Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Η ακροσφαλής πολιτική της Τουρκίας στην πυραυλική άμυνα


H διαμάχη για τους S-400 μπορεί να κλονίσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για πολλά χρόνια. Η αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία και η δημαγωγία του Ερντογάν. Πως θα επηρεάσει τις εξελίξεις η εύθραυστη τουρκική οικονομία.

To παιχνίδι του δειλού που παίζει η Τουρκία με τον σημαντικότερο σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, έχει απρόβλεπτη εξέλιξη.
Η Τουρκία συνεχίζει να επιμένει πως θα πάρει το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400 τον επόμενο μήνα· οι ΗΠΑ λένε πως θα επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία εάν το κάνει. Είτε κάνοντας χρήση των προβλέψεων της Πράξης CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act), είτε τερματίζοντας την εμπλοκή της στο πρόγραμμα των F-35, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εφαρμόσουν αντίποινα που θα έβλαπταν την οικονομία της Τουρκίας. Όμως, ακόμα και όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλτ Τραμπ και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συζητήσουν την προοπτική για μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής για το θέμα, εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες στην Τουρκία είναι πιθανότερο να φέρουν τους προσχηματικά συμμάχους στον δρόμο της αντιπαράθεσης, παρά του συμβιβασμού.

Η Τουρκία τραβά τον δρόμο της

Και για τις δυο χώρες, διακυβεύονται βαθιά συμφέροντα. Ο άμεσος λόγος για την αγορά των S-400 έχει τη ρίζα του στην προηγούμενη αποτυχία της Άγκυρας και της Ουάσινγκτον να καταλήξουν σε συμφωνία για την πώληση των αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων Patriot στην Τουρκία, η οποία άρχισε να αγοράζει σύστημα αεράμυνας εν μέρει προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτόν της καθώς εμπλέκονταν όλο και περισσότερο στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.

Όταν όμως η Τουρκία διαφώνησε με τους όρους της συμφωνίας για τους Patriot, διενήργησε διαγωνισμό δεχόμενη άλλες προσφορές, και επιλέγοντας τελικά το ρωσικό σύστημα. Η απόφαση άφησε να αιωρείται μια αίσθηση έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, τροφοδοτώντας την επιθυμία της πρώτης να διαφοροποιηθεί σε ό,τι αφορά τους προμηθευτές όπλων της.
Από μόνοι τους, οι S-400 είναι μέρος μόνο της εξήγησης της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Για την Άγκυρα, η αγορά θα πρόσφερε αναβάθμιση των σχέσεών της με τη Ρωσία, η συνεργασία της οποίας καθίσταται όλο και σημαντικότερη για την Άγκυρα. Όλο και περισσότερο η σχέση αυτή έχει σημασία σε επίπεδο ασφάλειας και στρατηγικής, καθώς η άνοδος της Μόσχας είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη των στόχων της Άγκυρας στη Συρία.
Η αγορά ρωσικών όπλων βοηθά επίσης την Τουρκία να υλοποιήσει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της να διαφοροποιήσει τις προμήθειες όπλων και να επωφεληθεί της μεταφοράς τεχνολογίας από εταίρους εκτός ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπ’ ‘οψιν τις επαναλαμβανόμενες διαφωνίες τους σε θέματα πολιτικής και στρατηγικής.  Για τον Ερντογάν και το AKP, η αγορά του ρωσικού συστήματος παρά τις αντιρρήσεις των Αμερικάνων ικανοποιεί επίσης τους εθνικιστές και υπερεθνικιστές που απαρτίζουν σημαντικό κομμάτι της πολιτικής βάσης τους και οι οποίοι επιθυμούν να δουν την Τουρκία να δρα πιο ανεξάρτητα, επιδιώκοντας τα εθνικά της συμφέροντα.
Για τις ΗΠΑ, η αγορά των S-400 από την Τουρκία έχει ανησυχητικές στρατηγικές και στρατιωτικές συνέπειες. Μια δυνητικά επεκτατική ρωσο-τουρκική αμυντική σχέση θα περιέπλεκε τη συμμαχία των ΗΠΑ με την Τουρκία, παλαιού εταίρου στο ΝΑΤΟ. οι ΗΠΑ ανησυχούν επίσης πως η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σύστημα S-400 για να σκανάρει τα F-35 που σκοπό έχουν να πετούν στον Τουρκικό ουρανό –με τις πληροφορίες που θα προκύπτουν να καταλήγουν σε Ρωσικά χέρια.
Η Τουρκία έχει υποστηρίξει πως τα συστήματα S-400 ήδη  «πιάνουν» F-35 που περιπολούν κοντά στην περιφέρεια Λένινγκραντ γύρω από την Αγία Πετρούπολη, καθώς και τη Συρία, όμως δεν έχουν καταφέρει να πείσουν τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η Ουάσινγκτον εξετάζει το ενδεχόμενο επίκλησης της CAATSA, τερματίζοντας τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πολυεθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης των F-35, ή και επιβάλλοντας κυρώσεις μέσω της Πράξης Προστασίας των Αιθέρων του ΝΑΤΟ, η οποία βρίσκεται υπό επεξεργασία στο Κογκρέσο.
Τα συμφέροντα αυτά έχουν δημιουργήσει μια σύγκρουση μεταξύ δυο συμμάχων: η Τουρκία δεν θέλει να εμφανιστεί πως έκανε πίσω σε μια συμφωνία που επεδίωκε προ πολλού, ενώ πολλοί στις ΗΠΑ –όπως άτομα του Κογκρέσου- επιθυμούν να επιδιώξουν την αντιπαράθεση με την Τουρκία για τους S-400.

Τουρκική δημαγωγία

Έτσι, η Τουρκία βρίσκεται σε μια θέση όπου πρέπει να αποφασίσει εάν, με κάποιον τρόπο, θα κάνει πίσω στη συμφωνία για τους S-400 ή θα δεχθεί την πιθανή οικονομική ζημιά των κυρώσεων και την μελλοντική αποβολή της από το πρόγραμμα των F-35. Όμως ενώ η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά τις οικονομικές επιπτώσεις της επιλογής της, ωστόσο εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες ωθούν την Άγκυρα να παρακάμψει τα οικονομικά και να επιλέξει το ρωσικό σύστημα.
Ο Ερντογάν έχει αυξήσει την επιρροή του στη χώρα υποδαυλίζοντας το εθνικιστικό αίσθημα μέσω της αμφισβήτησης που εκφράζει συχνά για την φαινομενική Δυτική ιμπεριαλιστική πίεση κατά της χώρας του. Επί του παρόντος, ο Ερντογάν υπολογίζει πως οι αμερικανικές απειλές είναι μπλόφα, και έτσι οδηγείται στο να επιλέξει έναν δρόμο που ενισχύει τη δημοφιλία της κυβέρνησης. Όμως η εύθραυστη κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας δημιουργεί ερώτημα για το αν αξίζει τελικά για την Άγκυρα μια τέτοια παρακινδυνευμένη διπλωματία. Η οικονομία της χώρας διολίσθησε σε ύφεση το τελευταίο τρίμηνο του 2018, ενώ και η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους. Σε αυτό το διάστημα, η Τουρκία έβγαλε τα περισσότερα έσοδα από τις εξαγωγές –μόνο όμως επειδή η λίρα είναι τόσο αδύναμη που τα αγαθά της χώρας είναι πολύ φθηνότερα. Το επόμενο έτος, ο ιδιωτικός τομέας της Τουρκίας πρέπει να αποπληρώσει χρέος περίπου 140 δισ. δολαρίων, ενώ η εγχώρια κατανάλωση έχει «κατεβάσει ταχύτητα». Όμως το κενό των πέντε ετών μέχρι τις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές του 2013 αποτελεί μέρος των υπολογισμών της Άγκυρας αναφορικά με το οικονομικό ρίσκο, καθώς ο Ερντογάν πιστεύει πως έχει χρόνο να σταθεροποιήσει την οικονομία –ακόμα και αν οι ΗΠΑ επιβάλουν κυρώσεις που θα προκαλέσουν μαζική φυγή των ξένων επενδυτών ή πιέσουν ακόμα περισσότερο την αξία της λίρας.
Από την άποψη της άμυνας, η Τουρκία στοχεύει να φτάσει στην αυτάρκεια μέχρι το 2023 –στην εκατονταετηρίδα της εθνικής της ανεξαρτησίας· επί του παρόντος, λέει πως είναι κατά 70% ανεξάρτητη στον αμυντικό τομέα. Η αμυντική βιομηχανία έχει εμφανίσει εντυπωσιακά στοιχεία ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, καθώς οιεξαγωγές αυξήθηκαν κατά 64% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο και ξεπέρασαν τα 2 δις. δολάρια σε εξαγωγές για πρώτη φορά στην ιστορία, το 2018. Ασχέτως των στοιχείων αυτών, η Τουρκία μπορεί να είναι πρόθυμη να θυσιάσει την επιτυχία της αμυντικής της βιομηχανίας, υπό τον όρο οι κυρώσεις στο πλαίσιο της CAATSA –που θα στόχευαν μόνο τον αμυντικό τομέα- να μην βλάψουν κατά τα άλλα την ευρύτερη οικονομία της χώρας. Άλλωστε, ο αμυντικός τομέας της χώρας αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% της τουρκικής οικονομίας και απασχολεί μόλις 30.000 άτομα σε μια αγορά εργασίας 31 εκατομμυρίων ανθρώπων. Και, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που διέρρευσαν αναφορικά με πιθανές κυρώσεις στο πλαίσιο της CAATSA, οι αμερικανικές αρχές θα μπορούσα να απαγορεύσουν σε τρεις τουρκικές αμυντικές εταιρείες την πρόσβαση στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα –ένας περιορισμός που φυσικά θα έπληττε τις εν λόγω εταιρείες, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι θα έβλαπτε και την υπόλοιπη οικονομία.
Εν τούτοις, οι αμερικανικές κυρώσεις θα είχαν πραγματική επίπτωση στην Τουρκία. Κατ’ αρχάς, τέτοια μέτρα θα αντιπροσώπευαν μια πολιτική απογοήτευση για τους ηγέτες της χώρας, που έχουν συνδέσει μέρος του αφηγήματός τους για μια τουρκική αναβίωση στην επιτυχία μιας εύρωστης αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον, θα έπλητταν προσωπικά τον Ερντογάν, που έχει υποσχεθεί ανάπτυξη του τομέα. Και θα αποτελούσαν επίσης εμπόδιο για την ίδια την ασφάλεια της Τουρκίας, καθώς να επιβράδυναν την ώθηση της χώρας για αυτάρκεια, εμποδίζοντας τον σχηματισμό ενός αναπτυγμένου αμυντικού τομέα μέσω της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Και η αποχώρηση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 θα μπορούσε να της κόστιζε την απώλεια εξαγωγικών εσόδων ύψους 10 δισ. έως 30 δισ. δολαρίων από τα αμυντικά της προϊόντα.
Στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφασίσουν αντίποινα κατά της Τουρκίας, τότε τα οικονομικά προβλήματα της δεύτερης ενδέχεται να «καταπνίξουν» τις δεσμεύσεις της Άγκυρας στη συμφωνία για τους S-400 και να ανοίξουν τον δρόμο για πιο ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για το ζήτημα. Στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού, για παράδειγμα, η Τουρκία θα μπορούσε να βάλει στο ράφι το σύστημα S-400 ή να το δωρίσει σε κάποιον περιφερειακό σύμμαχο, όπως το Αζερμπαϊτζάν.
Τελικά, όμως, δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως ακόμα και μια μεγάλη οικονομική πίεση θα εξαναγκάσει την Τουρκία να συμβιβαστεί, κάτι που σημαίνει πως η διαμάχη για τους S-400 μπορεί να κλονίσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για πολλά χρόνια.


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου