ardin-rixi
Του Θόδωρου Ντρίνια
Το παρόν σημείωμα δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει την ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος της 7ης Ιουλίου. Επιχειρεί να συλλέξει στοιχεία και να εξάγει συμπεράσματα για τις πρόσφατες εκλογές, στο βαθμό που μπορούν να πυροδοτήσουν μια κριτική συζήτηση γύρω από το παρόν και το μέλλον του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου.
Η ΝΔ κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο, συγκρινόμενο με τη ρευστότητα του πολιτικού συστήματος και την εξάντληση των μεταπολιτευτικών εφεδρειών του από το 2010 και μετά. Κατέκτησε ένα ποσοστό (40%) και έναν αριθμό εδρών (άνετη αυτοδυναμία), τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να ονειρευτεί ούτε καν στις εκλογές του Γενάρη του 2015, όταν ο αντιμνημονιακός άνεμος φύσαγε ούριος στα εκλογικά πανιά του. Το +12% της ΝΔ από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 επιτεύχθηκε με αμφίπλευρη διεύρυνση του εκλογικού της ακροατηρίου: 5-6% από το χώρο της πέραν της ΝΔ δεξιάς και ακροδεξιάς, 4-5% από το χώρο της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς και μόλις 2-3% από το κοινό στο οποίο απευθυνόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, η ΝΔ εξέφρασε με συντριπτικό τρόπο την πλειοψηφία των κοινωνικών στρωμάτων και των ιδεολογικών χώρων που στοιχήθηκαν με τους «Μένουμε Ευρώπη» στο απολύτως ατυχές για αυτούς αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015. Με μια από τις γνωστές πανουργίες της Ιστορίας, οι ηττημένοι και χλευασμένοι εκείνου του καλοκαιριού διαμόρφωσαν έναν άτυπο ιδεολογικο-πολιτικό χώρο, στον οποίο στηρίχτηκε η θριαμβευτική επικράτηση της ΝΔ σήμερα. Χρειάστηκε να επισυμβούν, σταδιακά, η εξαπάτηση της μετατροπής του δημοψηφισματικού ΟΧΙ σε ΝΑΙ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ο έκτοτε ακραίος ενδοτισμός της απέναντι στους δανειστές, σε συνδυασμό με πολιτικές ακραίας φορολογικής αφαίμαξης των επιζησάντων της οικονομικής καταστροφής και να πειστεί, τέλος, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ένα ευμεγέθες τμήμα της λαϊκής αντιμνημονιακής δεξιάς ότι ο ενδοτισμός αυτός δεν θα σταματούσε πουθενά μπροστά στο στόχο διατήρησης της εξουσίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης πέτυχε κάτι αξιοθαύμαστο. Είναι η τέταρτη εθνική εκλογική αναμέτρηση μέσα σε επτά χρόνια, κατά την οποία κατάφερε να εκφράσει εκλογικά τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά συσπειρώνονταν γύρω από το ΠΑΣΟΚ πριν το 2010. Και αυτό, παρά την εντυπωσιακή του πολιτική μεταβολή μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια, από μια υποτιθέμενη δύναμη της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ένα απολύτως συμβιβασμένο κόμμα κυβερνητικής εξουσίας και παρά την επιβίωση και ύπαρξη ενός νόμιμου πολιτικού κληρονόμου εκείνου του χώρου (ΚΙΝΑΛ). Χρειάστηκε, βέβαια, να ενισχυθεί η παγιωμένη αυτή εκλογική βάση με τους ευνοημένους από τις πολιτικές κοινωνικής στήριξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με τους κοινωνικά αναβαθμισμένους λόγω σύνδεσής τους με αυτήν και να προκληθεί τελευταία στιγμή ο σχετικός τρόμος μπροστά στον επελαύνοντα «Μητσοτακισμό» σε ευαίσθητους, απέναντι σε αυτόν, χώρους (αριστερίζουσα δημοσιοϋπαλληλία, αριστερισμός, Εξάρχεια, κλπ.). Το μόλις -4%, σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, μόνο στρατηγική ήττα δεν μπορεί να θεωρηθεί, ιδιαίτερα όταν σε κρίσιμα ζητήματα (νέο μνημόνιο, Συμφωνία των Πρεσπών, ζητήματα ασφάλειας, κλπ.) η σχετική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του βρίσκονταν απέναντί του.
Μπορούμε, λοιπόν, να βγάλουμε κάποια βασικά συμπεράσματα από τούτες τις εκλογές και την πορεία προς αυτές:
- Η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο εξάντλησε οριστικά τη δυναμική της ως παράγοντας μεταβολής και ριζικής αλλαγής/αναδιάταξης/αναζωογόνησης του πολιτικού συστήματος, τουλάχιστον με το χαρακτήρα που έτεινε να λάβει από το 2010 έως το 2015. Η ολοσχερής εξαφάνιση πολιτικών δυνάμεων που σχηματίστηκαν και στις δυο πλευρές του διπόλου και έπαιξαν ρόλο στην πρώιμη μνημονιακή περίοδο (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ), η εκλογική κατάρρευση δυνάμεων που μεγεθύνθηκαν υπέρμετρα την ίδια περίοδο (Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων), η εκλογική ακαμψία του ΚΚΕ, η δραματική εκλογική απίσχναση της αντιμνημονιακής αριστεράς και άκρας αριστεράς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και φυσικά ο θρίαμβος της μνημονιακής ΝΔ, η τακτική, μόνον, ήττα του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και η άνετη εκλογική επιβίωση του μνημονιακού ΚΙΝΑΛ, είναι τα ξεκάθαρα σημάδια που αποδεικνύουν την παραπάνω εξέλιξη.
- Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτέλεσε τον καταλύτη για έναν καινούριο γύρο αλλαγών και ανατροπών στο πολιτικό σύστημα, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα και τους ευσεβείς πόθους αρκετών. Με έναν ειρωνικό τρόπο, «μπετονάρισε» έτι παραπάνω τους δύο κυρίαρχους κομματικούς πόλους του πολιτικού συστήματος (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίοι υποτίθεται ότι συγκρούστηκαν γύρω από το ζήτημα της υπογραφής της Συμφωνίας και ενίσχυσε τις αλλαγές που επιτελούνταν από την κατάρρευση του πολιτικού συμβολισμού της αντίθεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Η πρώτη (ΝΔ) πέτυχε την εκλογική λεηλασία του δεξιού πατριωτικού ακροατηρίου, το οποίο είχε απωλέσει την περίοδο 2010-2015˙ ο δεύτερος (ΣΥΡΙΖΑ) αναδείχθηκε ως ο χαρακτηριστικότερος εκφραστής (στο εσωτερικό και στο εξωτερικό) του αλήστου μνήμης «μετώπου της λογικής» στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων, συσπειρώνοντας αμφίπλευρα δυνάμεις, τόσο από την εθνοαποδομητική αριστερά όσο και την πάλαι Σημιτική και εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά.
- Το πολιτικό σύστημα τείνει να επανασταθεροποιηθεί γύρω από μια κατά βάση δικομματική μορφή που φαινομενικά παραπέμπει στον ήπιο δικομματισμό του 2000, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα κινούνται γύρω στο 70% του εκλογικού σώματος, συγκλίνουν προς το κέντρο (αφού συνέτριψαν τις μέχρι πρόσφατα ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνταν στα δεξιά και αριστερά, αντίστοιχα, άκρα τους) και οι στρατηγικές παραδοχές για τη χώρα είναι απολύτως κοινές: πλήρης υπακοή στους δανειστές και το ευρωπαϊκό κέντρο, αναζήτηση διεθνούς προστασίας (κυρίως από ΗΠΑ, Ισραήλ), πολιτική κατευνασμού/κουκουλώματος των εθνικών απειλών, παρασιτική «ανάπτυξη», κλπ.. Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, με ικανό κοινοβουλευτικό μέγεθος, θα τείνουν να λειτουργήσουν παραπληρωματικά στον κυρίαρχο δικομματισμό, κάθε φορά που εκείνος θα ανατρέχει σε «συνεργασίες» (ήδη δηλωμένη πρόθεση των ΚΙΝΑΛ, ΜεΡΑ25, Ελληνική Λύση, με την εξαίρεση του ΚΚΕ).
Αν τα πιο πάνω συμπεράσματα είναι λίγο – πολύ οφθαλμοφανή, χρειάζεται να προχωρήσουμε, στηριγμένοι σε αυτά, σε κάποιες πιο βαθιές διαπιστώσεις:
- Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, είτε δια της ψήφου της στις εκλογές είτε δια της μνημειώδους αποχής της από τις κάλπες (νέο ρεκόρ 43%), αναγνωρίζει πλέον την κατάσταση του διαιωνισμένου μνημονιακού ελέγχου και της γεωπολιτικής υποβάθμισης της χώρας ως μια κατάσταση κανονικότητας και όχι ως κατάσταση εξαίρεσης, την οποία θέλησε να αντιπαλέψει με όλες της τις δυνάμεις μέχρι το 2015 αλλά και μέχρι πρόσφατα με τη μαζική αντίθεση στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο αγώνας, προσωπικός ή (ολοένα λιγότερο) συλλογικός, έχει περάσει εδώ και καιρό στην προσπάθεια προσαρμογής σε αυτήν την κανονικότητα. Η επιλογή της ψήφου γίνεται στη βάση της προσδοκίας συντήρησης ή στοιχειώδους βελτίωσης της σημερινής δυσβάσταχτης για τους πολλούς οικονομικής, κοινωνικής και ψυχολογικής ατομικής ή οικογενειακής θέσης και όχι στη βάση μιας μεγάλης κλίμακας ανατροπής ή μιας προσπάθειας αναγέννησης του τόπου. Το θλιβερό καλοκαίρι του 2015 καταστράφηκαν οι όποιες ελπίδες για μια τέτοια εξέλιξη. Από δω και πέρα, η ψήφος στις εκλογές θα έχει ολοένα και λιγότερο στρατηγικό βάθος. Θα είναι μια τακτική επιλογή, ανάμεσα σε άλλες, εύκολα εναλλάξιμη (ίσως και ανταλλάξιμη) και θα συνοδεύεται από χαλαρή και σύντομη πολιτική δέσμευση ή αφοσίωση. Η ηρεμία του εκλογικού κοινού (με εξαίρεση τα διαδικτυακά τρόλ και περσόνες), η βουβαμάρα και η ουσιαστική έλλειψη ενδιαφέροντος ή ιδεολογικής αντιπαράθεσης που συνόδευσαν τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις από το Μάιο έως τον Ιούλιο, είναι ενδεικτικά χαρακτηριστικά της προαναφερθείσας κατάστασης.
- Το πολιτικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση βαλτώδους ακινησίας, παρά την ψευδαίσθηση κινητικότητας που δημιουργεί η πρόσφατη κυβερνητική εναλλαγή και οι ανακατατάξεις στα μικρότερα κόμματα (ήττα Χρυσής Αυγής και Ένωσης Κεντρώων, ανάδυση ΜεΡΑ25 και Ελληνικής Λύσης). Στο σύνολό του, είτε με τις μορφές που το ανανέωσαν την οκταετία της κρίσης (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) είτε με τις παραδοσιακές του εκφράσεις (π.χ. ΝΔ), είτε με τις εκάστοτε αντιπολιτευτικές εκδοχές του είτε με τις κυβερνητικές, αδυνατεί να προσφέρει οποιαδήποτε στρατηγική διέξοδο στα ποικίλα αδιέξοδα του Ελληνισμού (οικονομικά, γεωπολιτικά, δημογραφικά, πολιτιστικά, κλπ.), πέραν από εκείνη της εθελόδουλης προσαρμογής. Η γενικευμένη αποστασιοποίηση των πολιτών από τα τεκταινόμενα του πολιτικού συστήματος και η αδυναμία κοινωνικών δυνάμεων να παρέμβουν με ηγεμονικό τρόπο σε αυτά, καθιστά το πολιτικό σύστημα ολοένα και πιο αυτοαναφορικό, ολοένα και πιο προσανατολισμένο στην αναπαραγωγή του μέσα από την αναφορά του (άμεση ή έμμεση) στην «κρατική» πλευρά του – από την κυβέρνηση και τους δήμους ή τις περιφέρειες, μέχρι τις «ανεξάρτητες» αρχές και τις διασυνδεδεμένες επάλληλες δομές (ημι-κρατικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις, διακρατικοί θεσμοί αντιπροσώπευσης, ΜΚΟ που σχετίζονται με το κράτος, κλπ). Αυτή η συνθήκη, πέρα από μια (πραγματική ή εικονική) αίσθηση παγίωσης της πολιτικής σταθερότητας, φέρει και σημαντικές παράπλευρες συνέπειες για το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Από τη μία, ο τόσο απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία του βαθμός νομιμοποίησής του, ελαττώνεται διαρκώς στα μάτια των πολιτών. Από την άλλη, οι δυνατότητες αναζωογόνησής του περιορίζονται πλέον σε πρωτοβουλίες που θα παίρνει το ίδιο, στο εσωτερικό του (π.χ. υιοθέτηση της απλής αναλογικής). Μόνο που τα τρυκ ακόμα και του καλύτερου ταχυδακτυλουργού κάποτε εξαντλούνται. Συνεπώς, το υπό διαμόρφωση πολιτικό σύστημα του «νέου δικομματισμού», της «πολιτικής κανονικότητας» και της «ομαλότητας» είναι παγιδευμένο σε μια συνθήκη υψηλής εντροπίας. Στήνει την εικόνα της σταθερότητάς του σε ένα ιδιαίτερα ασταθές και ολισθηρό έδαφος, χωρίς ιδιαίτερα εφόδια για το μέλλον. Ένα τυχαίο κοινωνικό γεγονός, μια ρήξη στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. αλλά, κυρίως, μια ανατίναξη στην Ανατ. Μεσόγειο και μια πιθανή πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία θα αποκαλύψουν, πιθανώς με συνταρακτικό τρόπο, ότι το πολιτικό μας σύστημα – βασιλιάς είναι γυμνός.
Κάποιες επιπρόσθετες επισημάνσεις είναι εξίσου απαραίτητες:
- Η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν συγκροτημένες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες να μπορούν με ζωηρό και μαχητικό τρόπο να επιβάλλουν ή να καθορίζουν τις εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς του πολιτικού συστήματος, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις με συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα και προσδοκίες ή με συγκεκριμένες πολιτιστικές και ιδεολογικές αναφορές! Αντίθετα, τόσο η πρόσφατη μεγάλη εκλογική νίκη της ΝΔ όσο και η άνετη εκλογική επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν εφικτές, αν τα δυο κόμματα δεν στήριζαν τη στρατηγική τους σε συγκεκριμένους μαζικούς κοινωνικούς χώρους, πέραν των παραδοσιακών ιδεολογικών αναφορών τους και πέραν των μερίδων των (καταχρηστικά λεγόμενων) αστικών ελίτ, στις οποίες στηρίχτηκαν και τις οποίες στήριξαν, στο πλαίσιο της διαπάλη τους για την εξουσία. Η εκλογικά επιτυχής πολιτική στρατηγική τους ήταν, μάλιστα, αποτέλεσμα στόχευσης όχι πλειοψηφικών ακροατηρίων αλλά κυρίως συμπαγών μειοψηφικών κοινωνικών ή ιδεολογικών χώρων (π.χ. το 38% των φιλο-ευρωπαϊκών και φιλο-τεχνοκρατικών «Μένουμε Ευρώπη» η ΝΔ, το 30% που καταγράφηκαν ως υπέρμαχοι ή αδιάφοροι για τη Συμφωνία των Πρεσπών ή το 26% του πληθυσμού που είναι άνεργοι ο ΣΥΡΙΖΑ, κλπ.). Μια σχετική διαφωτιστική ανάλυση για την κοινωνική διαστρωμάτωση των κομματικών ακροατηρίων κάνει ο Γιώργος Καραμπελιάς σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Πολιτικός διπολισμός και κοινωνικά στρατόπεδα» ( http://ardin-rixi.gr/archives/212755 ).
- Η προσπάθεια να ερμηνευτεί ο διαφαινόμενος πολιτικός διπολισμός (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) ως αποτέλεσμα, όχι τακτικών επιλογών και συμμαχιών του πολιτικού συστήματος, αλλά ως αποτέλεσμα ενός υπό διαμόρφωση κοινωνικού διπολισμού γύρω από μια φιλελεύθερη και μια κρατιστική στρατηγική, είναι μάλλον πρώιμη. Οι λόγοι είναι αρκετοί και αναφέρουμε κάποιους: α) Ο εν λόγω διαχωρισμός έχει εμφανιστεί και στο πρόσφατο παρελθόν και μάλιστα με πολύ πιο έντονο τρόπο (π.χ. περίοδος 1990-93). β) Η ημι-αποικιοποίηση της χώρας από τις μνημονιακές πολιτικές και ο ασφυκτικός έλεγχος από τους δανειστές επιτρέπουν μόνο τακτικές κινήσεις και επιλογές. Έτσι, η στροφή στον «κρατισμό» ή το «φιλελευθερισμό» είναι υποχρεωτικά βραχυ-μεσοπρόθεσμες επιλογές, ισότιμες, στο βαθμό που δεν αμφισβητούν το μνημονιακό κορσέ και άρα δεν μπορούν να φέρουν το απαιτούμενο στρατηγικό βάθος που τους αποδίδεται. γ) Είναι επιλογές στις οποίες και οι δύο πολιτικοί πόλοι παλινδρομούν, παρά τις διακηρύξεις τους, κάθε φορά που η ανάγκη της παραμονής στην εξουσία το απαιτεί. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ (καθυστερημένα) συνειδητοποίησε ότι η παράταση της φορομπηχτικής πολιτικής σε βάρος των επιζησάντων του εμπορίου και των ελευθέρων επαγγελματιών οδηγούσε στη γοργή αποσταθεροποίησή του και προσπάθησε εσχάτως να πάρει μέτρα ελάφρυνσης (μείωση στο ΦΠΑ, σχέδιο αλλαγών στο νόμο Κατρούγκαλου, κλπ.). Αντίστοιχα, η ΝΔ, ακόμα και στις πρόσφατες εκλογές, πλήρωσε ακριβά την εγκατάλειψη χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη 1.000.000 πτωχευμένων μικρομεσαίων, στην πρώτη μνημονιακή της κυβερνητική περίοδο και λογικά ούτε θα διανοηθεί να πάρει πίσω τη νομοθετημένη από το ΣΥΡΙΖΑ δωρεάν ασφάλισή τους. δ) Είναι υπό διερεύνηση πόσο πραγματικά ανταγωνιστικές είναι αυτές οι «στρατηγικές», αν αποδεχτούμε τη θεωρία περί ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο αποτελείται από κόμματα – καρτέλ, τα οποία επιτυγχάνουν μια πολύμορφη και μακρόχρονη αλληλοδιείσδυση κόμματος και κράτους, μορφή στην οποία προσχώρησε με γιγαντιαία άλματα ο κυβερνητικά νεοφώτιστος ΣΥΡΙΖΑ. ε) Οι ίδιες οι κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες υποτίθεται ότι έλκονται από το «φιλελευθερισμό» ή τον «κρατισμό», είναι επί το πλείστον χαλαρές, ασύνδετες, αλληθωρίζουσες συχνά μεταξύ των δύο επιλογών και με δυσκολία μπορούν να συγκροτήσουν κοινωνικές συμμαχίες σαν αυτές που γνωρίσαμε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και να προσφέρουν στρατηγική διάσταση στη μία ή την άλλη επιλογή. [Είναι για παράδειγμα δυσερμήνευτα, υπό το πρίσμα αυτής της αντίθεσης, η λελογισμένη ήττα της ΝΔ στους δημόσιους υπαλλήλους ή το σαρωτικό ποσοστό που επέτυχε στους συνταξιούχους. Αντίστοιχα δυσερμήνευτη είναι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ σε μεσοστρωματικά στρώματα που δραστηριοποιούνται στις «φιλελεύθερες» βιομηχανίες του θεάματος, της τέχνης, της διαφήμισης, της νέας οικονομίας, κλπ.]. Επομένως, μια τέτοια θεώρηση γενικεύει μια, σαφώς υπαρκτή, διάσταση σε τέτοιο βαθμό, ώστε εντέλει να υποτιμώνται αναλυτικά ένα πλήθος ιστορικών, ιδεολογικών ή πολιτισμικών παραγόντων.
- Η έννοια του πατριωτισμού, τουλάχιστον τρεις φορές την τελευταία οκταετία, κατέλαβε δεσπόζουσα θέση στην πολιτική επικοινωνία: κατά το μαζικό κίνημα των «Πλατειών» και των «Αγανακτισμένων», κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 και στο διάστημα πριν την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό αποτύπωμα που άφησε στη διακυβέρνηση της χώρας είναι τελείως αναντίστοιχο. Στη βάση του πατριωτισμού, η πολιτική τράπουλα ανακατεύτηκε αρκετές φορές την περίοδο της κρίσης˙ η στρατηγική αποδοχής της υποτέλειας και του ενδοτισμού από το πολιτικό σύστημα, όμως, δεν άλλαξε. Δεν έγινε εφικτή η διαμόρφωση ενός πατριωτικού κινήματος που θα ανέτρεπε την πιο πάνω στρατηγική ούτε ενός μαζικού πολιτικού φορέα που θα διεκδικούσε την αλλαγή των συσχετισμών στη διακυβέρνηση της χώρας. Ο πατριωτισμός αποτέλεσε συχνά τη βασική έκφραση του 70% του λαού, όμως πολιτικά αξιοποιήθηκε από μειοψηφικές ομάδες απατεώνων, τσαρλατάνων, φασιστών και εγκληματιών για να εισέλθουν στα κοινοβουλευτικά σαλόνια και στη συνέχεια να ενσωματωθούν στην κυρίαρχη στρατηγική ή να εξαφανιστούν τόσο γρήγορα όσο αναδείχθηκαν.
Για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, ο πατριωτισμός και η κατά περιόδους έξαρσή του, αντιμετωπίστηκε σαν κάτι το φυσικό, το αυτονόητο ή το αναγκαίο αλλά όχι σαν τη βάση ενός προγράμματος που θα άλλαζε τη ζωή της και θα μπορούσε να δώσει μια διέξοδο πέρα από την κανονικότητα των μνημονίων και της υποτέλειας. Ούτε υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις (πέραν των φαιδρών και των επικίνδυνων), οι οποίες να καταθέσουν ένα τέτοιο ανταγωνιστικό και συνάμα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα απευθυνόταν, αντίστοιχα, σε συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις για να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους. Για τις πιο σοβαρές πολιτικές προσπάθειες (εκείνες που αναφέρονται στο δημοκρατικό πατριωτικό χώρο), ο πατριωτισμός λειτουργεί σαν το ωραίο και συγκινητικό περιτύλιγμα ενός πολιτικού πακέτου, το οποίο προσφέρεται σε όλους, εντούτοις παραμένει προγραμματικά και οργανωτικά κενό˙ γι αυτό και τραγικά ανεπίδοτο, όπως έδειξε η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, λίγους μόλις μήνες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Συμπεραίνοντας από τα παραπάνω, το να χρεώνουμε στην «κακή μουτσούνα» του λαού μας τις απογοητευτικές πολιτικές εξελίξεις και τα συναφή αδιέξοδα, είναι εξίσου αντιπαραγωγικό με την κατά περιόδους «αγιοποίησή» του, αν και αμφότερα είναι κατανοητά από τη σκοπιά της ψυχολογικής και συναισθηματικής (εκ)τόνωσης. Ας μην ξεχνάμε, όσοι και όσες παλεύουμε για το στήσιμο μιας πολιτικά ανταγωνιστικής δύναμης, ότι η προσπάθειά μας αυτή δεν τροποποιεί το γεγονός ότι είμαστε κι εμείς «αρουραίοι που τρέχουν στα ίδια υπόγεια και σκοτεινά τούνελ με τους άλλους αρουραίους».
Εξίσου αντιπαραγωγική, αν και απολύτως κατανοητή από σκοπιά πολιτικού οπτιμισμού και προσωπικής κινητοποίησης, τείνει να γίνει μια ανάλυση, η οποία, σε κάθε μείζονα πολιτική αλλαγή, αναγγέλλει το «τέλος» μιας ιστορικής περιόδου – «το τέλος της μεταπολίτευσης». Ιδιαίτερα όταν η αναγγελία αυτή μετράει σχεδόν 30 χρόνια ζωής! Το 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο, πέραν των άλλων, στηρίχτηκε στη μαζική ενεργοποίηση «αντι-» ανακλαστικών που αναφέρονται στα μακρινά 1989 και 1993, δεν ερμηνεύεται τόσο εύκολα υπό το πρίσμα ενός «τέλους».
Θα μπορούσε, γενικά, να γίνει αποδεκτή η περί «τέλους» ορολογία, αν προκύπτει από τις εξελίξεις σε ένα πλήθος τομέων της συλλογικής ζωής, στους οποίους παρατηρείται ριζική ασυνέχεια ή τομή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, τουλάχιστον σε πρώτη παρατήρηση. Πιο συγκεκριμένα, στην ελληνική περίπτωση και σε σχέση με ένα πιθανό τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου, θα πρέπει να μελετηθεί πόσο ριζικά έχουν μεταβληθεί παράγοντες όπως: 1) το μεγάλο ειδικό βάρος και η έκταση των μικρομεσαίων/μικρο-ιδιοκτητικών στρωμάτων, 2) η πολιτειακή μορφή του πολιτικού συστήματος, 3) η επιλογή γεωπολιτικού στρατοπέδου και υπερεθνικών συσσωματώσεων, 4) η κεντρική σημασία του κράτους στην κοινωνική αναπαραγωγή, 5) η ύπαρξη της Τουρκίας ως βασικής εξωτερικής απειλής. Γενικά, ο γράφων το παρόν σημείωμα έλκεται περισσότερο από μια μη-γραμμική, εξελικτική θεώρηση, κατά την οποία κάποια στοιχεία του παρελθόντος αναπαράγονται αυτούσια, άλλα τροποποιούνται ελαφρά ή προσαρμόζονται, άλλα αλλάζουν ριζικά ή ατονούν (ακόμα και έως εξαφανίσεως) ενώ προστίθενται πρωτόγνωρα. Εμφανείς τομές μπορούν να εντοπιστούν μετά από γεγονότα όπως: μια κρίσιμη πληθυσμιακή μεταβολή (λόγω φυσικής, υγειονομικής ή πολιτικής καταστροφής μεγάλης κλίμακας), ένας πόλεμος, μια εχθρική κατάκτηση, μια πολιτειακή μεταβολή, κλπ. Εν πάση περιπτώσει, είναι στην ερμηνευτική ευχέρεια του μελλοντικού ερευνητή να περιοδολογήσει ακριβέστερα τις ιστορικές φάσεις και λιγότερο στην ικανότητα ημών, των σύγχρονων υποκειμένων, που ζούμε εντός της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής της οποίας επιχειρούμε την περιοδολόγηση. Αν παρ’ όλα αυτά και για λόγους πολιτικού και νοηματικού συμβολισμού, θέλουμε να στοιχειοθετήσουμε μια στιγμή «τέλους» ή «ολοκλήρωσης ενός ιστορικού κύκλου», τότε ο κύκλος της μεταπολίτευσης, με γεωμετρική αναλογία, πιθανόν να κλείσει με τον τρόπο που ξεκίνησε, με μια μείζονα εθνική καταστροφή, όπως εκείνη της εισβολής του «Αττίλα» στην Κύπρο, τον μακρινό Ιούλη του ’74.
Ολοκληρώνοντας, αν κάποιες από τις παραπάνω διαπιστώσεις είναι εύλογες, τότε υπηρετούν το σκοπό για τον οποίο κατατέθηκαν. Δηλαδή, να εκκινήσει μια ερμηνευτική και αναστοχαστική διαδικασία στους χώρους εκείνους που επιθυμούν να συμβάλλουν στη συγκρότηση μιας ανταγωνιστικής, προς το σημερινό πολιτικό σύστημα των αναπαραγόμενων αδιεξόδων και της υποτέλειας, δύναμης. Ιδιαίτερα, σε εκείνους που δεν βλέπουν ξέχωρα την ιδεολογική από την οργανωτική συγκρότηση, την προγραμματική δουλειά από την πρακτική πολιτική παρέμβαση. Είναι αντικείμενο ενός επόμενου σημειώματος τι πρακτικά σημαίνουν οι πιο πάνω επισημάνσεις στην πορεία συγκρότησης ενός, υπό διαμόρφωσιν, δημοκρατικού πατριωτικού χώρου. Αν μας επιτρέπεται, πάντως, μια βεβαιότητα, είναι η πεποίθηση ότι η ακινησία του βαλτωμένου πολιτικού συστήματος δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Είναι πολλά τα αδιέξοδα που έχουν συσσωρευτεί και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν ο πολιτικός βάλτος αναδευτεί, δεν θα εκλυθούν μόνο τα εγκλωβισμένα δύσοσμα αέρια της αποσύνθεσης αλλά θα αναδυθεί και η γόνιμη ύλη που είχε κατακάτσει. Θα είμαστε πολιτικά παρόντες;
Θόδωρος Ντρίνιας
Πάτρα, Ιούλης 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου