Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Η αλήθεια ενός πολιτικού ή ηθικού συλλογισμού δεν είναι παρά πιθανότητα

Όμιλος Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού


του Κώστα Μελά.
Η αφορμή της συγγραφής «της μικρής αναφοράς στην ιστορία της δραχμής»[1] ήταν οι δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας   σχετικά με την δυνατότητα διευκόλυνσης της Ελλάδος να εξέλθει από το Ευρώ μετά από συμφωνία. Ο τότε έλληνας συνομιλητής του γερμανού υπουργού αντέδρασε αρνητικά χωρίς καν να συζητήσει το ζήτημα ή τουλάχιστον να ρωτήσει τι ακριβώς εννοεί και πως το σκέφτεται με περισσότερες λεπτομέρειες .

Και όμως κατά την άποψή μου η παραπάνω πρόταση θα μπορούσε να συζητηθεί περισσότερο σοβαρά και να εξετασθεί ως ένα σενάριο με αρκετή αληθοφάνεια και  λογικοφάνεια δεδομένου ότι προήλθε από τον γερμανό υπουργό , ο οποίος βεβαίως δεν το σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή[2] . Το σενάριο αυτό κατά την άποψή μου «πατά» πολύ σοβαρά στην μέχρι τώρα ιστορία του εθνικού μας νομίσματος και του τρόπου (ή της δυνατότητας) άσκησης νομισματικής και συνεπώς  συναλλαγματικής πολιτικής από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. 

Το βασικό συμπέρασμα των όσων γράφαμε στο παραπάνω αναφερόμενο κείμενο ήταν: «Από τα παραπάνω συνάγεται ένα απλό συμπέρασμα: η Ελλάδα για να λειτουργήσει χρειάζεται μια πολιτική για το νόμισμα που η βασική του κατεύθυνση πρέπει να είναι η σύνδεσή του με μια ισχυρή νομισματική άγκυρα αλλά σε περιόδους ασφυξίας λόγω λαθών, συγκυριών , εξωτερικών γεγονότων να υπάρχει η δυνατότητα απαγκίστρωσης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα.[3] ….. Η  ενεργός νομισματική πολιτική θα πρέπει να ανήκει στις χώρες. Η περίπτωση του ενιαίου νομίσματος ευρώ θα μπορούσε  να λειτουργήσει μόνο με την προϋπόθεση της πολιτικής ενοποίησης., κάτι βεβαίως που είναι σχεδόν αδύνατον».

Παράλληλα εδράζεται στο πλήρες οικονομικό αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει η οικονομική πολιτική του Μνημονίου . Δεν θέλω να επιχειρηματολογήσω εκ νέου για τα ζητήματα αυτά αλλά θα αναφέρω μόνο την συνεχώς αυξανόμενη ανεργία. Με την πολιτική του Μνημονίου δεν υπάρχει περίπτωση να απορροφηθεί η ανεργία ούτε σε 50 χρόνια. Αν περιμένουμε η εξωτερική ζήτηση να αναλάβει το ρόλο που διαδραματίζει η εγχώρια ζήτηση στην  ελληνική οικονομία επί σειρά ετών (ουσιαστικά σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ) όχι μόνο θα είμαστε νεκροί λόγω παρέλευσης του χρόνου αλλά θα είμαστε νεκροί λόγω «ξαφνικού και βιαίου θανάτου».  

Επίσης εδράζεται στην ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης οικονομικής πολιτικής που να μπορεί να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει στο θεσμικό πλαίσιο του ενιαίου νομίσματος. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επιμένει στην άσκηση «αυτόνομης» οικονομικής πολιτικής χωρίς να έχει τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης άσκησης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής . Αυτά είναι γνωστά στους πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών. Επίσης η άποψη ότι η Ευρώπη αλλάζει απέχει, πολύ από την πραγματικότητα, αλλά και αν συμβεί αυτό θα έχει άλλη κατεύθυνση από αυτή που ορισμένοι θεωρούν[4].   

Ακόμα εδράζεται στην προσεκτική μελέτη της οικονομικής πραγματικότητας της Ελλάδος η οποία πόρρω απέχει από αυτήν που διαβάζουν κατά βούληση τα ελληνικά κόμματα και κατά πως τα συμφέρει αναλόγως της συγκυρίας.

Νομίζω ότι η πρόταση αυτή «της εθελοντικής – συμφωνημένης εξόδου της χώρας από το ευρώ» με συγκεκριμένους άξονες –πυλώνες όπως (αναφέρω ενδεικτικά) : παραμονή της χώρας στην ΕΕ-27, συμμετοχή του νέου νομίσματος ή του ελληνικού ευρώ σε μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών με σαφή όρια διακύμανσης από την κεντρική ισοτιμία του ευρώ , συγκεκριμένη απαλλαγή των υποχρεώσεων της χώρας (πχ. χρέος προς ΕΚΤ και χώρες της Ευρωζώνης) , περίοδος χάρητος τριών ετών για την αποπληρωμή των τόκων και την χρησιμοποίηση τους για επενδυτικούς σκοπούς σε συνδυασμό με κεφάλαια από την ΕΕ (όχι μεγαλύτερα των 20 δις ευρώ) , με παράλληλα συμφωνία για βασικό εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την μη ύπαρξη πρωτογενών ελλειμμάτων , την δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που να προσιδιάζει στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό σχετικά με την αγορά εργασίας, την αγορά χρήματος, την πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς , θα ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση όχι μόνο αυτή καθ’ αυτή αλλά και ως μέσο διερεύνησης των προθέσεων της ΕΕ και κυρίως της Γερμανίας. Αυτό θα αποτελούσε και πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην πολιτική διαπραγμάτευση και θα κατέγραφε προθέσεις. Η κλιμάκωση των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε βαθμηδόν να οδηγήσει και στην λελογισμένη  (ή μη) χρήση βίας αναλόγως των εξελίξεων . Εννοώ την υπόθεση του τρομακτικού κόστους που θα προκαλούσε μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή οικονομία και όχι μόνο. Βεβαίως θα άνοιγε συγχρόνως την κερκόπορτα της εξόδου αν η ελληνική πλευρά δεν ήταν προετοιμασμένη και αποφασισμένη για να υποστηρίξει τα αιτήματα της. Σίγουρα εδώ ανακύπτει ένα έλλειμμα ως προς το πολιτικό προσωπικό που θα αναλάμβανε ένα τέτοιο ρόλο. Μπορεί να υπάρχουν Βενιζέλοι αλλά όχι Ελευθέριοι.

Είναι βέβαια πολλά τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα  που προκύπτουν από αυτή τη αντίληψη και βεβαίως υπάρχουν και τεχνικά προβλήματα επίσης καθόλου αμελητέα[5] . Αντιθέτως μάλιστα. Όμως στην αδιέξοδη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάς θα πρέπει να μην αποφύγει τη διερεύνηση όλων των δυνατοτήτων που λογικά προκύπτουν. Τα κλισέ , οι βεβαιότητες, οι μπλόφες , και η αναφορά στα τυχερά παίγνια οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην οδυνηρή ήττα. Διότι στην πολιτική υπάρχει και αυτή η έννοια.

 Η πολιτική είναι δύσκολη και επίπονη λειτουργία και απαιτεί την χρησιμοποίηση όλων των διαθέσιμων όπλων. Η αλήθεια ενός πολιτικού ή ηθικού συλλογισμού δεν είναι παρά πιθανότητα , επομένως επιδέχεται διάφορους βαθμούς , που ποτέ δεν είναι οι ίδιοι για δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Η συμφιλίωση με το γεγονός της σχετικότητας των γνώσεων και των προοπτικών έχει τουλάχιστον το πρακτικό πλεονέκτημα ότι, αν ο λογισμός σταθμίζει όλες τις παραλλαγές και τις πιθανότητες , τότε έχει ελπίδα επιτυχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου