του Χρήστου Γιανναρά
Ταξί από το αεροδρόμιο. Ο οδηγός, κάποιας ηλικίας, λιγομίλητος. Ακούει ραδιόφωνο, έναν από τους σταθμούς που υπηρετούν τη μονομανιακή εξαθλίωση της ποδοσφαιρολαγνείας σε εικοσιτετράωρη βάση.
Στο μέσον περίπου της διαδρομής τολμώ το ερώτημα: «Ακούτε συχνά αυτόν τον σταθμό;». Η απάντηση άμεση: «Αυτόν ακούω, κύριε, συνεχώς, μέρα ή νύχτα».
Διακόπηκε η συνομιλία. Λίγη ώρα μετά, το ραδιόφωνο παρεμβάλλει διαφήμιση υποψήφιου ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Ο ταξιτζής γυρίζει, με κοιτάζει και λέει: «Δεν έχουν ελπίδα αυτοί, θα σαρώσει ο Τσίπρας». «Πώς το βγάζετε αυτό το συμπέρασμα;» ρωτάω. Η απάντηση ακαριαία: «Ο δικός μας τουλάχιστον κλάδος θα τον μαυρίσει τον Μητσοτάκη φανατικά». Και εξηγεί: «Γιατί αν βγει ο Μητσοτάκης, εμάς τους ταξιτζήδες θα μας υποχρεώσει να πουληθούμε σε ιδιωτικές εταιρείες. Οπως και όλα τα κρατικά νοσοκομεία θα τα κάνει ιδιωτικά, ιδιωτικά και τα πανεπιστήμια, θα γίνει εδώ ό,τι έγινε και στη Γεωργία».
Στη συγκεκριμένη στιγμή, τα απλοϊκά και αφελή λόγια του ταξιτζή φωτίζουν στον δικό μου νου τη σαρανταπεντάχρονη τραγωδία της Ν.Δ. Καταλαβαίνω ότι το δίλημμα που συνιστά πολιτική είναι: Προσπαθώ, με προπαγάνδα και διαφήμιση, να «διαφωτίσω» τον παραιτημένο από σκέψη και κρίση ταξιτζή; Ή καταργώ, με νόμο προστασίας της Δημόσιας Υγείας, το υπάνθρωπης ευτέλειας και αποβλάκωσης «αθλητικό» ραδιόφωνο; Με άλλα λόγια: Πολιτική είναι να χρυσοπληρώνεις αδίστακτους επαγγελματίες προαγωγούς της εξαθλίωσης, για να σου εξασφαλίσουν ανεγκέφαλους υποστηρικτές; Ή να διαθέτεις προτάσεις και προγραμματικές στοχεύσεις, ικανές να διεγείρουν κοινωνική δυναμική;
Σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια και έχοντας αλλάξει εννέα (9) αρχηγούς, το κόμμα της Ν.Δ. δεν έχει ακόμα διασαφηνίσει τι καταλαβαίνει ως «πολιτική»: Τη διαφημιστική αντιμαχία για το ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις; Ή την αντιπαράθεση πολιτικών προγραμμάτων, μεταρρυθμιστικών προτάσεων, κοινωνικών στοχεύσεων; Σαράντα πέντε χρόνια, το κόμμα της Ν.Δ. σέρνεται νομοτελειακά στο γήπεδο του εκάστοτε αντιπάλου του, πειθήνια συμμορφωμένο με τους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους που επιβάλλει ο αντίπαλος, ασπόνδυλο το ίδιο, χωρίς στόχους κοινωνικούς, χωρίς όραμα για τον τόπο.
Ο ιδρυτής της Ν.Δ. ήταν, κατά πάγκοινη αναγνώριση, ένας ιδιοφυής διαχειριστής της εξουσίας, ένας εξαιρετικά ταλαντούχος μάνατζερ. Οι διάδοχοί του και το κόμμα του δεν αντελήφθησαν ότι αυτό το χάρισμα έχει εφήμερη πάντοτε δυναμική. Μόλις εμφανιστεί μια επαγγελία κοινωνικού εξισωτισμού, άρνηση της αξιοκρατίας ψιμυθιωμένη σε «επαναστατική αλλαγή», οι μάζες θα ακολουθήσουν τη φενακισμένη, ωμή απάτη, και η πολιτική, νομοτελειακά, θα μεταβληθεί σε μάχη εντυπώσεων.
Το κόμμα της Ν.Δ. είναι, ακόμα σήμερα, η συνεπέστερη έκφανση του Ιστορικού Υλισμού που γνώρισε η ελλαδική πολιτική ιστορία. Το εύρημα της «μεσοτοιχίας», η άναρχη, ανεξέλεγκτη δόμηση, η αυθαίρετη καταπάτηση της δημόσιας γης αποδείχθηκαν συνταγή ραγδαίου, μυθώδους πλουτισμού τόσο των αυτουργών όσο και της συνεργού δημοσιοϋπαλληλίας. Πλουτισμού ακαλλιέργητων ανθρώπων, άξεστων, αδηφάγων και ηθικά αδίστακτων.
Αυτό το ιστορικο-υλιστικό κοινωνικό αποκύημα της Ν.Δ. αξιοποίησε με αδίστακτο αμοραλισμό το ΠΑΣΟΚ. Για να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, που χάρισε στον πολιτικό αμοραλισμό το ψυχολογικό φωτοστέφανο της «προόδου» και στην πατριδοκτονία τα εύσημα όλων όσων μεθοδικά απεργάστηκαν την καινούργια, για άλλα εκατό χρόνια, εξευτελιστική (κυρίως ψυχοκτόνο) υποτέλεια των Ελλήνων. Μπροστά στην κάλπη, ας αναλογιστούμε, όχι συνέπειες που μας αφορούν, αλλά το βασανιστικό βάρος της συλλογικής ντροπής των απογόνων μας.
Ο Ελληνισμός σημάδεψε την ανθρωπότητα με δυνατότητες που θα παραμείνουν πάντοτε ανοιχτές απεριόριστα, πάντοτε ως προκλήσεις, συναρτήσεις της ανθρώπινης ποιότητας. Το τεχνητό ελληνώνυμο κρατίδιο που κατασκεύασαν οι Ευρωπαίοι, θλιβερό και εύχρηστο υποκατάστατο ή ταφόπλακα, για να πάρει οριστικό τέλος «ο μέγας κόσμος» της ελληνικής «Οικουμένης», το κρατίδιο αυτό έχει πια τελειώσει. Διαιωνίζονται κρατικά ράκη ντροπής, εφιαλτικού ευτελισμού των κάποτε που πρωτοπόρησαν στην «τιτανομαχίαν περί της ουσίας».
Στην απίστευτης συλλογικής καταισχύνης προεκλογική περίοδο που ζήσαμε τόσες τώρα εβδομάδες, αντηχούσε αδιάκοπα στα αφτιά μου, ολοζώντανη η κραυγή του Θανάση Βέγγου: «Η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο»! Λόγια του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στο σενάριο της ταινίας: «Το βλέμμα του Οδυσσέα».
Πηγή Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου