Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Η υφέρπουσα ελληνική και η ευρωπαϊκή χρεοκοπία

Το Ποντίκι

Του Θεόδωρου Παπαηλία,
καθηγητή ΤΕΙ Πειραιά


Α. Εσωτερική κατάσταση

Οι συνέπειες των ψηφισθέντων μέτρων του Νοεμβρίου (νέο Μνημόνιο) δεν έχουν εμφανισθεί πλήρως (λόγου χάριν οι μειώσεις σε μισθούς - συντάξεις). Μετά τον Απρίλιο (και μετά την απαλλοτρίωση των δώρων) θα παρουσιάζουν ουσιώδη επίδραση στην κατανάλωση των μισθωτών κ.λπ. (ιδιαίτερες επιπτώσεις αναμένονται σε αρκετές κατηγορίες πληθυσμού (ειδικά μισθολόγια, ΔΕΚΟ κ.λπ.).

1 Σύμφωνα με τους δανειστές, στα τέλη Δεκεμβρίου 2013 η ύφεση θα είναι της τάξης του 4,5% και το ΑΕΠ θα κυμανθεί στα 183 δισ. ευρώ. Μονίμως, τόσο για λόγους ψυχολογικούς όσο και για να καταστεί αποδεκτό το πρόγραμμα λιτότητος από την εσωτερική και διεθνή κοινή γνώμη (αλλά εν μέρει λόγω ασχετοσύνης των ημεδαπών και αλλοδαπών εμπειρογνωμόνων προς την ελληνική οικονομία), υποεκτιμώνται οι συνέπειες. Μια πτώση του εισοδήματος το 2013 πλέον του 6% φαίνεται πιθανότερη, με το ΑΕΠ να κυμαίνεται περί τα 177 δισ. ευρώ, ήτοι στα επίπεδα προ του 2003.
Εάν ληφθεί υπ’ όψιν η αγοραστική δύναμις, το ύψος των τιμών, τότε μπορεί κανείς να εικάσει ότι για το μέγιστο μέρος των κατοίκων το επίπεδο επανέρχεται σε αυτά της δεκαετίας 1980, αν και για ορισμένα εισοδηματικά κλιμάκια σε αυτά του 1970. Σημειώνεται ότι η δυναμική παραμένει αρνητική (περαιτέρω καθίζηση). Το ΔΝΤ μετά την αποτυχία πρόβλεψης το 2010 (το 2012 θεωρείτο έτος εξόδου από την κρίση) μεταθέτει τις θετικές εξελίξεις για το 2015.


2 Το 2012 οι απασχολούμενοι ανέρχονταν σε 3,7 εκατ., ενώ οι συνταξιούχοι στα 3 εκατ. και οι άνεργοι στα 1,3 εκατ. άτομα. Δεδομένου ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι αναδιανεμητικής μορφής (οι κρατήσεις της παρούσας γενεάς στηρίζουν τις συντάξεις της προηγούμενης) τεκμαίρεται ότι όταν ο μισθός των νεοδιοριζομένων κυμαίνεται στα 510 ή 580 (αναλόγως της ηλικίας) ή 750 στο Δημόσιο (του λέκτορα περί τα 1.300) είναι δύσκολο το σύστημα να συνεχίζει να χορηγεί συντάξεις 1.000 ευρώ ή 1.800 ή επιπλέον.

Φαίνεται, δηλαδή, μετά το PSI και την απομείωση των αποθεματικών των ταμείων (που είχαν τοποθετηθεί σε ομόλογα, τα οποία «κουρεύτηκαν»), ότι το σύστημα θα βρεθεί προ αδιεξόδου. Η λύση της συγχώνευσης, ώστε τα διαθέτοντα πόρους να στηρίξουν τα πτωχευμένα, είναι βραχυπρόθεσμη. Επειδή φαίνεται απίθανο, με τις συνθήκες που επικρατούν, να απασχοληθεί μεγάλο τμήμα των 1,3 εκατ. ανέργων, ώστε οι εισφορές τους να μειώσουν την πίεση επί των ταμείων, μια περαιτέρω ελάττωση των συντάξεων προβάλλει ως εξαιρετικά πιθανή, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις.

3 Ακόμα και αν μικρύνει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, όπως υπολογίζεται, πάλι δεν προκύπτει μακροχρονίως λύση. Είναι προφανές ότι μια συρρίκνωση του δημοσίου χρέους θα κατακρημνίσει το ύψος των τόκων, που, παρά την κάμψη των επιτοκίων, που αποφάσισαν οι δανειστές τον Δεκέμβριο 2012, βαραίνουν δυσβάστακτα τον κρατικό προϋπολογισμό. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το αίτιο της αντιπαράθεσης μεταξύ του ΔΝΤ και των χωρών της ευρωζώνης.
Εφ’ όσον οι «διασώστες» κρίνουν ότι η κυβέρνηση τήρησε τα υπεσχημένα, ελάττωση κατά 60-90 δισ. ευρώ του χρέους – των περί τα 200 δισ. που έχουν από την έναρξη λειτουργίας του μηχανισμού χορηγήσει οι χώρες – μετά τις γερμανικές εκλογές πιθανολογείται. Αλλιώς η άτακτη χρεοκοπία δύσκολα αποτρέπεται. Μια τέτοια λύση, στην οποία επενδύουν η τρικομματική κυβέρνηση και οι αγορές, θα αποσυμπιέσει το βάρος των τόκων (ανακύπτουν βεβαίως εναλλακτικά σενάρια, όπως μείωση του χρέους κατά ένα τμήμα και μεταφορά ενός άλλου σε βάθος χρόνου, ώστε η επιβάρυνση των αμέσως προσεχών ετών να είναι μικρότερη).

4 Εντούτοις οι όποιες αυτές δράσεις κινούνται σε στενό ορίζοντα. Το δημόσιο έλλειμμα, όπως και το δημόσιο χρέος, συνιστούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σύμπτωμα και όχι το κύριο πρόβλημα. Η ελληνική οικονομία από το 1950 (για να αναφερθεί κανείς στη σχετικά πρόσφατη περίοδο) δεν κατάφερε – και ούτε ήταν εύκολο – να αναπτυχθεί, να αποφύγει τις συμπληγάδες της υπανάπτυξης. Έτσι ένα (1) εκατ. μετανάστες οδηγήθηκαν στην αλλοδαπή στο διάστημα 1951-71, ενώ η μη ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα εξανάγκασε το Δημόσιο να απορροφήσει την ανεργία.

Τοιουτοτρόπως, είτε η αυτοαπασχόληση (1,1 εκατ. άτομα) είτε η πρόσληψη στο Δημόσιο (στενός και ευρύτερος με περίπου 1 εκατ. άτομα) είτε η παραμονή στον αγροτικό χώρο (900 χιλ. το 1990 , 600 χιλ. το 2010) συγκράτησαν τον πληθυσμό. Η απασχόληση στη βιομηχανία υπήρξε μικρή και μετά το 1973 ξεκίνησε η αποβιομηχάνιση. Η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 και η χρήση του ευρώ το 2002 επιτάχυναν την κρίση, φαλκιδεύοντας τις όποιες δυνατότητες ανάκαμψης. Το 93% των απασχολουμένων ανήκει σε επιχειρήσεις που απασχολούν κάτω από 10 άτομα. Όθεν, η κρίση στην Ελλάδα είναι δομική (αυτό αντανακλάται στο εμπορικό ισοζύγιο).

Συνεπώς, έπειτα από όλα αυτά ανακύπτουν τα ερωτήματα:

α. Με ποια πολιτική θα απασχοληθούν οι άνεργοι (αφού οι δυνατότητες μετανάστευσης περιορίζονται), στον αριθμό των οποίων πρέπει να προστεθούν τουλάχιστον 400 χιλ. άτομα, που βρίσκονται υπό καθεστώς λανθάνουσας ανεργίας;
β. Είναι σε θέση μεσοπρόθεσμα οι Ευρωπαίοι «διασώστες» να υποστηρίξουν το εγχείρημα αποφυγής της χρεοκοπίας;

Β. Οι εξωτερικές εξελίξεις

5 Στο διάστημα 1800-1870 η Δύση είχε σε σημαντικό βαθμό εκβιομηχανισθεί. Η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας στη δεκαετία 1880 επί Βίσμαρκ, η γενίκευσή του στον Μεσοπόλεμο σε όλες τις χώρες, αν και σε διαφορετικό βαθμό, είχε ως απόρροια να αλλοιωθούν οι πολιτικές εξελίξεις. Η διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου (γυναίκες κ.λπ.) και η κρίση 1929-33 με την επακόλουθη κεϋνσιανή πολιτική επέτρεψαν εκτεταμένο παρεμβατισμό και νόθευση του καπιταλισμού, αφού η δράση του Δημοσίου στην οικονομία υπήρξε ευρύτατη. Η μεσαία τάξη γιγαντώθηκε και οι κρίσεις θεωρήθηκε ότι ανήκαν στο παρελθόν.

Ο προγραμματισμός, λέξη «ανήθικη» στο φιλελεύθερο λεξιλόγιο, θεωρήθηκε αυτονόητος. Αυτή η αντίληψη, με στόχο κυρίως την αναδιανομή και λιγότερο την παραγωγή, κάτι που στην πραγματικότητα ερχόταν σε ρήξη με τη βαθύτερη κεϋνσιανή λογική1, είχε ως απόρροια τη σταδιακή επιβράδυνση της ανάπτυξης της Δύσης. Παράλληλα, οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού καρκινοβατούσαν οικονομικά και ιδεολογικά. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 ανιχνεύονταν τα σημάδια της κρίσης.
6 Μεταξύ 1945 και 1975 το μεγαλύτερο μέρος των πρώην αποικιών απέκτησε εθνική ανεξαρτησία και σταδιακά ξεκίνησαν να αναπτύσσονται. Η πρώτη ρωγμή στα χρόνια της ευφορίας παρουσιάσθηκε με την πετρελαϊκή κρίση το 1973, και το χάσμα στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως στον Δυτικό Κόσμο, ήρθε με τη δεύτερη, το 1979. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι οι ισχυρές οικονομίες ποδηγέτησαν το κίνημα των χωρών του ΟΠΕΚ και η τιμή μειώθηκε.

7 Το διευρυνόμενο κράτος πρόνοιας χρηματοδοτείτο μέσω εκτεταμένης φορολογίας, δηλαδή επιβάρυνσης των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης καθώς και της ordo senatorius. Διότι φόρους δεν πληρώνουν οι πένητες, ενώ το κατώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης, λόγω της προοδευτικής φορολόγησης, λίγους. Επιπροσθέτως, η άνοδος της ισχύος των εργατικών συνδικάτων και η ανέλιξη των κοινωνικά κατώτερων ανέτρεπε τον κοινωνικό δαρβινισμό· ο μετασχηματισμός αυτός αμφισβητούσε τη μακραίωνη αντίληψη των πραγμάτων και θεωρήθηκε ύβρις.

Η νίκη των κυβερνήσεων Θάτσερ (1979) και Ρήγκαν (1980) απετέλεσε την αντίδραση των κυρίαρχων και ο φιλελευθερισμός μεσουράνησε. Το κράτος πρόνοιας, ως ακριβό κάλυμμα, αμφισβητήθηκε έντονα. Η κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού (1989-91) διέλυσε το αντίπαλο δέος, το τέλος της ιστορίας διακηρύχθηκε και η επιστροφή στις αξίες του γνήσιου καπιταλισμού, δηλαδή του ατομικισμού, κυριάρχησε. Έτσι, η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 προήλθε ως λογικό επακόλουθο (κάτω του 3% το δημόσιο έλλειμμα, μικρότερο του 60% το χρέος, ουδεμία πρόνοια περί ανεργίας).

Είναι προφανές ότι, αν αυτή είχε συνομολογηθεί προ 10ετίας ή 15ετίας, οι προτεραιότητες θα διαφοροποιούντο ουσιωδώς. Η σταθερότητα των τιμών – χαμηλός πληθωρισμός – και η «συνετή» δημοσιονομική πολιτική απετέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους. Τοιουτοτρόπως, όχι τυχαίως αλλά ενδογενώς, τα στρώματα που ανέλαβαν τα ηνία στην πολιτική διοίκηση επέβαλαν την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και των μηχανισμών ελέγχου.

8 Υπήρξε όμως ουσιώδες αίτιο, που υποκρύπτετο, και καθόριζε ή έστω ενίσχυε αυτές τις τάσεις. Η παγκοσμιοποίηση, που μέχρι τότε άλλοτε βρισκόταν στο προσκήνιο άλλοτε αποσυρόταν, τώρα, ιδιαίτερα μετά το τέλος του υπαρκτού, κυριάρχησε απόλυτα. Καθ’ όλην την εκατονταετία (1870-1970) πραγματοποιούνταν αλλαγές, που διέφευγαν την προσοχή. Ενώ πριν από το 1870 βαρύνοντα, αν και όχι τον αποκλειστικό, ρόλο στην οικονομία έπαιζε το ατομικό κεφάλαιο και οι μικρές επιχειρήσεις, σταδιακά οι καινοτομίες, οι νέες μέθοδοι παραγωγής, έσυραν στην επιφάνεια το χρηματιστηριακό.

Η άνοδος των ανωνύμων εταιρειών και η συμμετοχή των τραπεζών στο κεφάλαιό τους (προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τον τεχνολογικό μετασχηματισμό) είχε ως απόρροια στο διάστημα 1875-1914 να εγκαθιδρυθούν τα ολιγοπώλια και τα καρτέλ. Αυτό ανέτρεπε τα παραδεδεγμένα του πλήρους ανταγωνισμού και οι ιθύνοντες προσπάθησαν, μέσω ελέγχων, να περιορίσουν τις δράσεις τους. Παρά τις αναθεωρήσεις των συνταγμάτων και τους ψηφισθέντες δρακόντειους νόμους, δεν φάνηκε η πολιτική, ως αναμένετο, να επιβάλλεται στο οικονομικό γίγνεσθαι. Συνεπώς, ενώ η θεωρία διδάσκει ότι ο ανταγωνισμός φθείρει τα ολιγοπώλια, συνέβη το αντίθετο. Ταυτοχρόνως, πραγματοποιήθηκαν διαφοροποιήσεις, που δεν εμφανίζονταν στον ορίζοντα κάποιας Οικονομικής Σχολής.

Το 1918 στις ανεπτυγμένες οικονομίες το μέγιστο μέρος του ΑΕΠ προήρχετο από τη βιομηχανία και στον δευτερογενή τομέα απασχολείτο η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού, που ήταν εργάτες (κυρίως χειρώνακτες). Στον Μεσοπόλεμο η κατάσταση αρχίζει να τροποποιείται. Η μετάλλαξη όμως δεν καθίσταται απτή. Οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες, που είχαν ξεκινήσει αρχικά με την υποστήριξη των κανονιοφόρων την είσοδό τους στον κόσμο της υπανάπτυξης, επιβάλλονται (η συναλλαγή με τις τοπικές ολιγαρχίες ήταν εύκολη και αναμενόμενη) και μετατρέπονται σε πολυεθνικές. Μετά το 1945 θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Αλλά η νέα τεχνολογία μεταστοιχειώνει την εργασία.

Το 1990 τα 2/3 του ΑΕΠ προέρχονται από τις υπηρεσίες. Ακόμη και στις καθαυτό βιομηχανικές επιχειρήσεις κυριαρχεί πλέον ο υπάλληλος, ενώ ο εργάτης περιθωριοποιείται. Αυτό επιφέρει ουσιώδεις ιδεολογικές και άρα πολιτικές συνέπειες (αποκλίνει το σκέπτεσθαι του «μπλε» από εκείνο του «λευκού κολάρου»). Κάτω από αυτούς τους όρους διαφοροποιείται και η εκλογική συμπεριφορά, όπως προαναφέρθηκε. Διότι, οι ωφελημένοι από το κράτος πρόνοιας ήταν οι υπάλληλοι και πολύ λιγότερο οι εργάτες. (Ο καλά αμειβόμενος υπάλληλος, λόγου χάριν, της τράπεζας, των οποίων η δύναμις διευρύνετο, αποτελεί τον απώτερο στόχο του κατώτερου, εμφανίζει διαφορετική κοσμοαντίληψη από εκείνη του ημερομίσθιου ή του μικροεπαγγελματία).

9 Η διείσδυση του κεφαλαίου, με την κατάργηση κάθε δασμού (λόγω ΠΟΕ, παλαιότερα λόγω GATT), ενισχύεται και ενθαρρύνεται από τις κυβερνήσεις των δυτικών κρατών. Η πολιτική αυτή, γνωστή από τα χρόνια 1880-1920 (βλέπε την προσέγγιση των Hilferding, Hobson, Luxemburg, Lenin κ.λπ.), διευρύνεται στα έτη 1945-1990 προκειμένου, τύποις, να αφαιρεθεί το πεδίο δράσης των χωρών του υπαρκτού. Το νέο τεχνολογικό κύμα, χάρις στην πληροφορική, σταδιακά ανεξαρτητοποιεί τις μεγάλες επιχειρήσεις (ήδη με χαλαρούς δεσμούς με τον εθνικό ορίζοντα). Το κεφάλαιο αρχίζει να μη λειτουργεί με το σχήμα της μητρικής στο κέντρο και τις θυγατρικές στις αποικίες· συχνά ο κύριος όγκος παραγωγής μεταφέρεται πλέον στην περιφέρεια.

Η διττή κίνηση, γνωστή παλαιόθεν, ενισχύεται: κεφάλαιο από το κέντρο, εργατικό δυναμικό από την περιφέρεια· τουτέστιν χρήμα και εργατικό δυναμικό ρευστοποιούνται. Τώρα και η μητρική τείνει να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δραστηριότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες (η φορολογική ασυλία, οι σαθρές εργασιακές σχέσεις ελκύουν). Εφ’ όσον συνεχισθούν οι τάσεις αυτές, μια αποσυσσώρευση κεφαλαίου θα πραγματοποιηθεί στις ανεπτυγμένες χώρες, αφού πλέον το κόστος εργασίας, παρά τη συγκράτησή του, παραμένει υψηλό σε σχέση με αυτό των αναδυομένων.

1. Σε αντίθεση με τον θρύλο, που ενισχύθηκε από την αντιπαλότητα των «καθαρών» οικονομολόγων, ο Κέυνς κινείτο σε συντηρητικό έδαφος και είναι βέβαιο ότι δεν θα επιδοκίμαζε τις δοξασίες πολλών οπαδών του.

Οι προοπτικές

Η Γερμανία λόγω συνένωσης εγκλιματίσθηκε ταχύτερα στις νέες εξελίξεις (το πολιτικό σύστημα επ’ αφορμή αυτής ακολούθησε πολιτική συρρίκνωσης των μισθών, άρα συμπίεση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων). Επί του παρόντος (λόγω του χαμηλού κόστους και της τεχνολογικής βελτίωσης που επέτυχε) αντιμετωπίζει τα μικρότερα προβλήματα και πιέζει τους υπόλοιπους, με το παράδειγμά της, στην άσκηση παρόμοιας πρακτικής.
Η πολιτική αυτή ασκήθηκε από όλους τους κομματικούς σχηματισμούς (από τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι τους χριστιανοκοινωνιστές). Αντίστοιχα μέτρα προτάθηκαν και λαμβάνονται από όλη την ευρωζώνη. Η βαριά φορολογία αναγκάζει το κεφάλαιο να απομακρύνεται από τις πλούσιες χώρες, όπως και οι καταθέσεις των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Οι κυβερνήσεις ασκούν αμυντική τακτική. Για να συγκρατήσουν το κεφάλαιο αποσαθρώνουν το εργασιακό καθεστώς μεταφέροντας τον Τρίτο Κόσμο εντός (όπως στη ύστερη αρχαιότητα: εκβαρβαρίζοντας την αυτοκρατορία).
Τοιουτοτρόπως αναδύεται η ακόλουθη εικόνα: τα κράτη που επέβαλαν την παγκοσμιοποίηση (κατάργηση κάθε εμποδίου στην κίνηση του κεφαλαίου, ενιαίοι οικονομικοί μηχανισμοί κ.λπ.) με σκοπό να αλώσουν τις φτωχές χώρες και να τις σέρνουν στο άρμα τους, με έκπληξη βλέπουν ότι το κεφάλαιο μετεγκαθίσταται εκεί, αποσυρόμενο από αυτές. (Ακόμα και η αναπτυσσόμενη Ελλάδα είδε τις βιομηχανίες της που ευρίσκονταν στον Βορρά, και όχι μόνο, να μεταφέρονται στις όμορες βαλκανικές χώρες).
Οι δημόσιες εισπράξεις πέφτουν, η υψηλή φορολόγηση προκαλεί αγανάκτηση πλέον (τα μεσαία και ανώτερα εισοδήματα στρέφονται σε φορολογικούς παραδείσους), άρα τα έσοδα κάμπτονται, με συνέπεια τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Ταυτόχρονα, η αποεπένδυση – λόγω της μεταφοράς κεφαλαίου – και η υποκατάσταση εργασίας από το κεφάλαιο διογκώνει την ανεργία σε όλο τον Δυτικό Κόσμο. Τα μέτρα όμως λιτότητας στοχεύουν αναπόφευκτα στο εισόδημα που παράγεται εντός της χώρας, αφού τον μεταφερόμενο πλούτο των επιχειρήσεων αδυνατούν (στην καλύτερη περίπτωση) ή δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συλλάβουν (στη χειρότερη).
Η Πολιτική Οικονομία της ύφεσης, δηλαδή η οικονομική και πολιτική συμπίεση του κατώτερου και μεσαίου τμήματος της μεσαίας τάξης (στα επίπεδα της προπολεμικής περιόδου), καθίσταται πυξίς πλοήγησης των ευρωπαϊκών πολιτικών. Η περίπτωση της Ελλάδος, παρά τις επιμέρους αποκλίσεις, προσιδιάζει. Ο γλίσχρος μισθός των Βαλκανίων γειτόνων και το «εύκαμπτο» νομικό καθεστώς απετέλεσε το κίνητρο για μετεγκατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ οι καταθέσεις διέφυγαν σε ασφαλείς τόπους. Ως εκ τούτου οι μισθοί στην Ελλάδα κατακρημνίσθηκαν και οι εργασιακές σχέσεις αποδιαρθρώθηκαν με στόχο την εκ νέου ελκυστικότητα της χώρας.
Ανάλογα θα συμβούν στην Ευρώπη, αν και με ασύμμετρο βαθμό. Τμήμα της βιομηχανίας μετακομίζει, ενώ ο ανταγωνισμός των νέων κρατών, με το εργασιακό «χάος» και την υποτυπώδη αμοιβή, πιέζει την οικονομία της Δύσης. Το κράτος πρόνοιας λόγω της κατάργησης των συνόρων ως θερμοκοιτίς αποσαθρώνεται. Η ανεργία αυξάνεται και τα ασφαλιστικά συστήματα χειμάζονται, η επιμήκυνση των ορίων συνταξιοδότησης και η πτώση των εισοδημάτων ρίχνουν το επίπεδο ισορροπίας (με μια, όπως στην Ελλάδα, αυτοτροφοδοτούμενη λογική).

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, το μέλλον της ευρωζώνης, τουλάχιστον μεσοπροθέσμως, διαγράφεται ασταθές. Αυτή η εξωτερική ταλάντωση χειροτερεύει την προσπάθεια ελληνικής «διάσωσης». Οι ελληνικές εξαγωγές, που ήδη προ του 1821 στρέφονταν προς τη Δύση, όπως και οι Ευρωπαίοι περιηγητές (δύο βασικές συνιστώσες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) αντιμετωπίζουν προβλήματα.

Ως εκ τούτου η Ελλάς δύσκολα θα καταφέρει να λάβει τη βοήθεια, δηλαδή τη διαγραφή μέρους του χρέους, από δάνεια που χορήγησαν οι εταίροι της. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, οι προϋποθέσεις θα είναι «βαριές». Λόγου χάριν, τμήμα των πωλουμένων κρατικών επιχειρήσεων – έναντι χαμηλού τιμήματος – θα περάσει ως αντάλλαγμα στους «διασώστες», ενώ η μετατροπή της χώρας σε δορυφόρο θεωρείται ως εξαιρετικά πιθανή. Αλλά με παρόμοια δράση λύεται προσωρινώς το δεύτερο ερώτημα. Απάντηση δεν ανακύπτει για το πρώτο.

Πώς θα απορροφηθεί η ανεργία; Η χώρα θα εξακολουθεί να παραμένει ακριβή για μετεγκατάσταση των βιομηχανιών της Δύσης σε σχέση με τις αναδυόμενες. Εκτός και αν η κάθοδος συνεχισθεί. Εξέλιξη που δεν αποκλείεται τόσο για τον Νότο όσο και για τον Βορρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου