Το Ποντίκι
Αφιέρωμα: Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της Ευρώπης
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Στις 20 Ιουλίου 1974, περίπου σαράντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας και του ναυτικού, εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εθνική αυτή τραγωδία έμελλε να έχει ως άμεση συνέπεια την κατάρρευση του τυραννικού καθεστώτος της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η κατάρρευση της δικτατορίας σήμανε και το τέλος της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, μιας θλιβερής μακρόχρονης ιταμής διακυβέρνησης της Δεξιάς, που βασίστηκε στην ακραία έως χυδαία εθνικοφροσύνη και στον στρατό, αμαυρώνοντας το κύρος του και κυρίως υπονομεύοντας αθεράπευτα τη σχέση του με τον λαό.
Οι εθνικιστικές, γελοίες κατά βάση, δεξιές κυβερνήσεις που πουλούσαν την εθνικοφροσύνη με το κιλό – όπως αποδείχθηκε κατά τραγικό τρόπο για τον τόπο μας, την πατρίδα και την εθνότητά μας – είχαν ανέτοιμο τον στρατό για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο… Τα εγκληματικά καθάρματα της δικτατορίας είχαν διαλυμένο το στράτευμα, ανίκανο να υπερασπιστεί στο ελάχιστο τη χώρα και την εθνική της κυριαρχία, έτσι που η Ελλάδα να παραμείνει αμέτοχος και αδύναμος παρατηρητής της τουρκικής επέλασης…
Κάτω από αυτές τις εθνικά ταπεινωτικές συνθήκες και έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, οι αρχηγοί του στρατού στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1974 αποφάσισαν, με εξαίρεση τον ιταμό Δημήτρη Ιωαννίδη (ο οποίος ωστόσο δεν πρόβαλε αντίσταση) να παραδώσουν τη διακυβέρνηση της χώρας στους πολιτικούς. Αμέσως μετά ακολούθησε νέα σύσκεψη, όπου μετείχαν πρώην πρωθυπουργοί. Τότε, αποφασίστηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που ήταν και ο τελευταίος πρωθυπουργός πριν από το πραξικόπημα. Η τελική αυτή απόφαση άλλαξε κατόπιν εντόνου παρεμβάσεως του Αβέρωφ, που ήταν στέλεχος της ΕΡΕ και άνθρωπος του Καραμανλή. Ο Αβέρωφ έπεισε τους στρατιωτικούς να προσκαλέσουν τελικά τον αυτοεξόριστο Κ. Καραμανλή από το Παρίσι για να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης.
Η επιστροφή του Καραμανλή
Η επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα έγινε μέσα σε μια πραγματικά συγκλονιστική ατμόσφαιρα υποδοχής. Στον αντίποδα όλων των πανηγυρισμών, η χώρα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση κι ο Καραμανλής μπροστά σε ένα σωρό δυσεπίλυτα προβλήματα, που απαιτούσαν άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις και λεπτούς χειρισμούς λόγω των ειδικών περιστάσεων…
Η μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στη δημοκρατία δεν ήταν στρωμένη με ρόδα.
Ο Καραμανλής αμέσως ανέλαβε δράση συγκροτώντας μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν στελέχη της Δεξιάς και του Κέντρου. Όλα τα πρόσωπα ήταν προσεκτικά διαλεγμένα, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούσαν τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν. Εκ των πραγμάτων, το μείζον πρόβλημα το οποίο η νέα κυβέρνηση καλείτο να αντιμετωπίσει ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Άμεσα και δίχως δεύτερη σκέψη εγκαταλείφθηκε κάθε ιδέα στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία. Ήταν περισσότερο από εμφανές ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση για κανέναν λόγο να αναλάβει ένα παρόμοιο εγχείρημα.
Ο μόνος δρόμος της Ελλάδας ήταν να αποδεχτεί τη δυσμενέστατη για αυτήν θέση και να κάνει ό,τι μπορεί στο διπλωματικό πεδίο, στο οποίο δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια. Η διπλωματία για να ασκηθεί χρειάζεται και κάποια μέσα πίεσης, μέσα που η Ελλάδα δεν διέθετε. Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες δεν απέφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αντίθετα ο τουρκικός στρατός προχώρησε ανενόχλητος σε νέες επιχειρήσεις καταλαμβάνοντας τελικά το 40% του νησιού. Τότε, ως ένδειξη έντονης διαμαρτυρίας, η κυβέρνηση Καραμανλή αποχώρησε από το ΝΑΤΟ! Ο μύθος του ΝΑΤΟ κατέπεσε τότε και στη ζωή τής κάθε μετέπειτα ελληνικής κυβέρνησης μπήκε το Κυπριακό ως βασικό και πρώτο πρόβλημα προς επίλυση, της εξωτερικής της πολιτικής.
Το πολιτειακό και άλλα προβλήματα
Παρότι αυτό ήταν το μείζον πρόβλημα της κυβέρνησης Καραμανλή, υπήρχε και πληθώρα άλλων με ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας. Λεπτό και ιδιαίτερα δύσκολο πολιτειακό θέμα ήταν η λεγόμενη συνταγματική αποκατάσταση. Δυο ήταν τα βασικότερα θέματα που έπρεπε να επιλυθούν. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να πραγματωθεί ομαλά αλλά και σωστά η μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στο κοινοβουλευτικό, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα στελέχη της δικτατορίας ήλεγχαν όλον τον κρατικό μηχανισμό. Κατά δεύτερο λόγο, έπρεπε να δοθεί μια λύση στην πολιτειακή εκκρεμότητα της χώρας. Ο Καραμανλής είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη πραγματικότητα. Τότε αποφάσισε να μην έρθει η κυβέρνησή του σε ευθεία σύγκρουση με τη δικτατορία. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, ο στρατηγός Γκιζίκης έμεινε στη θέση του ως αρχηγός του κράτους, θέση που κατείχε μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδοπούλου το 1973.
Η στάση αυτή του Καραμανλή δεν πέρασε δίχως έντονες διαμαρτυρίες. Ωστόσο, είναι αρκετοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατός δεν ήταν έτοιμος να παραδώσει την εξουσία σε μια συνταγματική κυβέρνηση και ότι ακόμα έως και το 1975 πραγματοποιήθηκε απόπειρα στρατιωτικού κινήματος, η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από την κυβέρνηση. Έκτοτε, όταν η κυβέρνηση ισχυροποίησε τη θέση της, άρχισε συστηματικά να «εκτοπίζει» από την πρωτεύουσα τις πιστές στη δικτατορία ομάδες-θύλακες του δικτατορικού καθεστώτος και να ξηλώνει αξιωματικούς που ήταν υπό την επιρροή του Ιωαννίδη.
Ταυτόχρονα με αυτές τις κινήσεις στο στράτευμα, ο Καραμανλής επανάφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 χωρίς τις θεμελιώδεις διατάξεις του, οι οποίες θα παρέμεναν εν αναμονή έως ότου διενεργηθεί στη χώρα δημοψήφισμα σχετικά με τη μορφή του πολιτεύματος.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση – όχι δίχως αντιδράσεις –παραχώρησε γενική αμνηστία προκειμένου να σωθούν διάφορα χουντικά καθάρματα. Φυσικά απελευθερώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ. Όσοι είχαν χάσει τις θέσεις τους στη διάρκεια της επταετίας, είχαν πλέον το δικαίωμα να επανέλθουν σε αυτές. Κάθε μέρα που η κυβέρνηση ένιωθε να πατά πιο καλά και σίγουρα στα πόδια της, προχωρούσε και ένα βήμα παραπέρα. Έτσι, με την ισχυροποίηση του ελέγχου της στις κρατικές δομές, έσπευσε να διασαφηνίσει ότι από τη γενική αμνηστία εξαιρούνταν οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος, οι οποίοι τελικά δεν γλίτωσαν το σκαμνί και τις βαριές καταδίκες. Τρεις εξ αυτών καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, σε θάνατο δηλαδή, για να μετατραπούν λίγο αργότερα οι ποινές τους σε ισόβια δεσμά. Οι δίκες συνεχίστηκαν διευρύνοντας το «πάνελ» των κατηγορουμένων και στους διαφόρους συνεργάτες της δικτατορίας που ενέχονταν σε βασανισμούς πολιτών ή συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1850 στις 5 Φεβρουαρίου 2015
Αφιέρωμα: Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της Ευρώπης
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Στις 20 Ιουλίου 1974, περίπου σαράντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας και του ναυτικού, εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εθνική αυτή τραγωδία έμελλε να έχει ως άμεση συνέπεια την κατάρρευση του τυραννικού καθεστώτος της δικτατορίας στην Ελλάδα. Η κατάρρευση της δικτατορίας σήμανε και το τέλος της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, μιας θλιβερής μακρόχρονης ιταμής διακυβέρνησης της Δεξιάς, που βασίστηκε στην ακραία έως χυδαία εθνικοφροσύνη και στον στρατό, αμαυρώνοντας το κύρος του και κυρίως υπονομεύοντας αθεράπευτα τη σχέση του με τον λαό.
Οι εθνικιστικές, γελοίες κατά βάση, δεξιές κυβερνήσεις που πουλούσαν την εθνικοφροσύνη με το κιλό – όπως αποδείχθηκε κατά τραγικό τρόπο για τον τόπο μας, την πατρίδα και την εθνότητά μας – είχαν ανέτοιμο τον στρατό για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο… Τα εγκληματικά καθάρματα της δικτατορίας είχαν διαλυμένο το στράτευμα, ανίκανο να υπερασπιστεί στο ελάχιστο τη χώρα και την εθνική της κυριαρχία, έτσι που η Ελλάδα να παραμείνει αμέτοχος και αδύναμος παρατηρητής της τουρκικής επέλασης…
Κάτω από αυτές τις εθνικά ταπεινωτικές συνθήκες και έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, οι αρχηγοί του στρατού στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1974 αποφάσισαν, με εξαίρεση τον ιταμό Δημήτρη Ιωαννίδη (ο οποίος ωστόσο δεν πρόβαλε αντίσταση) να παραδώσουν τη διακυβέρνηση της χώρας στους πολιτικούς. Αμέσως μετά ακολούθησε νέα σύσκεψη, όπου μετείχαν πρώην πρωθυπουργοί. Τότε, αποφασίστηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που ήταν και ο τελευταίος πρωθυπουργός πριν από το πραξικόπημα. Η τελική αυτή απόφαση άλλαξε κατόπιν εντόνου παρεμβάσεως του Αβέρωφ, που ήταν στέλεχος της ΕΡΕ και άνθρωπος του Καραμανλή. Ο Αβέρωφ έπεισε τους στρατιωτικούς να προσκαλέσουν τελικά τον αυτοεξόριστο Κ. Καραμανλή από το Παρίσι για να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης.
Η επιστροφή του Καραμανλή
Η επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα έγινε μέσα σε μια πραγματικά συγκλονιστική ατμόσφαιρα υποδοχής. Στον αντίποδα όλων των πανηγυρισμών, η χώρα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση κι ο Καραμανλής μπροστά σε ένα σωρό δυσεπίλυτα προβλήματα, που απαιτούσαν άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις και λεπτούς χειρισμούς λόγω των ειδικών περιστάσεων…
Η μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στη δημοκρατία δεν ήταν στρωμένη με ρόδα.
Ο Καραμανλής αμέσως ανέλαβε δράση συγκροτώντας μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν στελέχη της Δεξιάς και του Κέντρου. Όλα τα πρόσωπα ήταν προσεκτικά διαλεγμένα, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούσαν τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν. Εκ των πραγμάτων, το μείζον πρόβλημα το οποίο η νέα κυβέρνηση καλείτο να αντιμετωπίσει ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Άμεσα και δίχως δεύτερη σκέψη εγκαταλείφθηκε κάθε ιδέα στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία. Ήταν περισσότερο από εμφανές ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση για κανέναν λόγο να αναλάβει ένα παρόμοιο εγχείρημα.
Ο μόνος δρόμος της Ελλάδας ήταν να αποδεχτεί τη δυσμενέστατη για αυτήν θέση και να κάνει ό,τι μπορεί στο διπλωματικό πεδίο, στο οποίο δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια. Η διπλωματία για να ασκηθεί χρειάζεται και κάποια μέσα πίεσης, μέσα που η Ελλάδα δεν διέθετε. Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες δεν απέφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αντίθετα ο τουρκικός στρατός προχώρησε ανενόχλητος σε νέες επιχειρήσεις καταλαμβάνοντας τελικά το 40% του νησιού. Τότε, ως ένδειξη έντονης διαμαρτυρίας, η κυβέρνηση Καραμανλή αποχώρησε από το ΝΑΤΟ! Ο μύθος του ΝΑΤΟ κατέπεσε τότε και στη ζωή τής κάθε μετέπειτα ελληνικής κυβέρνησης μπήκε το Κυπριακό ως βασικό και πρώτο πρόβλημα προς επίλυση, της εξωτερικής της πολιτικής.
Το πολιτειακό και άλλα προβλήματα
Παρότι αυτό ήταν το μείζον πρόβλημα της κυβέρνησης Καραμανλή, υπήρχε και πληθώρα άλλων με ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας. Λεπτό και ιδιαίτερα δύσκολο πολιτειακό θέμα ήταν η λεγόμενη συνταγματική αποκατάσταση. Δυο ήταν τα βασικότερα θέματα που έπρεπε να επιλυθούν. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να πραγματωθεί ομαλά αλλά και σωστά η μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στο κοινοβουλευτικό, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα στελέχη της δικτατορίας ήλεγχαν όλον τον κρατικό μηχανισμό. Κατά δεύτερο λόγο, έπρεπε να δοθεί μια λύση στην πολιτειακή εκκρεμότητα της χώρας. Ο Καραμανλής είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη πραγματικότητα. Τότε αποφάσισε να μην έρθει η κυβέρνησή του σε ευθεία σύγκρουση με τη δικτατορία. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, ο στρατηγός Γκιζίκης έμεινε στη θέση του ως αρχηγός του κράτους, θέση που κατείχε μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδοπούλου το 1973.
Η στάση αυτή του Καραμανλή δεν πέρασε δίχως έντονες διαμαρτυρίες. Ωστόσο, είναι αρκετοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατός δεν ήταν έτοιμος να παραδώσει την εξουσία σε μια συνταγματική κυβέρνηση και ότι ακόμα έως και το 1975 πραγματοποιήθηκε απόπειρα στρατιωτικού κινήματος, η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από την κυβέρνηση. Έκτοτε, όταν η κυβέρνηση ισχυροποίησε τη θέση της, άρχισε συστηματικά να «εκτοπίζει» από την πρωτεύουσα τις πιστές στη δικτατορία ομάδες-θύλακες του δικτατορικού καθεστώτος και να ξηλώνει αξιωματικούς που ήταν υπό την επιρροή του Ιωαννίδη.
Ταυτόχρονα με αυτές τις κινήσεις στο στράτευμα, ο Καραμανλής επανάφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 χωρίς τις θεμελιώδεις διατάξεις του, οι οποίες θα παρέμεναν εν αναμονή έως ότου διενεργηθεί στη χώρα δημοψήφισμα σχετικά με τη μορφή του πολιτεύματος.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση – όχι δίχως αντιδράσεις –παραχώρησε γενική αμνηστία προκειμένου να σωθούν διάφορα χουντικά καθάρματα. Φυσικά απελευθερώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ. Όσοι είχαν χάσει τις θέσεις τους στη διάρκεια της επταετίας, είχαν πλέον το δικαίωμα να επανέλθουν σε αυτές. Κάθε μέρα που η κυβέρνηση ένιωθε να πατά πιο καλά και σίγουρα στα πόδια της, προχωρούσε και ένα βήμα παραπέρα. Έτσι, με την ισχυροποίηση του ελέγχου της στις κρατικές δομές, έσπευσε να διασαφηνίσει ότι από τη γενική αμνηστία εξαιρούνταν οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος, οι οποίοι τελικά δεν γλίτωσαν το σκαμνί και τις βαριές καταδίκες. Τρεις εξ αυτών καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, σε θάνατο δηλαδή, για να μετατραπούν λίγο αργότερα οι ποινές τους σε ισόβια δεσμά. Οι δίκες συνεχίστηκαν διευρύνοντας το «πάνελ» των κατηγορουμένων και στους διαφόρους συνεργάτες της δικτατορίας που ενέχονταν σε βασανισμούς πολιτών ή συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1850 στις 5 Φεβρουαρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου