των Γιώργου Μιχαλόπουλου–Ιάσονα Χανδρινού
Νέες τάσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας
Η ιστοριογραφική παραγωγή γύρω από την
δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα, έχει εδώ και μια σχεδόν δεκαετία συνδεθεί με μια
εκρηκτική δημόσια συζήτηση για την Νεοελληνική Ιστορία σε όλη της την έκταση.
Αν η δεκαετία του ’40 υπήρξε το κατ’ εξοχήν πεδίο συγκλίσεων, αντιπαραθέσεων
και παραγωγής επιστημονικού έργου και δημόσιου λόγου, σήμερα η τάση να
επιστρέφουμε σε αυτήν, συχνά με τρόπους που απομακρύνονται από την
στεγανοποιημένη λογική της ακαδημαϊκής έρευνας, μοιάζει πανίσχυρη. Περισσότερο
από κάθε άλλη περίσταση της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, γύρω από τα ζητήματα
της Κατοχής και του Εμφυλίου συσπειρώνονται σήμερα ετερογενείς και πολλαπλών
προελεύσεων αναλύσεις για το παρόν, ανησυχίες για το μέλλον και διχογνωμίες για
την ιστορία, ενώ το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν μοιάζει να ρευστοποιείται και να
γεννά ερωτηματικά, κάτω από την πίεση μιας γενικώτερης αποσυμβολοποίησης.
Αυτή η διάθεση αναζήτησης συνδέεται με την
εκρηκτική αύξηση ερευνητών με θέληση να προσεγγίσουν την συγκεκριμένη ιστορική
περίοδο, αισθητή ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Κοινό
χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς –την οποία η επιστημολογική ταξινόμηση
αναγνωρίζει ως «μετα-αναθεωρητική»– είναι η στροφή προς το μαζικό επίπεδο.
Παρατηρείται δηλαδή μια απομάκρυνση από την παραδοσιακή μελέτη των πολιτικών
δυνάμεων και της ρητορικής των ηγεσιών και μια εστίαση στις πολιτικές και
κοινωνικές δυναμικές της εποχής, με όπλα τη διεπιστημονική προσέγγιση
(κοινωνική ιστορία, μικροϊστορία, προφορική ιστορία, κοινωνική ανθρωπολογία)
και μια, αξιοσημείωτης αποτελεσματικότητας, «επιστροφή στα αρχεία», η οποία
ενισχύει την αποδεικτική αξία των περισσότερων νέων μελετών. Σε αντίθεση με
προηγούμενες ερευνητικές γενιές, αναδείχθηκαν τοπικές, γεωγραφικές, εθνικές,
κοινωνικές ιδιαιτερότητες και υπογραμμίστηκε το στοιχείο της υποκειμενικότητας.
Έτσι διερράγη οριστικά το παρωχημένο αφήγημα των συμπαγών ιδεολογικών
στρατοπέδων, το οποίο μέχρι πολύ πρόσφατα συνάρθρωνε την συλλογιστική των
Κοινωνικών Επιστημών γύρω από την αναζήτηση μιας και μοναδικής αλήθειας.
Η απουσία των αστικών κέντρων
Η ποιοτική διεύρυνση της ιστοριογραφικής
οπτικής κατέκτησε περιοχές γνώσης που μέχρι τότε παρέμεναν ανεξερεύνητες. Μια
από αυτές τις περιοχές ήταν τα αστικά κέντρα. Βασικές εργασίες γύρω από τις
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της Ελλάδας της δεκαετίας του ΄40, όπως το
εμβληματικό Από την ήττα στην εξέγερση (Ο Πολίτης, Αθήνα
1994) του Γιώργου Μαργαρίτη και το The Logic of Violence in Civil War (Cambridge
University Press, 2006) του Στάθη Καλύβα –που συμπυκνώνουν κατά βάση αντιτιθέμενες
οπτικές– ξεχωρίζουν ανάμεσα σε μια πληθώρα εργασιών, οι οποίες εστιάζουν στον
αγροτικό χώρο ως προνομιακό πεδίο μελέτης των πολιτικών ζυμώσεων και αναταραχών
καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας (Αντίσταση, Εμφύλιος) αλλά και διαπλοκής
της τοπικότητας με τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα. Η διεπιστημονική μελέτη της
συμπεριφοράς των αγροτικών πληθυσμών ανέδειξε την αξία (και τα όρια) της
τοπικής έρευνας, υπογράμμιζε ωστόσο την αισθητή απουσία των αστικών κέντρων από
την εικόνα της κατοχικής και εμφυλιακής πραγματικότητας.
Η ιστορία των πόλεων στην δεκαετία 1940-50
ξεκίνησε μέσα από τις ευρύτερες αναζητήσεις των συλλογικών συμπεριφορών της
Κατοχής (Αντίσταση, Δοσιλογισμός), ενώ είναι παράδοξο πως η αρχή δεν έγινε από
την Αθήνα. Το πρώτο έργο που αναγνώριζε την πόλη ως αυτόνομο πεδίο έρευνας
ήταν Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία,
αντίσταση και επιβίωση των Γιώργου Γούναρη και Πέτρου Παπαπολυβίου
(Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001), ένας συλλογικός τόμος βασισμένος σε πρωτογενή
και πολυετή έρευνα πεδίου σε «σκληρά» δημογραφικά δεδομένα (ληξιαρχικά και
δημοτικά αρχεία) και εκτενή ανασκόπηση της δευτερογενούς βιβλιογραφίας και
βασικών γερμανικών πηγών. «Συνέχεια» του βιβλίου μπορεί να θεωρηθεί η σημαντική
μελέτη του Στράτου Δορδανά, Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των
Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-1944 (Επίκεντρο,
Θεσσαλονίκη 2006). Ο Δαρδανάς, βασισμένος σε μια ενδελεχή έρευνα, κατάφερε για
πρώτη φορά να φέρει σε επαφή τις τοπικές ιδιαιτερότητες μιας σημαντικής για την
περίοδο της Κατοχής πόλης, με την ευρύτερη κατοχική πραγματικότητα, και
ταυτόχρονα να χωροθετήσει στον αστικό χώρο ένα φαινόμενο παραδοσιακά συνδεμένο
με τον κόσμο της ύπαιθρου –τον ένοπλο δοσιλογισμό– υπενθυμίζοντας παράλληλα πως
οι πόλεις παραμένουν αχαρτογράφητο πεδίο.
Αστική αντίσταση και αθηναϊκή νεολαία
Στις σχετικές μελέτες συγκαταλέγεται η
μονογραφία του Ε. Χατζηβασιλείου για την ΠΕΑΝ (ΠΕΑΝ 1941-1945. Πανελλήνιος
Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων,
Αθήνα 2004). Ο συγγραφέας ερευνά μια από τις πιο σημαντικές μη εαμικές
αντιστασιακές οργανώσεις, αναλύοντας όχι μόνον την ιστορική της διαδρομή, αλλά
και την κοινωνική προέλευση των μελών της, τον ιδιαίτερο πολιτικό της λόγο και
την θέση της στην ρευστή πολιτική γεωγραφία της Κατοχής. Η συνήθης ταύτιση του
νεολαιίστικου συλλογικού υποκειμένου της Κατοχής με την ΕΠΟΝ, η οποία
συμβολοποιεί (δικαίως) την μαζικώτερη πολιτική έκφραση της ελληνικής νεολαίας
στον 20ο αιώνα, στέρησε μια σειρά οργανώσεων, όπως η ΠΕΑΝ, οι
νεολαίες του ΕΔΕΣ –ΕΔΕΕ και Ελληνοπούλα–, η Ιερή Ταξιαρχία (ΙΤ) και άλλες, από
μια αποτίμηση της ιστορικής τους παρουσίας. Οι «αστικές» οργανώσεις των Αθηνών
αποτελούσαν δραστήριες οργανωτικές δομές, που λειτουργούσαν με την λογική των
συγκοινωνούντων δοχείων χάρις στην «επαλληλία μελών και στελεχών» (Αλέξανδρος
Ζαούσης), ενώ η λειτουργία τους, ως ιδεολογικού αντίπαλου δέους του ΕΑΜ στα
αστικά κέντρα δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς.
Εκτός από αναβίωση της έρευνας για την
Αντίσταση στις πόλεις, το βιβλίο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για την αξιοποίηση
ενός σημαντικού πληροφοριακού υλικού, το οποίο ανέτεμνε την συνάντηση των
θεματικών πόλη-νεολαία και το οποίο δεν προερχόταν από ιστορικούς. Πρόκειται
για μια σειρά ημιαυτοβιογραφικών λογοτεχνικών έργων από πρωταγωνιστές του
κόσμου των μη εαμικών αθηναϊκών οργανώσεων της Κατοχής (Ρόδης Ρούφος,
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Θ.Δ. Φραγκόπουλος), οι οποίοι ανέπλασαν μυθιστορηματικά την
νεότητά τους και σήμερα επανεκτιμώνται αναδρομικά ως προς την ιστορική αξία των
καταθέσεών τους. Οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις των αγώνων κατά της Κατοχής και
των συγκρούσεων για την ιδεολογική κυριαρχία στο Πανεπιστήμιο, συγκροτούν ένα
διακριτό σώμα απομνημονευματικού λόγου και λογοτεχνικής παραγωγής, με όρους
«γενιάς». Για την Αριστερά, αυτά τα βιβλία (Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας,
Τειχομαχία, Πολιορκία, Ιαγουάρος, Αντιποίηση Αρχής κ.ά.) ανήκουν στην
«μαύρη πολιτική λογοτεχνία». Τα βιβλία είναι ένα ευαίσθητο «κέντημα» της
κατοχικής νιότης πάνω σε πρόσωπα με εμβληματικές διαστάσεις, ενώ ανατροφοδοτούν
με ζήλο τον βιωματικό απόηχο της πολιτικής διαμάχης. Μέσα από την εξιστόρηση
της διαδρομής μιας ομάδας νέων, γόνων καλών οικογενειών, οι οποίοι γνωρίζουν σε
βάθος τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ασχολούνται με την ποίηση και την λογοτεχνία και
συμμετέχουν με πάθος στον αγώνα για την επικράτηση στο Πανεπιστήμιο,
νομιμοποιείται αναδρομικά η αντικομμουνιστική «σταυροφορία» και παράλληλα
προτείνονται εναλλακτικές εκδοχές πολιτικής δράσης και κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο,
η πολιτική-διανοητική αναμέτρηση δεν διεξάγεται μόνο με την Αριστερά αλλά και
με πολλές βεβαιότητες της Δεξιάς, οι οποίες μοιάζουν ασύμβατες με το πνεύμα
μετροπάθειας και την αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας, που ξεπηδά από τις σελίδες
των ανήσυχων απομνημονευματογράφων-λογοτεχνών αυτής της γενιάς.
Σε όλα τα έργα κυριαρχεί η μορφή του
Κίτσου Μαλτέζου, εμβληματικής μορφής της αθηναϊκής φοιτητικής νεολαίας ο οποίος
δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ τον Φεβρουάριο του 1944. Στο έργο του Η ρίζα
του μύθου (1954) –πρώτο μέρος της τριλογίας Χρονικό μιας
Σταυροφορίας– ο Ρόδης Ρούφος φιλοτεχνεί το πορτραίτο του με φόντο τις
φοιτητικές διαμάχες. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την Αγγέλα Καστρινάκη, οι
ηττημένοι του Εμφυλίου διέθεταν ήδη ένα «πλήθος από μύθους και πρόσωπα που
προβάλλονταν στον τομέα της τέχης, με αίγλη προτύπων. Απέναντι στην πληθώρα
αυτή, η Δεξιά διεκδικεί κι εκείνη το δικαίωμά της στο μύθο». Η ζωή και ο
θάνατος του Κίτσου Μαλτέζου καταγράφηκαν το 2000 από έναν μη ιστορικό, τον
Πέτρο Μακρή-Στάϊκο, σε ένα από τα πιο πλούσια και «προκλητικά» βιβλία που έχουν
παρουσιαστεί ποτέ για την δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα. Ο Μαλτέζος γίνεται το
πρόσχημα για μια τολμηρή ιστορική ανατομία της αθηναϊκής νεολαίας, του
ενθουσιασμού, των αναζητήσεων και των αδιεξόδων της. Ο Μακρής-Στάϊκος ρίχνει
άπλετο φως στην λειτουργία του ΕΑΜ στην Αθήνα, χαρίζοντας, μεταξύ άλλων, στον
αναγνώστη, μια ονοματολογία της Αριστεράς που κανείς δεν είχε επιχειρήσει. Μέσα
από την κλιμάκωση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης που καταλήγει στον τραγικό θάνατο
του Μαλτέζου, οι ενδοφοιτητικές διαμάχες σταδιακά συνδέονται με το κεντρικό
πολιτικό σκηνικό της πρωτεύουσας, τα διακυβεύματα της Απελευθέρωσης και την
έκρηξη των Δεκεμβριανών, επιβεβαιώνοντας την διατύπωση του Χατζηβασιλείου πως
«η αθηναϊκή Αντίσταση ήταν, συγκριτικά με τις αντάρτικες ομάδες, πολύ
περισσότερο ενταγμένη στην κύρια ροή του ελληνικού πολιτικού
προβληματισμού».
Ίσως το μόνο ιστορικό πόνημα που ανατέμνει
την νεολαία της Κατοχής ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο είναι το βιβλίο της
Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η Ενηλικίωση μιας Γενιάς. Νέοι και Νέες στην Κατοχή
και στην Αντίσταση (Εστία, 2009, β’ έκδοση 2012). Σύμφωνα με την ίδια
την συγγραφέα, σκοπός της ήταν να παρουσιάσει την «μοναδική συνάντηση» των
νεανικών οργανώσεων με την Αντίσταση. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι
αφιερωμένο στην ΕΠΟΝ και διευρύνει τις γνώσεις μας σε σχέση με τα κλασσικά
«στρατευμένα» έργα-μαρτυρίες, όπως του Πέτρου Ανταίου, Συμβολή στην
Ιστορία της ΕΠΟΝ (Καστανιώτης, 1978) και Χίλια Σκοτωμένα
Παιδιά της ΕΠΟΝ (Αθήνα 1986), του Σταύρου Ζορμπαλά, ΕΠΟΝ.
Πολεμούσαν και τραγουδούσαν για τη λευτεριά (Δελφίνι, 1994) και
πολλών άλλων. Στο μέτρο του δυνατού, το βιβλίο αναλύει την κοινωνική και ταξική
προέλευση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων όλου του φάσματος, ενώ
αντιστοιχίζει τις αθηναϊκές στην κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας (αστικά,
μεσοαστικά στρώματα, φοιτητικές ομάδες), και προσδιορίζει την ηλικιακή τους
σύνθεση. Πρόκειται για σημαντική συμβολή στην κοινωνική ιστορία της δεκαετίας
του ’40, η οποία στρέφεται συνήθως αποκλειστικά στην Αριστερά για να αντλήσει
στοιχεία για την τότε κοινωνία και τη διαστρωμάτωσή της. Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ
εννοιολογεί τον, δυσμετάφραστο στα ελληνικά, γαλλικό όρο «Resistance Civile»
(αστική αντίσταση / αντίσταση των πολιτών), ανοίγοντας νέους δρόμους στην
μελέτη του αντιστασιακού –και γενικώτερα του πολιτικού– φαινομένου στις πόλεις:
«Η οργάνωση «ζούσε» στους υπαίθριους χώρους της γειτονιάς. Ο συνεκτικός και
προστατευτικός ιστός της γειτονιάς αγκαλιάζει τα νέα παιδιά της. Οργάνωση
λοιπόν μιας πόλης της δεκαετίας του ’40, όπου η γειτονιά όχι μόνο δεν έχει
πεθάνει αλλά είναι αυτή που ορίζει και συντηρεί τον ιστό της οργάνωσης».
Σημαντική προσθήκη στις γνώσεις μας για
την κατοχική Αθήνα αποτελεί το πρόσφατο Η Εμπειρία της Κατοχής και της
Αντίστασης στην Αθήνα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη (Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2012), που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις συνθήκες ζωής και εργασίας και την
πολιτική ένταξη στην κατοχική Αθήνα, δίνοντας βάρος στις εαμοκρατούμενες
ανατολικές συνοικίες. Αν και δεν αποτελεί αναλυτική κατηγορία της μελέτης, η
νεολαία έχει κι εδώ θέση ιστορικού υποκειμένου: υπογραμμίζεται ο
πρωταγωνιστικός της ρόλος τόσο στην επαγγελματική όσο και στην συνοικιακή
οργάνωση του εαμικού μηχανισμού στην πρωτεύουσα και περιγράφονται οι
διαδικασίες πολιτικής ένταξης των νέων στο ΕΑΜ Ν και αργότερα στην ΕΠΟΝ.
Σχετικό με την «αστική» ιστορία της Κατοχής είναι και το βιβλίο του Ιάσονα
Χανδρινού, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην
κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944 (Θεμέλιο, Αθήνα 2012). Θέμα είναι η
δράση των ενόπλων ομάδων του ΕΑΜ στην Αθήνα και τον Πειραιά, ενώ σημαντικές
είναι οι διαπιστώσεις πως, κατά πλειοψηφία, το ανθρώπινο δυναμικό των ένοπλων
ομάδων κρούσης και περιφρούρησης που πρωταγωνίστησαν σε αναρίθμητες συμπλοκές
με τις κατοχικές αρχές το 1944, προερχόταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία από
την εαμική γενιά και δη τα νεαρότερα μέλη των πολιτικών οργανώσεων και της
ΕΠΟΝ.
Μιλώντας για τις πόλεις, η έως σήμερα
διαθέσιμη βιβλιογραφία σε καμμία περίπτωση δεν έχει εξαντλήσει το θέμα.
Βρισκόμαστε ακόμα μακριά από μια συνολικώτερη κατανόηση του αστικού χώρου την
περίοδο της Κατοχής, τις οικονομικές του λειτουργίες, την καθημερινότητα, τις
μορφές συλλογικής δράσης, την χωροταξία των αντικατοχικών και εμφυλιακών
συγκρούσεων. Μιλώντας για την νεολαία, παραμένει παραγνωρισμένη από μια
ιστοριογραφική παράδοση, η οποία, είτε προσανατολίζει τις μελέτες σε πιο
«σταθερές» αναλυτικές κατηγορίες, όπως οι κοινωνικές τάξεις, είτε ασχολείται με
τις αναπαραστάσεις και την «δεύτερη ζωή» των γεγονότων. Η νεολαία της Κατοχής
περιμένει την θέση που της αρμόζει στην ιστορική και συλλογική μας αυτογνωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου