ardin-rixi
Μια ραδιογραφία της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Του Γιώργου Καραμπελιά, Κείμενο που δημοσιεύτηκε, ελαφρά συντομευμένο, στην ιστοσελίδα Liberal. gr
Ο οριστικός ενταφιασμός της μεταπολίτευσης αλλά και της παραδοσιακής εμφυλιοπολεμικής διαίρεσης, αριστεράς-δεξιάς, ολοκληρώθηκε με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 και τη συγκρότηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχημάτισε μία κυβέρνηση που προσπαθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα της υπέρβασης αριστεράς-δεξιάς, γεγονός που αντανακλάται τόσο στη σύνθεση της κυβέρνησής του όσο και στις προγραμματικές της δηλώσεις, και αυτό, παρ’ ότι εξελέγη επικεφαλής του παραδοσιακού πόλου της ελληνικής κεντροδεξιάς.
Πράγματι, ο Μητσοτάκης και οι περί αυτόν (καθόλου τυχαία, στους βασικούς του συμβούλους περιλαμβάνεται ο παλαιός γραμματέας της ΚΝΕ και στενός συνεργάτης του Λαλιώτη, Τάκης Θεοδωρικάκος, και ο πρώην διευθυντής των Νέων, Δημήτρης Μητρόπουλος) επιχείρησαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Από τη μία πλευρά, να στηριχτούν στη μόνη υπαρκτή πολιτική δύναμη την οποία διέθεταν, δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία, και από την άλλη, να την υπερακοντίσουν μέσα από μια «μακρονική» λογική. Έτσι, και σε προγραμματικό επίπεδο, στη διάρκεια μιας μακράς προεκλογικής περιόδου, όσο και στα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης, επέλεξαν έναν προγραμματικό λόγο που αρνείται τις παραδοσιακές διαιρέσεις.
Όλοι θεωρούσαν, και εν μέρει είναι ακριβές, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η στενή του ομάδα εμφορούνται από φιλελεύθερες αντιλήψεις. Δηλαδή, στοχεύουν στη περαιτέρω αποδυνάμωση της κρατικής παρέμβασης και την ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς. Ωστόσο, κάτι που εξέπληξε πολλούς, στο μείγμα που επιχείρησε να διαμορφώσει, συμπεριλαμβάνει και μία διάσταση πατριωτισμού. Σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, κατόρθωσε να αποκρούσει τα σχέδια του Τσίπρα να προκαλέσει ρήγμα στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς και να μεταβάλει αυτή τη συμφωνία σε όπλο για την κατίσχυση επί του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ίδια κατεύθυνση αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, στη δημογραφική ενδυνάμωση της χώρας με μέτρα ενίσχυσης της τεκνοποιίας, καθώς και σε μέτρα για το μεταναστευτικό.
Εγκολπώθηκε το αίτημα νόμου και τάξης, σε ό,τι αφορά τα Εξάρχεια, το άσυλο, την επιβολή του νόμου και την ασφάλεια γενικότερα, που παραδοσιακά εκφραζόταν από τις πιο δεξιές συνιστώσες της Νέας Δημοκρατίας.
Απευθύνθηκε, παράλληλα, προνομιακά στα μεσαία στρώματα, με την άμεση μείωση του ΕΝΦΙΑ και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που υιοθέτησε αλλά ταυτόχρονα –και εξέπληξε πολλούς– στράφηκε και στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, μέσα από τη διατήρηση του μειωμένου αφορολόγητου, τη μείωση του ΦΠΑ και τη διατήρηση των επιδομάτων που είχε θεσμοθετήσει προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο για τον «νεοφιλελευθερισμό», αυτός αφορά κατεξοχήν την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των ξένων επενδύσεων (με προνομιακά πεδία την επένδυση στον χρυσό της Χαλκιδικής και το Ελληνικό).
Τέλος, προσέφερε απαρχές παρεμβάσεων σε σχέση με τα ζητήματα του πολιτισμού, με την ανακοίνωση ενοποίησης Πολυτεχνείου-Αρχαιολογικού Μουσείου. Παράλληλα, συνέχισε τα ανοίγματα προς τα λαϊκά στρώματα, κυρίως στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, με το σχέδιο απομάκρυνσης των φυλακών Κορυδαλλού και τη χωροθέτηση του πρώτου πρότυπου σχολείου στο Περιστέρι.
Αυτή η στρατηγική Μητσοτάκη δεν αποτελεί μόνο μια προσπάθεια ικανοποίησης διαφορετικών στρωμάτων, τάξεων και ευαισθησιών, αλλά αποτελεί οργανικό στοιχείο της πρότασής του. Αυτό διαφαίνεται από την πορεία την οποία ακολούθησε μέχρι τώρα. Προσωπικά, με είχε ήδη εκπλήξει η άρνησή του να υπερψηφίσει, το 2015, μόνος αυτός, από όλη τη κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, την υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου για τη προεδρία της Δημοκρατίας. Ενέργεια που έδειχνε, ήδη από εκείνη την εποχή, όχι μόνο μία ριζική αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τους συμβιβασμούς της καραμανλικής πτέρυγας του κόμματος.
Εξ άλλου, η εκλογή του Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επιτεύχθηκε μέσα από μια κωμικοτραγική καραμπόλα αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις παραδοσιακές νεοδημοκρατικές δυνάμεις (Μεϊμαράκης, Τζιζικώστας) και την τελική κινητοποίηση για την εκλογή Μητσοτάκη από ψηφοφόρους μη μέλη της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κυριάκος υπήρξε ο εκπρόσωπος αυτού που χαρακτηρίζουμε νέα μικροαστικά και ανώτερα μεσαία στρώματα, δηλαδή εκείνα των επαγγελματιών της πληροφορικής, της οικονομίας, των στελεχών επιχειρήσεων κ.λπ. Κατόρθωσε, εκμεταλλευόμενος τις αντιπαραθέσεις των υπολοίπων νεοδημοκρατικών ομάδων και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα παραδοσιακά δίκτυα της οικογένειας Μητσοτάκη, να επικρατήσει, παρότι μειοψηφία, στο εσωτερικό του κόμματος. Από τότε, διαμόρφωσε μια στρατηγική που συνίσταται στη σταδιακή διεύρυνση της απεύθυνσής του, κατεξοχήν προς τον χώρο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και των εκβλαστήσεών του (Ποτάμι κλπ.). Κατέληξε έτσι να αποκτήσει μία βάση κατά πολύ ευρύτερη εκείνης της Νέας Δημοκρατίας (σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, μόνο το 28% των ψηφοφόρων φέρεται να ταυτίζεται με τη Νέα Δημοκρατία ιδεολογικά, ενώ το υπόλοιπο 12%, προέρχεται από άλλες πολιτικές οικογένειες).
Σε αυτή τη στρατηγική, βρήκε αναπάντεχους αρωγούς την ηγεσία του Ποταμιού και του ΚΙΝΑΛ. Η προσέγγιση του Θεοδωράκη με τον ΣΥΡΙΖΑ, επί τη βάσει της συμφωνίας τους για τις Πρέσπες, διέλυσε αυτό το κόμμα και έστειλε το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων και σημαντικό αριθμό στελεχών του στη Νέα Δημοκρατία. Τέλος, τα «κολλητιλίκια» μεγάλου μέρους της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ –με αποτέλεσμα την εκπαραθύρωση του Βενιζέλου– του προσέφεραν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων του ΠΑΣΟΚ και εκατοντάδες στελέχη του, που προσχώρησαν μαζικά στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρόκειται για μια προσχώρηση λιγότερο γνωστή από τη προσχώρηση των παλαιοπασόκων στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αφορά, στην πραγματικότητα, το δυναμικότερο κομμάτι των νεαρών στελεχών του σημιτικού ΠΑΣΟΚ.
Η εκπαραθύρωση του Βενιζέλου και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε πιθανότητας μετεκλογικής συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας–ΚΙΝΑΛ ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το εγχείρημα Μητσοτάκη, στον βαθμό που η μη αυτοδυναμία του προοιωνιζόταν ακυβερνησία και αστάθεια. Αυτό ήταν το καίριο χτύπημα που επέφερε στο ΚΙΝΑΛ η εσωκομματική «πέμπτη φάλαγγα» του ΣΥΡΙΖΑ (Παπανδρέου, Μαλέλης, Λαλιώτης, Λιβάνης, Κρεμαστινός και προπαντός ο αθέατος καναλάρχης ενορχηστρωτής), ανοίγοντας τον δρόμο για τη οριστική πολιτική του εξαφάνιση.
Επειδή η ζωή και η πολιτική δεν ανέχονται το κενό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφόρμησε κυριολεκτικώς στον χώρο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, θέλοντας να τον αποσπάσει οριστικά από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να συγκροτήσει μία κυριολεκτικά ευρεία κεντρώα-κεντροδεξιά παράταξη. Και μετά τις εκλογές, με δεδομένο το σημαντικό ποσοστό που διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε ακόμη περισσότερο σε αυτή τη κατεύθυνση. Όχι μόνο διόρισε δεκάδες υπουργούς, υφυπουργούς και γενικούς γραμματείς, προερχόμενους από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ (οι Χρυσοχοΐδης, Πιερρακάκης, Θεοδωρικάκος, Μενδώνη είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου) αλλά, και σε επίπεδο κυβερνητικών εξαγγελιών, φρόντισε να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από το ίδιο το προεκλογικό του πρόγραμμα. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων φάνηκε πολύ καθαρά στη αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ και τις αναποτελεσματικές κραυγές της Φώφης. Ο Μητσοτάκης επιχειρεί, με μια «μακρονικού» τύπου απόπειρα, να καλύψει όλο τον κενό χώρο από τη Δεξιά μέχρι τις παρυφές της Κεντροαριστεράς, εμφανιζόμενος ως ο Έλληνας εκφραστής της μακρονικής υπέρβασης του σχήματος «Αριστερά-Δεξιά».
Ο διορισμός δεκάδων υφυπουργών που δεν προέρχονται από το κοινοβούλιο εντάσσεται στην ίδια στρατηγική, της μερικής απόσπασης της κυβερνητικής λειτουργίας από τις συνηθισμένες πολιτικές και μικροκομματικές δουλείες των κοινοβουλευτικών υπουργών (κάτι που για πρώτη φορά γίνεται στην Ελλάδα). Ο Μητσοτάκης, πατώντας σε μια ισχυρή παράταξη, δημιουργεί ένα είδος «ήπιου βοναπαρτισμού», απευθυνόμενος και εντάσσοντας στο σχέδιό του τις βασικές δυνάμεις των νέων μεσοστρωμάτων.
Βεβαίως, το βασικό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που του επέτρεψε να επιχειρήσει αυτό το πολιτικό aggiornamento, ήταν… ο Αλέξης Τσίπρας! Η παροιμιώδης αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που απεδείχθη ανίκανη να πραγματοποιήσει μια «αριστερή» τεχνοκρατική διαχείριση –όπως φαίνεται να επιτυγχάνει η αριστερά στην Πορτογαλία, π.χ.–, τα ερείπια που επισώρευσε σε όλους τους τομείς του κυβερνητικού έργου, η αναλγησία που έδειξε στο Μάτι και τη Μάνδρα, η εθνομηδενιστική ιδεοληψία της εξωφρενικής Συμφωνίας των Πρεσπών, η διαφθορά των κότερων, όλα αυτά μαζί, προσέφεραν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πιάτο, το έδαφος της ηγεμονίας.
Οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας περιόδου να συγκροτήσει ένα τεχνοκρατικό αντίστοιχο της μητσοτακικής ομάδας (με την άνοδο της νεότερης γενιάς των γιάπηδων του ΣΥΡΙΖΑ: Χαρίτσης, Αχτσιόγλου, Ηλιόπουλος κ.λπ.) ήρθαν ιδιαίτερα καθυστερημένα και παρέμειναν μειοψηφικές. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα με προφίλ και πρακτικές Μαυρογιαλούρου της δικαιωματιστικής Αριστεράς , οι οποίες αντανακλούν το ίδιο το προφίλ του αρχηγού του, του Τσίπρα. Ο Τσίπρας αποτελεί ένα σώμα με τον Παπά, τον Πολάκη, τη Νοτοπούλου, τον Καρανίκα και τον Φλαμπουράρη, και είναι αδύνατον να εκφράσει οργανικά κάτι που δεν είναι. Γι’ αυτό και στην ουσία, άμεσα, ο Μητσοτάκης δεν απειλείται σοβαρά στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο.
Και το ίδιο συμβαίνει και στο ενδοκομματικό πεδίο. Πράγματι, όπως προαναφέραμε, η επικράτηση του Μητσοτάκη στο εσωτερικό της ΝΔ ήταν εκείνη ενός «αουτσάιντερ», απέναντι στις παραδοσιακές ηγετικές δυνάμεις του κόμματος, κυρίως εκείνες των «Καραμανλικών», αλλά και των ιδιαίτερα αποδυναμωμένων, μετά την ήττα του 2015, Σαμαρικών. Και εν πολλοίς επετεύχθη μια και ο εσωτερικός καβγάς, μεταξύ των δύο «καραμανλικής» προέλευσης υποψηφίων, έδωσε τη δυνατότητα στο «αουτσάιντερ» να επιβληθεί. Διότι η Νέα Δημοκρατία βάδιζε προς μια ιστορική ενδόρρηξη εξ αιτίας των αλλεπάλληλων εκλογικών πληγμάτων αλλά και διότι είχε πληγεί καίρια από την παρασπονδία των «καραμανλικών», αυθεντικών ή θρυλούμενων τέτοιων, οι οποίοι, στον ένα ή άλλο βαθμό, τορπίλισαν την κυβέρνηση Σαμαρά και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άνοδο του Τσίπρα στην εξουσία: Η δημιουργία του κόμματος Καμμένου –που αποτέλεσε τον βασικό δίαυλο της παροχέτευσης δυνάμεων της «λαϊκής δεξιάς» στο νέο κυβερνητικό σχήμα– ήταν μόνο μία παράμετρος αυτής της πολύπλευρης συμπόρευσης, αν όχι και ανοικτής στήριξης. Η εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, η επιλογή Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης και η συμπαράταξη των «καραμανλικών» ανώτερων δικαστικών με τη νέα κυβέρνηση, ακόμα και η παρουσία προσωπικοτήτων ήσσονος σημασίας, όπως η Παπακώστα, εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική. Μια στρατηγική που συμπεριλάμβανε σημαντικό αριθμό από δημοσιογράφους, εφημερίδες, ηλεκτρονικές ειδησεογραφικές σελίδες κ.λπ. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκτός από την ανοικτή δημόσια στελέχωσή της από τα δύο κυβερνητικά κόμματα, είχε εξασφαλίσει την αρωγή και τη συμπαράσταση, όχι πάντα τόσο αθέατη, μιας πασοκικής και μιας νεοδημοκρατικής πτέρυγας. Και αυτό το έκαναν με το έωλο επιχείρημα ότι έτσι εξασφάλιζαν τον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μην… εκτραπεί. Χωρίς βέβαια να τους περάσει από το μυαλό ότι έτσι στην πραγματικότητα διασφάλισαν την άνοδο και τη διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία!
Απαιτείται μια οραματική επανάσταση
Ο Μητσοτάκης, αν απειλείται από κάτι, είναι από το τεράστιο βάρος των προβλημάτων που έχει απέναντί του και κατεξοχήν από τη παρουσία του Ερντογάν και της νεοθωμανικής Τουρκίας. Η Ελλάδα είναι μία χώρα σε παρακμή η οποία απειλείται με ιστορική υποβάθμιση σε ακόμα κατώτερα επίπεδα της παγκόσμιας κοινωνίας των εθνών και εκεί βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα κάθε ανορθωτικής απόπειρας. Επιζητεί μια «κανονικότητα» και επιδιώκει μια τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα σε μία χώρα που απαιτεί ταυτόχρονα μια μεγάλη και οραματική πανστρατιά για την επιβίωσή της. Εκεί, οι εθνομηδενιστικών καταβολών και αντιλήψεων σύμβουλοί του, από τον Κωνσταντίνο Ζούλα μέχρι τους ανοικτά σημιτικούς, δεν είναι εύκολο, ίσως είναι και αδύνατο, να επωμιστούν μια τεράστια προσπάθεια στην οποία η τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα πρέπει να συμβαδίζει με τον ύψιστο πατριωτισμό και ένα όραμα βυθισμένο στην ιστορική παράδοση και τον πολιτισμό του ελληνικού έθνους. Όσο και εάν ένα τμήμα των νεογιάπηδων που περιστοιχίζουν τον Μητσοτάκη έχει αρχίσει να εισαγάγει κάποια ψήγματα πατριωτικής ευαισθησίας στον λόγο του, είναι άραγε αυτά αρκετά για να ανταποκριθούν αμέσως στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία; Έτσι, για την ανάκαμψη της δημογραφικής κρίσης, δεν θα αρκέσουν τα επιδόματα των δύο χιλιάδων ευρώ για κάθε νέο παιδί. Πρέπει να υπάρξει μία ιδεολογική επανάσταση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας και των προτύπων κοινωνικοποίησης. Με άλλα λόγια, αφ’ ενός οι ενισχύσεις θα έπρεπε να είναι περισσότερες και κλιμακωτές, με βάση τον αριθμό των γεννώμενων τέκνων και, αφετέρου, το εκπαιδευτικό σύστημα να αλλάξει σε βάθος σε ό,τι αφορά τις αξίες τις οποίες διαχέει στη κοινωνία.
Για να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή στην Κύπρο, θα χρειαστεί η χώρα να επανέλθει, έστω σταδιακά, στο ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου, ενώ η Τουρκία θα πρέπει να εισπράξει ένα μήνυμα ανυποχώρητης υπεράσπισης των ελληνικών εδαφών και των ελληνικών θαλασσών. Άραγε μπορεί κάτι τέτοιο να το κάνει ένας Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης;
Το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, που αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα για ένα φθίνον έθνος, όπως το ελληνικό, και το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, πριν από την εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα, μπορεί να αντιμετωπιστεί από τον συμπαθή αλλά εξαιρετικά ήπιο κ. Κουμουτσάκο; Ή μήπως οι ποικίλες σχέσεις της οικογένειας Μπακογιάννη με τις ΜΚΟ μπορούν να επιτρέψουν την άμεση αποδυνάμωση του ρόλου τους στην Ελλάδα;
Εάν η Τουρκία προχωρήσει σε κινήσεις στο Καστελόριζο ή στο Αιγαίο, όπως είναι πολύ πιθανό να συμβεί μετά από μερικούς μήνες, τί μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση (το ζήτημα είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση) η οποία προσπαθεί να κερδίσει χρόνο εξορκίζοντας εν πολλοίς το απευκταίο;
Και το μεγάλο πρόβλημα, με το οποίο βαρύνεται ο λεγόμενος εκσυγχρονιστικός χώρος στην Ελλάδα –εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, τύπου Γεωργιάδη ή Βορίδη, που προέρχονται από την «εθνική» δεξιά–, είναι ότι έχει συνδεθεί ιδεολογικά με τις δύο τελευταίες δεκαετίες εθνομηδενιστικής ηγεμονίας στον χώρο των διανοουμένων, κατεξοχήν στον λεγόμενο εκσυγχρονιστικό χώρο.
Οι Έλληνες τεχνοκράτες ζουν σε ένα φαντασιακό σύμπαν, που ορίζεται από το Harvard, τη London School of Economics και τις Βρυξέλλες, ενώ βρίσκονται σε μια χώρα που αντιμετωπίζει μια ευθεία απειλή για την εθνική της επιβίωση, γειτνιάζει με τη Μέση Ανατολή και βρίσκεται σε μια μακρόχρονη περίοδο παρακμής. Επομένως, όσο και εάν το αίτημα της «κανονικότητας» είναι πραγματικό και δίνει φτερά στο εγχείρημα του Μητσοτάκη, από την άλλη, επειδή η σημερινή Ελλάδα έχει πήλινα πόδια, «πρέπει να βγάλει φτερά και να πετάξει». Αυτό είναι το νόημα της ανάγκης ενός ισχυρού οράματος, που το ιδεολογικό περιβάλλον της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν φαίνεται να διαθέτει ή, μάλλον, διαθέτει μονάχα μερικές από τις συνιστώσες του, χωρίς την ιδεολογική του ραχοκοκαλιά. Μια ραχοκοκαλιά που δεν άλλη από την ανάγκη ενός εκσυγχρονισμού που να πατάει στην ελληνική παράδοση, να μην είναι εισαγόμενος και εν τέλει παρασιτικός. Βέβαια, επειδή «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη», οι άνθρωποι αυτοί, αν θέλουν να ανατάξουν πραγματικά την ελληνική κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι να εγκολπωθούν μία τέτοια οραματική οπτική, εγκαταλείποντας ταχύτατα τις όποιες εθνομηδενιστικές αυταπάτες τους, διαφορετικά θα αποτύχουν. Μήπως επειδή ψυχανεμίζονται την ανάγκη μιας τέτοιας οραματικής διάστασης, πρότεινε ο Μητσοτάκης μια μεγάλη εθνική επιτροπή για τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821; Με ποιους όμως θα το κάνει; Με την παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική διεύθυνση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος;
Υπάρχουν ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες το πολιτικό σύστημα ρέπει προς έναν ιδιότυπο «μονοπολισμό» (κλασικά σύγχρονα παραδείγματα ήταν, στην Ελλάδα, η ηγεμονία του Ανδρέα Παπανδρέου, κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, ή εκείνη του Πούτιν στη Ρωσία και του Ερντογάν στην Τουρκία). Όμως, η ελληνική κοινωνία δεν θα παραμείνει εσαεί στις συνθήκες αυτού του ιδιότυπου «βοναπαρτισμού» που εκπροσωπεί η σημερινή ηγεμονία του «συστήματος Μητσοτάκη» και η εκσυγχρονιστική του απόπειρα.
Εξάλλου, χωρίς τη συμμετοχή και την κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων –και όχι απλά τη συναίνεσή τους–, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανόρθωση της χώρας. Και αυτή τη λαϊκή συμμετοχή δεν μπορούν να την επιτύχουν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τον Μητσοτάκη. Χρειάζονται άλλες πολιτικές δυνάμεις, άλλες οραματικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Μπορεί να αντιδράσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Προφανώς δε, και παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναδειχτεί, τουλάχιστον άμεσα, σε έναν δεύτερο πόλο του πολιτικού συστήματος. Η πολιτική επιβίωση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές με ένα σχετικά υψηλό ποσοστό δημιουργεί την αυταπάτη πως αποτελεί έναν δεύτερο, περίπου ισότιμο πόλο, στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, ο οποίος θα δοκιμάσει άμεσα να επανέλθει στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο, ενσωματώνοντας ό,τι έχει απομείνει από το παλαιό ΠΑΣΟΚ. Πέραν του ότι αυτό το γεγονός αντανακλά την καχεξία των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει το πραγματικό κοινωνικό βάθος που θα του επέτρεπε να κινηθεί ηγεμονικά στην ελληνική πολιτική σκηνή. Κατ’ αρχάς, διότι ο μαυρογιαλούρικος κρατισμός του ΣΥΡΙΖΑ, και η διαρκής κατάρρευση της Ελλάδας σε όλους τους διεθνούς δείκτες ανταγωνιστικότητας, έχουν δημιουργήσει μία ισχυρότατη ιδεολογική υπεροχή των αντικρατικιστικών δυνάμεων· δεύτερον, διότι, και στο επίπεδο των προβλημάτων που σχετίζονται με τα εθνικά θέματα (Σκόπια, Τουρκία, μεταναστευτικό), αντιπροσωπεύουν μια καταφανώς μειοδοτικότερη εκδοχή από τη Νέα Δημοκρατία και τη νέα κυβέρνηση· και τρίτον, διότι η σχετική υπεροχή του σε ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων αποτελούσε συνέπεια της παρουσίας του στον κυβερνητικό θώκο και της επιβίωσης εν μέρει των παλαιών πολιτικών αφηγήσεων εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα· και πλέον δεν ανταποκρίνονται σε κάποια ενεργό κοινωνική αντιπαράθεση. Το γεγονός ότι, στο εγγυημένο κοινωνικό εισόδημα, στο αφορολόγητο και στα διάφορα κοινωνικά επιδόματα, η Νέα Δημοκρατία ακολουθεί τουλάχιστον ανάλογη πολιτική με τον ΣΥΡΙΖΑ, αφαιρεί κάθε δυνατότητα αντιπροσώπευσης των λαϊκών στρωμάτων, τουλάχιστον για μια ορισμένη, σημαντική, χρονική περίοδο.
Ποια είναι τα κοινωνικά στρώματα και ομάδες στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξακολουθεί να διαθέτει μία σημαντική επιρροή και να εκπροσωπεί λίγο-πολύ τα συμφέροντά τους; Πρώτον, ένα τμήμα των ολιγαρχών που ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τις κρατικές προμήθειες και τα ΜΜΕ – τους περιβόητους «νταβατζήδες», με τους οποίους είχε επιχειρήσει να έρθει σε αντιπαράθεση ανεπιτυχώς ο Κώστας Καραμανλής. Ένα μεγάλο μέρος τους, όμως, λόγω της απώλειας της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προσανατολιστεί προς τους νέους διαχειριστές του κρατικού κορβανά. Δεύτερο, ένα μέρος των δημοσίων υπαλλήλων που θα πληγούν από τις διαδικασίες των μετατάξεων και της αξιολόγησης, καθώς και των συνδικαλιστών των ΔΕΚΟ, ιδιαίτερα της ΔΕΗ, των οποίων η ισχύς θα πληγεί, με τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μειώσεις των απολαβών τους. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν εδώ οι εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που είχαν εθιστεί σε ένα καθεστώς μειωμένων αποδόσεων και ευθυνών, ενώ είχαν διαποτιστεί από εθνομηδενιστικές και αποδομητικές αντιλήψεις. Τρίτον, ένα σημαντικό τμήμα της διανόησης και των καλλιτεχνών, στα πανεπιστήμια, στα ιδρύματα και στα ΜΜΕ, ο ρόλος των οποίων πιθανά θα υποβαθμιστεί εξ αιτίας της ανόδου των τεχνοκρατικών μεσαίων στρωμάτων, ενώ κάποιοι από αυτούς θα πληγούν, σε βάθος χρόνου, από τη μείωση της ιδεολογικής τους ισχύος και εξουσίας. Μαζί τους, ως ο δυναμικός βραχίονας των αντιδράσεων, οι δεκάδες χιλιάδες αμειβόμενοι των ΜΚΟ, σε συνέργεια και συνεπαφή με ένα μεγάλο κομμάτι παρασιτικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων, εκφραστών των πιο ακραίων παγκοσμιοποιητικών, δικαιωματιστικών και εθνομηδενιστικών αντιλήψεων, μαζί με κάποια τμήματα της φοιτητικής νεολαίας.
Αυτές οι κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες προφανώς δεν είναι αμελητέες, δεν αρκούν όμως για να αποτελέσουν ένα ισχυρό κοινωνικό υπόστρωμα που να αντιστοιχεί στην πολιτική τους υπεραντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜέΡΑ25 και εν μέρει του ΚΙΝΑΛ. Κατά συνέπεια, οι ευσεβείς πόθοι για τη μεταβολή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ δεν έχουν πραγματική βάση. Οι κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες εκπροσωπούν είναι εξαιρετικά ισχνές για να μπορούν να επιτύχουν τα…. 170 χιλιάδες μέλη (από τις 20-30 χιλιάδες που είναι σήμερα), που ονειρεύεται ο Τσίπρας, και τη μόνιμη και σταθερή επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός δευτέρου πόλου του πολιτικού συστήματος, λίγο πολύ ισότιμου με το «σύστημα Μητσοτάκης».
Αντίθετα, η ισχνότητα αυτών των κοινωνικών δυνάμεων κινδυνεύει να σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ταύτιση με σχετικά μικρές κοινωνικές ομάδες, που αναπόφευκτα θα αντιδράσουν στις ιδιωτικοποιήσεις και κυρίως στο σύνθημα «νόμος και τάξη» της κυβέρνησης, στη κατάργηση του ασύλου, στη «διευθέτηση» των Εξαρχείων, των διαμαρτυρόμενων μεταναστών κ.ο.κ. Και μια τέτοια συμπόρευση με δυνάμεις μειοψηφικές κινδυνεύει να συρρικνώσει ακόμη περισσότερο την κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να χαντακώσει οριστικά την απόπειρα της πασοκοποίησής του και της ενσωμάτωσης του ΚΙΝΑΛ. Πόσο μάλλον εάν οξυνθούν και οι αντιπαραθέσεις στα εθνικά θέματα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία παραδοσιακά ενδοτική πολιτική και δεν είναι δυνατόν να ενδυθεί κάποια πατριωτική λεοντή. Θα εμφανίζεται λοιπόν ως πολιτικός «γίγας» και ως κοινωνικός «νάνος» για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου, είτε άμεσα από τη κοινωνία είτε μέσα από το πολιτικό σύστημα, είτε και τα δύο μαζί, θα αναδειχθούν νέες πολιτικές δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να εγγραφούν στη νέα ιστορική περίοδο ως φορείς μιας αυθεντικά πατριωτικής εγχώριας εκδοχής του εκσυγχρονισμού, και να δημιουργήσουν ένα νέο κοινωνικό μπλοκ ενσωματώνοντας τα λαϊκά στρώματα της πόλης και της περιφέρειας.
Μια νέα ιστορική εποχή
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να καλύψει ολόκληρο το πεδίο της ελληνικής πολιτικής και ιδεολογικής πραγματικότητας. Όσο και αν διαθέτει ένα πραγματικό momentum –που της προσέφερε η καθυστερημένη επανεισαγωγή των ιδεολογικών κοινών τόπων της μεταπολίτευσης, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε, αποτυχαίνοντας οικτρά, να ξαναζεστάνει–, η νέα εποχή απαιτεί την ύπαρξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων έξω από το παρόν πολιτικό και ιδεολογικό σύστημα
Εν τέλει, λοιπόν, μέσα από οδύνες ανατροπών, που κράτησαν κυριολεκτικά δεκαετίες, η Ελλάδα μπαίνει στη νέα ιστορική εποχή, που ακολουθεί τη μεταπολίτευση, έχοντας χάσει έναν δεκαετή οικονομικό πόλεμο. Συνεπώς, αυτή η νέα εποχή ενδύεται αναγκαστικά τα χαρακτηριστικά της ανοικοδόμησης, την οποία και θέλει να εκπροσωπήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εν τούτοις, το αίτημα της «ανοικοδόμησης», μόνο του, δεν αρκεί για να απαντήσει στο βαθύτερο αίτημα της αναστροφής της παρακμής του ελληνισμού, που σοβεί εδώ και δεκαετίες, και εκεί θα κριθεί σε βάθος χρόνου και η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Και το αίτημα αυτό, μαζί με τις κοινωνικές του αντιστοιχίσεις, θα αναδυθεί αναπόφευκτα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Εισήλθαμε στην εποχή της μεγάλης μάχης για την επιβίωση του ελληνισμού και αυτό απαιτεί μια μεγάλη εθνική και λαϊκή κινητοποίηση, πρωτοφανών διαστάσεων, στη διάρκεια την οποίας θα πρέπει να αντιστοιχηθεί η πολιτική διαδικασία και το οραματικό πρόταγμα.
Εάν, αμέσως μετά την κατάρρευση του παλαιού συστήματος και την απαρχή της εποχής των μνημονίων, πολλοί ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να ανοίξει άμεσα η νέα ιστορική εποχή, με επικεφαλής τα θύματα της κρίσης, απεδείχθη ότι τα τελευταία δεν διέθεταν το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η απάντηση έμελλε να έρθει από δυνάμεις εντόςτου πολιτικού συστήματος, που επωμίστηκαν το αίτημα της μετάβασης σε μια νέα ιστορική εποχή. Άραγε, το ίδιο δεν είχε συμβεί το 1974 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας; Η μεγάλη διαφορά, είναι πως, τότε, την ιδεολογική ηγεμονία την είχαν οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Σήμερα, την ηγεμονία την έχουν οι δυνάμεις της Δεξιάς και του εκσυγχρονιστικού Κέντρου, ηγεμονία την οποία οικοδόμησαν, μέσα από την απόρριψη, ακριβώς, της ηγεμονίας των πρώτων· μιας ηγεμονίας που σημάδεψε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο και κατέληξε σε μια γκροτέσκα φάρσα, την οποία οι ζωντανές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας επιθυμούν διακαώς να αφήσουν οριστικά πίσω τους. Το ζήτημα είναι, και αυτό θα κριθεί τα επόμενα χρόνια, να υπάρξει και μια άλλη πολιτική και κοινωνική δύναμη που θα δώσει το πραγματικό της περιεχόμενο σε αυτή τη μεγάλη ανορθωτική επανάσταση. Διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821. «Σχέδιο 21», λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου