά μέσο όρο 3,4% ετησίως και επί Κλίντον 3,7%! Η ανάπτυξη που σημειώθηκε επί Ομπάμα, μπορεί να ξεπερνούσε τις ευρωπαϊκές επιδόσεις, αλλά υπολειπόταν των αμερικανικών δεδομένων.
Εν συντομία είναι θέμα χρόνου μια βίαιη διόρθωση στα αμερικανικά χρηματιστήρια, που δεν αποκλείεται να προσλάβει και το χαρακτήρα της κρίσης. Έργο του Τραμπ, και το βαθύτερο περιεχόμενο των Τραμπονόμικς, θα είναι μεταβιβαστεί ο λογαριασμός της επικείμενης κρίσης εντός, στους εργαζόμενους των ΗΠΑ και εκτός, στους ανταγωνιστές τους, σηματοδοτώντας έτσι μια βαθιά αντιδραστική στροφή οι επιπτώσεις της οποίας θα γίνουν αισθητές σε όλο τον κόσμο!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη, τεύχος 22, Απρίλιος – Μάιος 2017
leonidasvatikiotis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου