Νέα Πολιτική
του Λυγκούρη Σπύρου*
Η περίοδος μετά τον θάνατο του ηγέτη της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ), Ιωσήφ Στάλιν, στις 5 Μαρτίου 1953 θα φέρει το τέλος της μεγάλης περιόδου έντασης του Ψυχρού Πολέμου (1947-1953) και μαζί θα επιφέρει και νέες οπτικές και θεωρήσεις της τιτάνιας διαμάχης μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων. Η νέα ηγετική ομάδα του Πολίτμπιρο υπό τον Νικήτα Σεργκιέγιεβιτς Χρουτσόφ (1894-1971) θα αμφισβητήσει στην πράξη μερικές από τις βασικές στρατηγικές της προηγούμενης ηγεσίας. Το 1956 κατά την διάρκεια του 20ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης) ο Νικήτα Χρουτσόφ θα προωθήσει την πολιτική της «αποσταλινοποίησης» ως μια επιθυμία ρήξης με την περίοδο της σταλινικής διακυβέρνησης. Ειδικά ο μνημειώδης λόγος του στις 25 Φεβρουαρίου στα πλαίσια του Συνεδρίου «Περί της προσωπολατρείας και των συνεπειών της» θα προκαλέσει σοκ στις τάξεις των απανταχού κομμουνιστών, καθώς παρουσιάζει την εικόνα ενός Ιωσήφ Στάλιν, που επέβαλλε ένα δικτατορικό καθεστώς μέσα στο ίδιο του το κόμμα προς επίτευξη ιδιοτελών σκοπών. Όσον αφορά το εξωτερικό πεδίο, η νέα ηγεσία θα επανεξετάσει τις στρατηγικές της «συνασπισμιακής αυτάρκειας» (περί μηδενικών ανταλλαγών και οικονομικών σχέσεων με τον Δυτικό Κόσμο) και του «Δόγματος Ζντάνωφ», το οποίο όριζε την ύπαρξη δύο Κόσμων, του Καπιταλιστικού και του Σοσιαλιστικού, των οποίων η τελική σύγκρουση είναι περίπου αναπόφευκτη. Η ύπαρξη του Δόγματος Ζντάνωφ θεωρείται ως αποτέλεσμα της ανάγκης άμυνας της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στις λογικές του Σχεδίου Μάρσαλ και αποτέλεσε την βασική στρατηγική του σοσιαλιστικού στρατοπέδου τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Προς αναθεώρηση της παλιάς πολιτικής, η ηγεσία Χρουτσόφ θα θελήσει να φέρει την στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης», η οποία αναγνωρίζει το αδύνατο της άμεσης πολεμικής εμπλοκής με τον Δυτικό Κόσμο, εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με πυρηνικό ολοκαύτωμα. Το τελευταίο θα επιβεβαιωθεί και στις 4 Οκτωβρίου 1957, οπότε και η Σοβιετική Ένωση θα προχωρήσει στις εκτόξευση του τεχνητού δορυφόρου «Σπούτνικ», γεγονός που δήλωνε εν μέρει και την δυνατότητα των Σοβιετικών να πλήξουν με διηπειρωτικούς πυραύλους ακόμη και το αμερικανικό έδαφος. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει τους Αμερικανούς σε τροποποίηση του αμυντικού δόγματος του ΝΑΤΟ από τα «μαζικά αντίποινα» στην «ευέλικτη ανταπόδοση» και σε φάση αμηχανίας, καθώς ένιωθαν να χάνουν την πρωτοκαθεδρία του πυρηνικού οπλοστασίου, επομένως και την αίσθηση της ασφάλειας της γεωστρατηγικής τους θέσης. Τα δύο αυτά βασικά δεδομένα θα οδηγήσουν τις εξελίξεις στο 1959, οπότε και ένα περίπου χρόνο μετά την Κρίση του Βερολίνου με την απόδοση του περίφημου «Τελεσιγράφου Χρουτσόφ» (Νοέμβριος 1958) θα λάβουν χώρα οι Συνομιλίες του Καμπ Ντέιβιντ στις αρχές Σεπτεμβρίου μεταξύ του Σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουτσόφ και του Αμερικανού προέδρου Ντουάιτ Αιζενχάουερ.
Οι συνομιλίες αυτές, που θα συνοδευτούν από την πρώτη επίσημη επίσκεψη ανώτατου Σοβιετικού ηγέτη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, θα εκφράσουν την κοινή πεποίθηση των δύο Υπερδυνάμεων, ότι «οι δύο χώρες και οι δύο συνασπισμοί πρέπει να πάρουν την απόφαση είτε να ζήσουν μαζί είτε να πεθάνουν μαζί», εφόσον η ισορροπία του τρόμου και του πυρηνικού ολέθρου όριζε τις διεθνείς σχέσεις. Η ιστορική έρευνα έχει τοποθετήσει σε αυτές τις συνομιλίες την εγκαθίδρυση του πρώτου ρεύματος της Ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου, το οποίο, όμως, έμελλε να κρατηθεί στην επιφάνεια μέχρι τον Μάιο του 1960. Τότε, οι σχέσεις των δύο συνασπισμών θα τριβούν από την υπόθεση της κατάρριψης του U-2, του αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροσκάφους, πάνω από σοβιετικό έδαφος και την σύλληψη του πιλότου του, Φράνσις Πάουερ (Μάϊος 1960). Ως άμεση εξέλιξη, ο Χρουτσόφ θα τορπιλίσει τις συνομιλίες των «4» Μεγάλων, που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο Παρίσι τον ίδιο μήνα. Από τότε μέχρι και τον Νοέμβριο του 1962 θα ακολουθήσει μία νέα περίοδο έντασης, που θα χαρακτηριστεί από της Κρίσης του Βερολίνου και την Ανέγερση του Τείχους (Αύγουστος 1961) και την μεγάλη Κρίση των Πυραύλων της Κούβας (Οκτώβριος 1962).
Η ανάδυση της Ύφεσης στην διεθνή σκηνή θα επιφέρει ένα κλίμα αμηχανίας στο κυβερνών κόμμα της Ε.Ρ.Ε (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι εξελίξεις βρίσκουν την κυβέρνηση σε μία φάση επαναπροσδιορισμού των σχέσεων της Ελλάδος με την Δύση και τις Ανατολικές χώρες, καθώς και σε μία εγρήγορση ως προς το εσωτερικό μετά τις εκλογές του Μαΐου του 1958 και την ανάδειξη της Ε.Δ.Α σε αξιωματική αντιπολίτευση. Μετά από τρία χρόνια μιας υφέρπουσας κρίσης στις σχέσεις της χώρας με τους άμεσους συμμάχους της στην Δύση, όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α, λόγω του Κυπριακού προβλήματος (κρίση, που έφτασε στα όρια εξόδου της Ελλάδος από το Ν.Α.Τ.Ο κατά την διάρκεια του 1958) η διπλωματική τάξη φαίνεται να αποκαθίσταται τον Ιανουάριο του 1959 με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην ανακήρυξη της Κυπριακής Ανεξαρτησίας και επανέφεραν την Ελλάδα σε ένα καθεστώς «Νατοϊκής Ομαλότητας». Η σταθεροποίηση της θέσης της χώρας στην Δύση θα οδηγήσει την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή στον επανασχεδιασμό των σχέσεων με τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, σχέσεις οι οποίες είχαν αναπτυχθεί ιδιαιτέρως στον τομέα των οικονομικών και εμπορικών ανταλλαγών καθ’όλη την περίοδο 1956-1959 ως ανάγκη διοχέτευσης των αγροτικών προϊόντων της χώρας σε φιλικές αγορές και ως μοχλός διπλωματικής υποστήριξης στο Κυπριακό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η συμμετοχή των Ανατολικών χωρών στις ελληνικές εξαγωγές έφτασε το 21%, ποσοστό που κρίνεται ενδεικτικό οικονομικής εξάρτησης, γεγονός που κάλλιστα θα μπορούσε να καλλιεργήσει και πολιτική εξάρτηση. Για αυτό και από το 1959 η ελληνική κυβέρνηση θα καταθέσει επίσημη αίτηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων προς Σύνδεσή της με την τότε Ε.Ο.Κ, ακριβώς για να αποφύγει τον οικονομικό εναγκαλισμό της με την Μόσχα.
Η σύμπτωση, όμως, της Ύφεσης με την παρουσία της Ε.Δ.Α στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα φέρει την Ε.Ρ.Ε σε στρατηγικό αδιέξοδο. Εάν, από την μία, αρνιόταν πεισματικά να συμμορφωθεί με τα νέα δεδομένα της ειρηνικής συνύπαρξης και να τα εφαρμόσει όσον αφορά τις σχέσεις της με τους άλλοτε «προβληματικούς γείτονες» της Βαλκανικής, όπως η Βουλγαρία και η Αλβανία, θα φαινόταν σαν να απομονώνεται μέσα στα στενά της όρια και να περιμένει από τους Μεγάλους να θέσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί. Εάν ακολουθούσε αυτή την τακτική, θα υπήρχε πάντα ο κίνδυνος η Ελλάδα να επιτελέσει τον ρόλο της «Ιφιγένειας», της μικρής εκείνης χώρας, που και λόγω της δύσκολης γεωγραφικής της θέσης θα «καιγόταν» προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο συνασπισμών.
Εάν από την άλλη, όμως, αποδεχόταν το πνεύμα της ύφεσης, τότε θα έπρεπε ως άμεσο επακόλουθο να επιβάλλει το πνεύμα της ύφεσης και της ειρήνευσης και στο εσωτερικό της χώρας, το οποίο ζούσε την εποχή της Επαναφοράς των Εκτάκτων Μέτρων μετά τις εκλογές του 1958 και το νέα κύμα του αντικομμουνισμού, που κατέλαβε τον κρατικό μηχανισμό. Την ίδια εποχή που έρχεται στην διεθνή σκηνή το ζήτημα της Ύφεσης, στην Ελλάδα λόγω της νέας σύλληψης και δίκης του Μανώλη Γλέζου, θα ξεσπάσει ο περίφημος «Πόλεμος των Γραμματοσήμων» μεταξύ Ελλάδος και ΕΣΣΔ, όταν και η Ελλάδα θα εκδώσει γραμματόσημο με την μορφή του Ίμρε Νάγκυ, ηγέτης της Επανάστασης του 1956 στην Ουγγαρία, που εκτελέστηκε από τους Σοβιετικούς. Επίσης, αν η Ε.Ρ.Ε προχωρούσε σε περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων της χώρας με τον Ανατολικό Συνασπισμό, όπως την καλούσε να πράξει η Ε.Δ.Α και προσωπικότητες του Κέντρου, όπως ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ελλόχευε πάντα ο κίνδυνος να επιβεβαιωθεί το σενάριο της σταδιακής πολιτικής εξάρτησης. Όλα αυτά συνέβαιναν μέσα σε ένα πλαίσιο καρότου-μαστιγίου να χαρακτηρίζει την πολιτική της Ανατολής έναντι της Ελλάδας. Από την μία την διετία 1957-1959 έχουμε τις λεγομένες «Επιθέσεις Ειρήνης» των Ανατολικών χωρών με τις προσφορές παροχής οικονομικής και εμπορικής βοήθειας ή με τα σχέδια για δημιουργία «Απύραυλης Βαλκανικής» ως αντιστάθμισμα στην ανάπτυξη των πυρηνικών οπλοστασίων. Από την άλλη λαμβάνουν χώρα ανοιχτές απειλές των Σοβιετικών, όπως αυτές, που εξέφρασε ο Νικήτα Χρουτσώφ το 1961 για τους σοβιετικούς πυραύλους, που δεν «θα φεισθούν μηρέ της Ακροπόλως»…
Οι αντιμαχίες στο εσωτερικό σκηνικό για τις τοποθετήσεις της χώρας έναντι της Ύφεσης και τις σχέσεις της με τον Ανατολικό Συνασπισμό θα συνεχισθούν μέχρι τον Μάιου του 1960, με την Ε.Ρ.Ε να βρίσκεται σε μια κατάσταση μόνιμης άμυνας έναντι των ειρηνόφιλων συνθημάτων της Ε.Δ.Α και την τελευταία να προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη από την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» και από την ακτινοβολία, που εξέπεμπε αυτό το διάστημα η σοβιετική πολιτική διεθνώς. Δύο μεγάλοι κύκλοι συζητήσεων, ένας τον Νοέμβριο του 1959 κατά την διάρκεια ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και ένας δεύτερος τον Απρίλιο του 1960 μετά από πρόταση μομφής, που κατέθεσε η Ε.Δ.Α , θα καταδείξουν την σοβαρότητα του θέματος και το αδιέξοδο, που βρέθηκε τότε η ελληνική υψηλή στρατηγική. Το ναυάγιο της Συνόδου των Μεγάλων (Μάιος 1960) και η Σύνδεση της χώρας με την Ε.Ο.Κ (1961) έδωσαν ένα τέλος στις συζητήσεις εκείνων των ημερών, εφόσον όταν επανήλθε το Κλίμα της Ύφεσης μετά το 1962 η Ελλάδα ένιωθε πιο σίγουρη για την θέση της στην Δύση και επομένως μπορούσε να επανασχεδιάσει την πολιτική της έναντι της Ανατολής με μεγαλύτερη νηφαλιότητα.
*Μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου