Το Ποντίκι
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Αφού ο Καραμανλής - που ελάχιστα θύμιζε τον παλιό προδικτατορικό αρχηγό της Ε ΡΕ - ήρθε αντιμέτωπος με τα τρέχοντα και μεγάλα προβλήματα της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, βάζοντας σε μια τροχιά τη χώρα, αποφάσισε να την οδηγήσει σε εκλογές τον Νοέμβριο του 1974.
Οι εκλογές αυτές εγκαινίαζαν μια νέα ελπιδοφόρα πραγματικότητα για την Ελλάδα μετά την οδυνηρή επταετή τραγωδία. Η χώρα ήδη είχε χάσει μεγάλες ευκαιρίες προόδου και ευημερίας, βυθισμένη στο τέλμα και την καθυστέρηση που την οδήγησαν οι εγκληματίες της Χούντας. Στο μεταξύ, ο Καραμανλής για να σηματοδοτήσει και τη δική του αλλαγή, φρόντισε στη θέση της παλιάς ΕΡΕ, που δεν ανακαλούσε στη μνήμη ευνοϊκά γεγονότα, να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα με σαφή φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Το νέο κόμμα με την ονομασία «Νέα Δημοκρατία» απέσπασε συντριπτική πλειοψηφία καταλαμβάνοντας 220 από τις 300 έδρες στη Βουλή. Αμέσως μετά, οργανώθηκε το δημοψήφισμα το οποίο θα έδινε, μια και καλή, λύση στο πολιτειακό ζήτημα της χώρας. Έτσι, δίχως να χαθεί πολύτιμος καιρός και η χώρα να βρίσκεται υπό το βάρος μια πολύ σοβαρής εκκρεμότητας, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για το αν θα έχει η χώρα βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό με 69,18% υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Με αυτόν τον πανηγυρικό τρόπο, η χώρα απαλλάχτηκε όχι μόνο από τη Χούντα, αλλά και από την επάρατο, απεχθή και άκρως επιβλαβή ξενοκίνητη βασιλεία.
Έπειτα από αυτές τις ραγδαίες αλλά και σημαντικές εξελίξεις, η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά σε μια νέα ιστορική πρόκληση και ευκαιρία να αφήσει πίσω της μια οχληρή περίοδο που κατέστρεψε τη χώρα με τις μετεμφυλιακές, ψυχροπολεμικές της ψυχώσεις. Ο Καραμανλής τότε κράτησε μια ουδέτερη στάση απέναντι στη μοναρχία, που, σε συνάρτηση με τον μετριασμό των ποινών των πραξικοπηματίων, πέτυχε για την επάρατο και υπεύθυνη για τα μεγάλα δεινά του τόπου ελληνική Δεξιά ένα ξέπλυμα των μεγάλων της αμαρτιών, παίρνοντας αποστάσεις από τη δικτατορία, δίχως όμως να προκαλέσει στο δεξιό αντιδραστικό κατεστημένο της χώρας ευρύτερα ρήγματα. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές θέλουν τον χρόνο τους. Έτσι, στις επόμενες εκλογές του 1977 στον χώρο της Δεξιάς έκανε την εμφάνισή του ένα ακραιφνώς φιλοχουντικό 7% για το νέο κόμμα της «Εθνικής Παράταξης». Τα πολιτικά αποστήματα της Εθνικής Παράταξης ενσωματώθηκαν, μετά την αποχώρηση του Κ. Καραμανλή, στη φιλόξενη αγκαλιά του κόμματός του, της Ν.Δ. Έκτοτε και υπό διάφορες συνθήκες αυτό το 7% της Εθνικής Παρατάξεως θα εμφανίζεται υπό διάφορα εθνικιστικά προσωπεία στην πολιτική επικαιρότητα σε περιόδους κρίσεως, αποσπώμενο από τη Ν.Δ. Μορφώματα αυτής της πολιτικής παράδοσης - συνέχειας μπορούμε να πούμε ότι είναι σήμερα τα κόμματα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, του ΛΑΟΣ και του κεντρικού πυρήνα των ΑΝΕΛΛ.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ν.Δ. κατάφερε να ενσωματώνει αυτές τις ακροδεξιές εξτρεμιστικές τάσεις ήταν μια επιτυχία, της οποίας την αξία μπορούμε να εκτιμήσουμε στις μέρες μας που δεν συμβαίνει το ίδιο με το… ασυμμάζευτο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής.
Πάντως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ούτε και αυτονόητη.
Μια ομαλή μετάβαση
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέτειναν στην ομαλή αυτή διαδοχή ήταν ότι στην Ελλάδα – σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ισπανία – η δικτατορία δεν διήρκεσε πολύ. Και κυρίως, δεν απέκτησε σοβαρά ερείσματα στον λαό.
Ταυτόχρονα, η ανάμνηση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ήταν ολοζώντανη και αποτελούσε σημείο αναφοράς των πολιτών. Αλλά και οι πολιτικοί που πρωταγωνιστούσαν στα προ της δικτατορίας χρόνια ήταν παρόντες και δεν έχασαν την επαφή τους με τις εξελίξεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι η δικτατορία για δικούς της λόγους έδωσε την εντύπωση ότι βασίστηκε και ήταν προϊόν μιας ομάδας αξιωματικών που δεν περιλάμβανε αναγκαστικά την ιεραρχία του στρατεύματος. Έτσι, και ο ελληνικός στρατός δεν κατηγορήθηκε συλλήβδην για την προδοσία της Κύπρου. Το βάρος της εθνικής τραγωδίας έπεσε αποκλειστικά σε όσους από τους αξιωματικούς θεωρήθηκε ότι παραβίασαν τον όρκο τους. Έτσι, ο στρατός δεν δημιούργησε καμιά απολύτως δυσκολία στην ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία, πράγμα καθ’ όλα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή γινόταν υπό την τρομαχτική πίεση μιας εθνικής κρίσης στην οποία αντικειμενικά ο στρατός δεν μπορούσε να επέμβει υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Να λάβουμε υπόψη ακόμα ότι σημαντικό ρόλο για την ομαλότητα της μετάβασης έπαιξε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχε αποδυναμωθεί αποτελεσματικά ο θεσμός της βασιλείας, ο οποίος διέθετε πανίσχυρα ερείσματα στην κοινωνία και στη χώρα, παρόλο που το δημοψήφισμα ήταν συντριπτικό εναντίον του. Το 30% μαρτυρά πολλά.
Θα μπορούσε συμπερασματικά να ισχυριστεί κανείς ότι, παρά το γεγονός ότι η δικτατορία κατάφερε να εξυπηρετήσει πολλούς, δεν κατάφερε ποτέ να αφομοιώσει κοινωνικές ομάδες ή οικονομικές ελίτ ώστε να δράσουν υπέρ της.
Τέλος εποχής
Όλα αυτά αλλά και οι μετρημένοι χειρισμοί του Καραμανλή και των συνεργατών του εξασφάλισαν μια «βελούδινη» μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία, με τον ερχομό της οποίας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κάποιος ότι στην κυριολεξία η χώρα άλλαξε σελίδα.
Αυτή η μετάβαση υπήρξε πολύ πιο ανώδυνη από εκείνες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Έξι χρόνια μετά την πτώση της Χούντας είχαν λυθεί πολλά χρόνια προβλήματα της χώρας και είχαν ξεπεραστεί διάφορες αγκυλώσεις. Ωστόσο, οι μεγάλες εκκρεμότητες υπήρχαν και ήταν αυτές που θα δρομολογούσαν τις καταιγιστικές εξελίξεις που θα έπαιρναν τη μορφή χιονοστιβάδας. Ήταν φανερό σε όλους ότι η χώρα ήταν αναγκαίο να μπει σε μια νέα εποχή, μια εποχή που δεν μπορούσε να εκφράσει πλέον ο Καραμανλής. Στις εξελίξεις αυτές, ωστόσο, ο Καραμανλής παρέδωσε ένα νεοϊδρυθέν κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, η οποία θα εξέφραζε σταθερά ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού αλλά και θα έπαιζε ταυτόχρονα καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Ωστόσο, τότε ήταν η ώρα ενός νέου πολιτικού κινήματος, που εκφράστηκε από τον πιο χαρισματικό ηγέτη της μεταπολεμικής ζωής. Έναν ηγέτη πληθωρικό που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο κανένας άλλος, απόδειξη τρανή σε μια χώρα σαν τη δικιά μας της μεγάλης και αδιαμφισβήτητης αξίας του.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1851 στις 12 Φεβρουαρίου 2015
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Αφού ο Καραμανλής - που ελάχιστα θύμιζε τον παλιό προδικτατορικό αρχηγό της Ε ΡΕ - ήρθε αντιμέτωπος με τα τρέχοντα και μεγάλα προβλήματα της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, βάζοντας σε μια τροχιά τη χώρα, αποφάσισε να την οδηγήσει σε εκλογές τον Νοέμβριο του 1974.
Οι εκλογές αυτές εγκαινίαζαν μια νέα ελπιδοφόρα πραγματικότητα για την Ελλάδα μετά την οδυνηρή επταετή τραγωδία. Η χώρα ήδη είχε χάσει μεγάλες ευκαιρίες προόδου και ευημερίας, βυθισμένη στο τέλμα και την καθυστέρηση που την οδήγησαν οι εγκληματίες της Χούντας. Στο μεταξύ, ο Καραμανλής για να σηματοδοτήσει και τη δική του αλλαγή, φρόντισε στη θέση της παλιάς ΕΡΕ, που δεν ανακαλούσε στη μνήμη ευνοϊκά γεγονότα, να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα με σαφή φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Το νέο κόμμα με την ονομασία «Νέα Δημοκρατία» απέσπασε συντριπτική πλειοψηφία καταλαμβάνοντας 220 από τις 300 έδρες στη Βουλή. Αμέσως μετά, οργανώθηκε το δημοψήφισμα το οποίο θα έδινε, μια και καλή, λύση στο πολιτειακό ζήτημα της χώρας. Έτσι, δίχως να χαθεί πολύτιμος καιρός και η χώρα να βρίσκεται υπό το βάρος μια πολύ σοβαρής εκκρεμότητας, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για το αν θα έχει η χώρα βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό με 69,18% υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Με αυτόν τον πανηγυρικό τρόπο, η χώρα απαλλάχτηκε όχι μόνο από τη Χούντα, αλλά και από την επάρατο, απεχθή και άκρως επιβλαβή ξενοκίνητη βασιλεία.
Έπειτα από αυτές τις ραγδαίες αλλά και σημαντικές εξελίξεις, η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά σε μια νέα ιστορική πρόκληση και ευκαιρία να αφήσει πίσω της μια οχληρή περίοδο που κατέστρεψε τη χώρα με τις μετεμφυλιακές, ψυχροπολεμικές της ψυχώσεις. Ο Καραμανλής τότε κράτησε μια ουδέτερη στάση απέναντι στη μοναρχία, που, σε συνάρτηση με τον μετριασμό των ποινών των πραξικοπηματίων, πέτυχε για την επάρατο και υπεύθυνη για τα μεγάλα δεινά του τόπου ελληνική Δεξιά ένα ξέπλυμα των μεγάλων της αμαρτιών, παίρνοντας αποστάσεις από τη δικτατορία, δίχως όμως να προκαλέσει στο δεξιό αντιδραστικό κατεστημένο της χώρας ευρύτερα ρήγματα. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές θέλουν τον χρόνο τους. Έτσι, στις επόμενες εκλογές του 1977 στον χώρο της Δεξιάς έκανε την εμφάνισή του ένα ακραιφνώς φιλοχουντικό 7% για το νέο κόμμα της «Εθνικής Παράταξης». Τα πολιτικά αποστήματα της Εθνικής Παράταξης ενσωματώθηκαν, μετά την αποχώρηση του Κ. Καραμανλή, στη φιλόξενη αγκαλιά του κόμματός του, της Ν.Δ. Έκτοτε και υπό διάφορες συνθήκες αυτό το 7% της Εθνικής Παρατάξεως θα εμφανίζεται υπό διάφορα εθνικιστικά προσωπεία στην πολιτική επικαιρότητα σε περιόδους κρίσεως, αποσπώμενο από τη Ν.Δ. Μορφώματα αυτής της πολιτικής παράδοσης - συνέχειας μπορούμε να πούμε ότι είναι σήμερα τα κόμματα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, του ΛΑΟΣ και του κεντρικού πυρήνα των ΑΝΕΛΛ.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ν.Δ. κατάφερε να ενσωματώνει αυτές τις ακροδεξιές εξτρεμιστικές τάσεις ήταν μια επιτυχία, της οποίας την αξία μπορούμε να εκτιμήσουμε στις μέρες μας που δεν συμβαίνει το ίδιο με το… ασυμμάζευτο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής.
Πάντως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ούτε και αυτονόητη.
Μια ομαλή μετάβαση
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέτειναν στην ομαλή αυτή διαδοχή ήταν ότι στην Ελλάδα – σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ισπανία – η δικτατορία δεν διήρκεσε πολύ. Και κυρίως, δεν απέκτησε σοβαρά ερείσματα στον λαό.
Ταυτόχρονα, η ανάμνηση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ήταν ολοζώντανη και αποτελούσε σημείο αναφοράς των πολιτών. Αλλά και οι πολιτικοί που πρωταγωνιστούσαν στα προ της δικτατορίας χρόνια ήταν παρόντες και δεν έχασαν την επαφή τους με τις εξελίξεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι η δικτατορία για δικούς της λόγους έδωσε την εντύπωση ότι βασίστηκε και ήταν προϊόν μιας ομάδας αξιωματικών που δεν περιλάμβανε αναγκαστικά την ιεραρχία του στρατεύματος. Έτσι, και ο ελληνικός στρατός δεν κατηγορήθηκε συλλήβδην για την προδοσία της Κύπρου. Το βάρος της εθνικής τραγωδίας έπεσε αποκλειστικά σε όσους από τους αξιωματικούς θεωρήθηκε ότι παραβίασαν τον όρκο τους. Έτσι, ο στρατός δεν δημιούργησε καμιά απολύτως δυσκολία στην ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία, πράγμα καθ’ όλα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή γινόταν υπό την τρομαχτική πίεση μιας εθνικής κρίσης στην οποία αντικειμενικά ο στρατός δεν μπορούσε να επέμβει υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Να λάβουμε υπόψη ακόμα ότι σημαντικό ρόλο για την ομαλότητα της μετάβασης έπαιξε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχε αποδυναμωθεί αποτελεσματικά ο θεσμός της βασιλείας, ο οποίος διέθετε πανίσχυρα ερείσματα στην κοινωνία και στη χώρα, παρόλο που το δημοψήφισμα ήταν συντριπτικό εναντίον του. Το 30% μαρτυρά πολλά.
Θα μπορούσε συμπερασματικά να ισχυριστεί κανείς ότι, παρά το γεγονός ότι η δικτατορία κατάφερε να εξυπηρετήσει πολλούς, δεν κατάφερε ποτέ να αφομοιώσει κοινωνικές ομάδες ή οικονομικές ελίτ ώστε να δράσουν υπέρ της.
Τέλος εποχής
Όλα αυτά αλλά και οι μετρημένοι χειρισμοί του Καραμανλή και των συνεργατών του εξασφάλισαν μια «βελούδινη» μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία, με τον ερχομό της οποίας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κάποιος ότι στην κυριολεξία η χώρα άλλαξε σελίδα.
Αυτή η μετάβαση υπήρξε πολύ πιο ανώδυνη από εκείνες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Έξι χρόνια μετά την πτώση της Χούντας είχαν λυθεί πολλά χρόνια προβλήματα της χώρας και είχαν ξεπεραστεί διάφορες αγκυλώσεις. Ωστόσο, οι μεγάλες εκκρεμότητες υπήρχαν και ήταν αυτές που θα δρομολογούσαν τις καταιγιστικές εξελίξεις που θα έπαιρναν τη μορφή χιονοστιβάδας. Ήταν φανερό σε όλους ότι η χώρα ήταν αναγκαίο να μπει σε μια νέα εποχή, μια εποχή που δεν μπορούσε να εκφράσει πλέον ο Καραμανλής. Στις εξελίξεις αυτές, ωστόσο, ο Καραμανλής παρέδωσε ένα νεοϊδρυθέν κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, η οποία θα εξέφραζε σταθερά ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού αλλά και θα έπαιζε ταυτόχρονα καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Ωστόσο, τότε ήταν η ώρα ενός νέου πολιτικού κινήματος, που εκφράστηκε από τον πιο χαρισματικό ηγέτη της μεταπολεμικής ζωής. Έναν ηγέτη πληθωρικό που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο κανένας άλλος, απόδειξη τρανή σε μια χώρα σαν τη δικιά μας της μεγάλης και αδιαμφισβήτητης αξίας του.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1851 στις 12 Φεβρουαρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου