Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
Όλα τα καλά παιδιά: Σιλβέστρο Αγκόλια, Λάκυ Λουτσιάνο, Μέγιερ Λάνσκυ, Τζων Σέννα (1932) |
Πριν συνεχίσουμε την αφήγησή μας και με αφορμή ένα ενδιαφέρον σχόλιο που αναρτήθηκε στο χτεσινό κείμενο, ας ξεκαθαρίσουμε ότι εδώ αναφερόμαστε στο οργανωμένο έγκλημα. Βεβαίως και υπήρχαν εγκληματικές συμμορίες προ του 1920 και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη (στην Σικελία, μάλιστα, από τον 18ο αιώνα) και βεβαίως υπάρχουν ιστορικά δεδομένα συνεργασίας τους με την πολιτική, όπως πολύ σωστά σημείωσε ο σχολιογράφος. Εκείνο που αλλάζει στις ΗΠΑ από το 1920 είναι ότι αυτές οι συμμορίες μετατρέπονται σε κανονικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν πολυτελή γραφεία, αποκτούν και νόμιμες δραστηριότητες (κυρίως ως «πλυντήρια» του μαύρου χρήματος), απασχολούν νομικούς και οικονομικούς συμβούλους κλπ. Η μεγαλύτερη αλλαγή είναι ότι οι ηγέτες τους βγαίνουν από την αφάνεια, υποδύονται τους νομιμόφρονες πολίτες, εμφανίζονται ως πατριώτες και συχνά δεν διστάζουν να ασχοληθούν με τα κοινά. Κι επειδή θα πούμε περισσότερα στην συνέχεια, ας κλείσουμε εδώ τον σημερινό μας πρόλογο.
Το 1933 οι ΗΠΑ καταργούν την ποτοαπαγόρευση. Η νομιμοποίηση του αλκοόλ προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στον τζίρο του οργανωμένου εγκλήματος, μιας και η παράνομη παρασκευή και εμπορία αλκοολούχων ποτών συνιστούσε την κύρια δραστηριότητά του. Έτσι, το βάρος μεταφέρθηκε σε δυο μέχρι τότε παραμελημένους τομείς: τα τυχερά παιχνίδια και τα ναρκωτικά. Χάρη κυρίως στα ναρκωτικά, μέσα σε μια εξαετία το οργανωμένο έγκλημα αναπλήρωσε και με το παραπάνω κάθε απώλεια εσόδων λόγω αλκοόλ. Δυστυχώς για όλους τους εμπλεκόμενους, η είσοδος των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διέκοψε την απρόσκοπτη εισαγωγή πρώτης ύλης από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες και η δουλειά χάλασε.
Στο μεταξύ, η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει από το 1929, από τότε δηλαδή που ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Χέρμπερτ Χούβερ. Έχοντας να αντιμετωπίσει την λαϊκή κατακραυγή λόγω του κραχ, ο Χούβερ αποφάσισε να αμυνθεί κάνοντας αντιπερισπασμό: εξαπέλυσε πόλεμο κατά του οργανωμενου εγκλήματος. Το πρώτο θύμα αυτού του πολέμου ήταν ο διαβόητος μαθητής τού Τζόννυ Τόριο και «νονός» τού Σικάγου Αλφόνσο «Αλ» Καπόνε, ο οποίος συνελήφθη το 1931 και μπήκε στην φυλακή την επόμενη χρονιά κατηγορούμενος για… φοροδιαφυγή.
Τον κενό θρόνο του Καπόνε κατέλαβε επάξια ο σικελοπολιτειακός Σαλβατόρε Λουκάνια, ο οποίος έγινε γνωστός ως Τσαρλς «Λάκυ» Λουτσιάνο. Ο Λουτσιάνο έμελλε να περάσει στα εγκληματολογικά κιτάπια ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη πια εμπορική δραστηριότητα. Έτσι, το μεγάλο έγκλημα εκσυγχρονίστηκε και μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά υπό την σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του Λουτσιάνο, ο οποίος έστησε τον θρύλο της υπερατλαντικής Κόζα Νόστρα. Όμως, ούτε ο Λουτσιάνο κατάφερε να μείνει μακρυά από την τσιμπίδα τού FBI. Το 1936, επί προεδρίας Ρούζβελτ πια, συνελήφθη ως προαγωγός πορνών και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 30 ετών. Πάντως, η ισχύς του ήταν τόση ώστε ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει την ηγεσία του όσο βρισκόταν στην φυλακή.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1942 η ιστορία του Λουτσιάνο πήρε απρόβλεπτη τροπή. Στον προβλήτα 88 του λιμανιού της Νέας Υόρκης, πήρε φωτιά το οπλιταγωγό Νορμανδία, ένα υπερπολυτελές υπερωκεάνιο που είχε επιταχθεί για να μεταφέρει 10.000 στρατιώτες στην Ευρώπη. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θορυβήθηκαν, καθώς υπήρχαν υποψίες ότι επρόκειτο για σαμποτάζ από πράκτορες των ναζί. Η Νέα Υόρκη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ΗΠΑ και οι αρχές δεν μπορούσαν να ρισκάρουν περαιτέρω. Έπρεπε να βρουν κάποιον τρόπο να ελέγξουν τις αποβάθρες από τυχόν διαρροές και γνώριζαν πολύ καλά ότι τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οργάνωση του Λουτσιάνο. Άρα, έπρεπε να έλθουν σε επαφή με τον αρχιεγκληματία.
Οι πρώτοι δίαυλοι επικοινωνίας άνοιξαν με την προσέγγιση του γνωστού εγκληματία Μάγερ Λάνσκυ, επειδή ο Λουτσιάνο τον εμπιστευόταν. Ο λευκορώσσος εμιγκρές πείστηκε και δέχτηκε να συναντήσει και να ενημερώσει τον αρχηγό. Η υψίστης ασφαλείας φυλακή Κλίντον, στην οποία ήταν έγκλειστος ο Λουτσιάνο, βρισκόταν στα σύνορα ΗΠΑ-Καναδά και είχε το παρανόμι «Μικρή Σιβηρία». Μία από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ήταν η μεταφορά του Λουτσιάνο από την «Μικρή Σιβηρία» στην πολυτελή φυλακή του Γκρέητ Μήντοου, στο Κόμστοκ της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί, στα τέλη Μαΐου του 1942 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Λουτσιάνο με τον Λάνσκυ, με την παρουσία του δικηγόρου του Μόουζες Πόλακοφ.
Ακολούθησαν κι άλλες συναντήσεις, ώσπου ο Λουτσιάνο πείστηκε να συνεργαστεί. Άλλωστε, για τον αρχιεγκληματία όλα ήταν εύκολα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πώς θα αξιοποιήσει την όλη κατάσταση προς όφελός του. Χρησιμοποιώντας τον Λάνσκυ ως μεσολαβητή, ήρθε σε συνεννόηση με τον πλωτάρχη Τσαρλς Χάφεντεν, που είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος ερευνών της 3ης ναυτικής περιφέρειας, για να προχωρήσει η υπόθεση. Πριν μπει ο χειμώνας του 1942, οι αποβάθρες της Νέας Υόρκης είχαν περάσει στον πλήρη έλεγχο της οργάνωσης, με τις ευλογίες των αρχών. Υπό την υψηλή «προστασία» του Λουτσιάνο, τα σαµποτάζ σταµάτησαν.
Στην Ιταλία, το καθεστώς Μουσσολίνι είχε εξαπολύσει μακροχρόνιο πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ιταλός δικτάτορας αντιλαμβανόταν τις διάφορες εγκληματικές οργανώσεις (Καμόρρα, Μαφία κλπ) ως αμφισβητίες της παντοδυναμίας του: αφού οι εγκληματίες παρέβαιναν τον νόμο και νόμος ήταν αυτός, έπρεπε να τους βγάλει από την μέση. Ο πόλεμος ήταν σκληρός και πολλοί εγκληματίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα και να καταφύγουν στις ΗΠΑ. Όλα αυτά έδωσαν στις πολιτειακές αρχές την ιδέα να χρησιμοποιήσουν την οργάνωση του Λουτσιάνο για να πολεμήσουν τον Μουσσολίνι και, ειδικώτερα, για να προετοιμάουν την απόβαση του 1943 στην ιταλική χερσόνησο. Έτσι ξεκίνησε η «Eπιχείρηση Υπόκοσµος» (Operation Underworld), δηλαδή η επίσημη πλέον συνεργασία των πολιτειακών αρχών με το οργανωμένο έγκλημα για τις ανάγκες του πολέμου.
Χάρη στον Λουτσιάνο, ο οποίος κινούσε αριστοτεχνικά τα νήματα μέσα από την φυλακή, η απόβαση του Πάττον στην Σικελία έγινε σχεδόν αναίμακτα. Τα συμμαχικά στρατεύματα κατέβηκαν στη Σικελία το 1943, φέροντας κίτρινες σημαίες που έφεραν ως σήμα το γράμμα L, το αρχικό γράμμα τού ονόματος του «Τυχερού» Λουτσιάνο. Το ίδιο εύκολα και γρήγορα κινήθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις προς την κεντρική Ιταλία, αφού ο σιτσιλιάνος αρχιμαφιόζος Τσου Κάλο (ο Ντον Καλότζερο Βιτσίνι, επιστήθιος φίλος του Λουτσιάνο) ανέλαβε να καθαρίσει τον δρόμο από τα ναρκοπέδια αλλά και από τις διάσπαρτες οπισθοφυλακές του οπισθοχωρούντος ιταλικού στρατού. Σε αντάλλαγμα, οι συμμαχικές δυνάμεις τοποθετούσαν ανθρώπους του Τσου Κάλο σε διοικητικές θέσεις των πόλεων που εκκαθάριζαν. Όταν οι σύμμαχοι εκκαθάρισαν πλήρως το νησί, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες που ανήκαν στην μαφία, αποτελούσαν πλέον την συντριπτική πλειοψηφία στην Σικελία.
Το 1946, ο Λάκυ Λουτσιάνο υπέβαλε αίτημα αποφυλάκισής του, το οποίο εξετάστηκε ευμενώς και, φυσικά, έγινε δεκτό. Έτσι, την επόμενη χρονιά ο αρχινονός του πολιτειακού εγκλήματος βγήκε από την φυλακή αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Λουτσιάνο επέστρεψε στην πατρίδα του, στην Σικελία, όπου οργάνωσε (με τον γνωστό, αποτελεσματικό του τρόπο) επιχείρηση παρασκευής και διακίνησης ηρωίνης. Με την ανοχή των πολιτειακών δυνάμεων κατοχής αλλά και των πολιτειακών αρχών, ο Λουτσιάνο έφερνε νόμιμα όπιο από την Τουρκία και τον Λίβανο, το επεξεργαζόταν και το μετέτρεπε νόμιμα σε βάση μορφίνης και ηρωίνη στα εργαστήρια της απολύτως νόμιμης φαρμακευτικής εταιρείας Σκιαπαρέλλι του Τορίνου. Στην συνέχεια, το παραγόμενο προϊόν διοχετευόταν εντελώς παράνομα στην πολιτειακή αγορά σε τέτοιες ποσότητες ώστε μέχρι το 1958 η οργάνωση του Λουτσιάνο έφτασε να καλύπτει κατά 80% την ζήτηση των ΗΠΑ σε ηρωίνη, παίρνοντας τα σκήπτρα από τους κορσικανούς.
Επίλογος για σήμερα με μερικές προσωπικές αναμνήσεις από το Παλέρμο. Κοντά στο λιμάνι και γύρω από την Πιάτσα Φοντερία, υπάρχουν ακόμη τα πληγωμένα κτήρια που βομβάρδισαν οι σύμμαχοι , προετοιμάζοντας την εισβολή τους στο νησί. Στο κέντρο της πόλης ορθώνεται το υπερπολυτελές και υποβλητικό Grand Hotel Et Des Palmes, με τα μάρμαρα, τους πολυελαίους, τα βαρειά έπιπλα και τους αριστουργηματικούς καθρέφτες του, το οποίο διατηρείται σχεδόν απαράλλαχτο από το 1947, όταν ο Λουτσιάνο εγκαταστάθηκε εκεί μετά την απέλασή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί διοργανώθηκε η περίφημη πενθήμερη Σύσκεψη της Μαφίας το 1957, όπου πήραν μέρος αρχιεγκληματίες από όλον τον κόσμο, με κεντρικό θέμα συζήτησης την οργάνωση του εμπορίου της ηρωίνης σε διεθνές επίπεδο. Η τοπική αστυνομία παρακολουθούσε την σύσκεψη αλλά η σχετική αναφορά κάηκε κατά λάθος μαζί με κάποια άχρηστα χαρτιά, με αποτέλεσμα οι διώξεις κατά 17 συμμετεχόντων να ασκηθούν μόλις το 1965. Και οι 17 αθωώθηκαν το 1968, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Θα συνεχίσουμε.
Πριν συνεχίσουμε την αφήγησή μας και με αφορμή ένα ενδιαφέρον σχόλιο που αναρτήθηκε στο χτεσινό κείμενο, ας ξεκαθαρίσουμε ότι εδώ αναφερόμαστε στο οργανωμένο έγκλημα. Βεβαίως και υπήρχαν εγκληματικές συμμορίες προ του 1920 και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη (στην Σικελία, μάλιστα, από τον 18ο αιώνα) και βεβαίως υπάρχουν ιστορικά δεδομένα συνεργασίας τους με την πολιτική, όπως πολύ σωστά σημείωσε ο σχολιογράφος. Εκείνο που αλλάζει στις ΗΠΑ από το 1920 είναι ότι αυτές οι συμμορίες μετατρέπονται σε κανονικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν πολυτελή γραφεία, αποκτούν και νόμιμες δραστηριότητες (κυρίως ως «πλυντήρια» του μαύρου χρήματος), απασχολούν νομικούς και οικονομικούς συμβούλους κλπ. Η μεγαλύτερη αλλαγή είναι ότι οι ηγέτες τους βγαίνουν από την αφάνεια, υποδύονται τους νομιμόφρονες πολίτες, εμφανίζονται ως πατριώτες και συχνά δεν διστάζουν να ασχοληθούν με τα κοινά. Κι επειδή θα πούμε περισσότερα στην συνέχεια, ας κλείσουμε εδώ τον σημερινό μας πρόλογο.
Το 1933 οι ΗΠΑ καταργούν την ποτοαπαγόρευση. Η νομιμοποίηση του αλκοόλ προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στον τζίρο του οργανωμένου εγκλήματος, μιας και η παράνομη παρασκευή και εμπορία αλκοολούχων ποτών συνιστούσε την κύρια δραστηριότητά του. Έτσι, το βάρος μεταφέρθηκε σε δυο μέχρι τότε παραμελημένους τομείς: τα τυχερά παιχνίδια και τα ναρκωτικά. Χάρη κυρίως στα ναρκωτικά, μέσα σε μια εξαετία το οργανωμένο έγκλημα αναπλήρωσε και με το παραπάνω κάθε απώλεια εσόδων λόγω αλκοόλ. Δυστυχώς για όλους τους εμπλεκόμενους, η είσοδος των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διέκοψε την απρόσκοπτη εισαγωγή πρώτης ύλης από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες και η δουλειά χάλασε.
Στο μεταξύ, η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει από το 1929, από τότε δηλαδή που ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Χέρμπερτ Χούβερ. Έχοντας να αντιμετωπίσει την λαϊκή κατακραυγή λόγω του κραχ, ο Χούβερ αποφάσισε να αμυνθεί κάνοντας αντιπερισπασμό: εξαπέλυσε πόλεμο κατά του οργανωμενου εγκλήματος. Το πρώτο θύμα αυτού του πολέμου ήταν ο διαβόητος μαθητής τού Τζόννυ Τόριο και «νονός» τού Σικάγου Αλφόνσο «Αλ» Καπόνε, ο οποίος συνελήφθη το 1931 και μπήκε στην φυλακή την επόμενη χρονιά κατηγορούμενος για… φοροδιαφυγή.
Τον κενό θρόνο του Καπόνε κατέλαβε επάξια ο σικελοπολιτειακός Σαλβατόρε Λουκάνια, ο οποίος έγινε γνωστός ως Τσαρλς «Λάκυ» Λουτσιάνο. Ο Λουτσιάνο έμελλε να περάσει στα εγκληματολογικά κιτάπια ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη πια εμπορική δραστηριότητα. Έτσι, το μεγάλο έγκλημα εκσυγχρονίστηκε και μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά υπό την σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του Λουτσιάνο, ο οποίος έστησε τον θρύλο της υπερατλαντικής Κόζα Νόστρα. Όμως, ούτε ο Λουτσιάνο κατάφερε να μείνει μακρυά από την τσιμπίδα τού FBI. Το 1936, επί προεδρίας Ρούζβελτ πια, συνελήφθη ως προαγωγός πορνών και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 30 ετών. Πάντως, η ισχύς του ήταν τόση ώστε ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει την ηγεσία του όσο βρισκόταν στην φυλακή.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1942 η ιστορία του Λουτσιάνο πήρε απρόβλεπτη τροπή. Στον προβλήτα 88 του λιμανιού της Νέας Υόρκης, πήρε φωτιά το οπλιταγωγό Νορμανδία, ένα υπερπολυτελές υπερωκεάνιο που είχε επιταχθεί για να μεταφέρει 10.000 στρατιώτες στην Ευρώπη. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θορυβήθηκαν, καθώς υπήρχαν υποψίες ότι επρόκειτο για σαμποτάζ από πράκτορες των ναζί. Η Νέα Υόρκη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ΗΠΑ και οι αρχές δεν μπορούσαν να ρισκάρουν περαιτέρω. Έπρεπε να βρουν κάποιον τρόπο να ελέγξουν τις αποβάθρες από τυχόν διαρροές και γνώριζαν πολύ καλά ότι τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οργάνωση του Λουτσιάνο. Άρα, έπρεπε να έλθουν σε επαφή με τον αρχιεγκληματία.
Οι πρώτοι δίαυλοι επικοινωνίας άνοιξαν με την προσέγγιση του γνωστού εγκληματία Μάγερ Λάνσκυ, επειδή ο Λουτσιάνο τον εμπιστευόταν. Ο λευκορώσσος εμιγκρές πείστηκε και δέχτηκε να συναντήσει και να ενημερώσει τον αρχηγό. Η υψίστης ασφαλείας φυλακή Κλίντον, στην οποία ήταν έγκλειστος ο Λουτσιάνο, βρισκόταν στα σύνορα ΗΠΑ-Καναδά και είχε το παρανόμι «Μικρή Σιβηρία». Μία από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ήταν η μεταφορά του Λουτσιάνο από την «Μικρή Σιβηρία» στην πολυτελή φυλακή του Γκρέητ Μήντοου, στο Κόμστοκ της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί, στα τέλη Μαΐου του 1942 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Λουτσιάνο με τον Λάνσκυ, με την παρουσία του δικηγόρου του Μόουζες Πόλακοφ.
Ακολούθησαν κι άλλες συναντήσεις, ώσπου ο Λουτσιάνο πείστηκε να συνεργαστεί. Άλλωστε, για τον αρχιεγκληματία όλα ήταν εύκολα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πώς θα αξιοποιήσει την όλη κατάσταση προς όφελός του. Χρησιμοποιώντας τον Λάνσκυ ως μεσολαβητή, ήρθε σε συνεννόηση με τον πλωτάρχη Τσαρλς Χάφεντεν, που είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος ερευνών της 3ης ναυτικής περιφέρειας, για να προχωρήσει η υπόθεση. Πριν μπει ο χειμώνας του 1942, οι αποβάθρες της Νέας Υόρκης είχαν περάσει στον πλήρη έλεγχο της οργάνωσης, με τις ευλογίες των αρχών. Υπό την υψηλή «προστασία» του Λουτσιάνο, τα σαµποτάζ σταµάτησαν.
Στην Ιταλία, το καθεστώς Μουσσολίνι είχε εξαπολύσει μακροχρόνιο πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ιταλός δικτάτορας αντιλαμβανόταν τις διάφορες εγκληματικές οργανώσεις (Καμόρρα, Μαφία κλπ) ως αμφισβητίες της παντοδυναμίας του: αφού οι εγκληματίες παρέβαιναν τον νόμο και νόμος ήταν αυτός, έπρεπε να τους βγάλει από την μέση. Ο πόλεμος ήταν σκληρός και πολλοί εγκληματίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα και να καταφύγουν στις ΗΠΑ. Όλα αυτά έδωσαν στις πολιτειακές αρχές την ιδέα να χρησιμοποιήσουν την οργάνωση του Λουτσιάνο για να πολεμήσουν τον Μουσσολίνι και, ειδικώτερα, για να προετοιμάουν την απόβαση του 1943 στην ιταλική χερσόνησο. Έτσι ξεκίνησε η «Eπιχείρηση Υπόκοσµος» (Operation Underworld), δηλαδή η επίσημη πλέον συνεργασία των πολιτειακών αρχών με το οργανωμένο έγκλημα για τις ανάγκες του πολέμου.
Χάρη στον Λουτσιάνο, ο οποίος κινούσε αριστοτεχνικά τα νήματα μέσα από την φυλακή, η απόβαση του Πάττον στην Σικελία έγινε σχεδόν αναίμακτα. Τα συμμαχικά στρατεύματα κατέβηκαν στη Σικελία το 1943, φέροντας κίτρινες σημαίες που έφεραν ως σήμα το γράμμα L, το αρχικό γράμμα τού ονόματος του «Τυχερού» Λουτσιάνο. Το ίδιο εύκολα και γρήγορα κινήθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις προς την κεντρική Ιταλία, αφού ο σιτσιλιάνος αρχιμαφιόζος Τσου Κάλο (ο Ντον Καλότζερο Βιτσίνι, επιστήθιος φίλος του Λουτσιάνο) ανέλαβε να καθαρίσει τον δρόμο από τα ναρκοπέδια αλλά και από τις διάσπαρτες οπισθοφυλακές του οπισθοχωρούντος ιταλικού στρατού. Σε αντάλλαγμα, οι συμμαχικές δυνάμεις τοποθετούσαν ανθρώπους του Τσου Κάλο σε διοικητικές θέσεις των πόλεων που εκκαθάριζαν. Όταν οι σύμμαχοι εκκαθάρισαν πλήρως το νησί, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες που ανήκαν στην μαφία, αποτελούσαν πλέον την συντριπτική πλειοψηφία στην Σικελία.
Το 1946, ο Λάκυ Λουτσιάνο υπέβαλε αίτημα αποφυλάκισής του, το οποίο εξετάστηκε ευμενώς και, φυσικά, έγινε δεκτό. Έτσι, την επόμενη χρονιά ο αρχινονός του πολιτειακού εγκλήματος βγήκε από την φυλακή αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Λουτσιάνο επέστρεψε στην πατρίδα του, στην Σικελία, όπου οργάνωσε (με τον γνωστό, αποτελεσματικό του τρόπο) επιχείρηση παρασκευής και διακίνησης ηρωίνης. Με την ανοχή των πολιτειακών δυνάμεων κατοχής αλλά και των πολιτειακών αρχών, ο Λουτσιάνο έφερνε νόμιμα όπιο από την Τουρκία και τον Λίβανο, το επεξεργαζόταν και το μετέτρεπε νόμιμα σε βάση μορφίνης και ηρωίνη στα εργαστήρια της απολύτως νόμιμης φαρμακευτικής εταιρείας Σκιαπαρέλλι του Τορίνου. Στην συνέχεια, το παραγόμενο προϊόν διοχετευόταν εντελώς παράνομα στην πολιτειακή αγορά σε τέτοιες ποσότητες ώστε μέχρι το 1958 η οργάνωση του Λουτσιάνο έφτασε να καλύπτει κατά 80% την ζήτηση των ΗΠΑ σε ηρωίνη, παίρνοντας τα σκήπτρα από τους κορσικανούς.
Επίλογος για σήμερα με μερικές προσωπικές αναμνήσεις από το Παλέρμο. Κοντά στο λιμάνι και γύρω από την Πιάτσα Φοντερία, υπάρχουν ακόμη τα πληγωμένα κτήρια που βομβάρδισαν οι σύμμαχοι , προετοιμάζοντας την εισβολή τους στο νησί. Στο κέντρο της πόλης ορθώνεται το υπερπολυτελές και υποβλητικό Grand Hotel Et Des Palmes, με τα μάρμαρα, τους πολυελαίους, τα βαρειά έπιπλα και τους αριστουργηματικούς καθρέφτες του, το οποίο διατηρείται σχεδόν απαράλλαχτο από το 1947, όταν ο Λουτσιάνο εγκαταστάθηκε εκεί μετά την απέλασή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί διοργανώθηκε η περίφημη πενθήμερη Σύσκεψη της Μαφίας το 1957, όπου πήραν μέρος αρχιεγκληματίες από όλον τον κόσμο, με κεντρικό θέμα συζήτησης την οργάνωση του εμπορίου της ηρωίνης σε διεθνές επίπεδο. Η τοπική αστυνομία παρακολουθούσε την σύσκεψη αλλά η σχετική αναφορά κάηκε κατά λάθος μαζί με κάποια άχρηστα χαρτιά, με αποτέλεσμα οι διώξεις κατά 17 συμμετεχόντων να ασκηθούν μόλις το 1965. Και οι 17 αθωώθηκαν το 1968, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Θα συνεχίσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου