Το Ποντίκι
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Είναι γνωστό ότι οι υποστηρικτές της πάλαι ποτέ ενδόξου πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας κατά την Άλωση ήταν ελάχιστοι. Αν υπολογίσει κανείς και αυτούς που έπεσαν στη διάρκεια της Άλωσης και εκείνους που χάθηκαν μετά τον τριήμερο νόμιμο σφαγιασμό των πολιορκημένων από τους πολιορκητές τους, στην πρωτεύουσα απέμειναν ελάχιστοι κάτοικοι. Κι αν, σύμφωνα με τα λόγια του Περικλή που μας διασώζει ο Θουκυδίδης «άνδρες εισίν η πόλις», δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα από την παλιά Κωνσταντινούπολη. Όλα έδειχναν πως η πόλη άλλαζε σελίδα, και σίγουρα ο Μωάμεθ Β’ ήθελε πάση θυσία να ανακτήσει την παλιά της λαμπρότητα και αίγλη.
Μια από τις πρώτες και επείγουσες μέριμνες του Μωάμεθ ήταν να μεταφέρει πληθυσμούς στην Κωνσταντινούπολη, έργο το οποίο ήθελε σχεδιασμό και σωστή σύνθεση κατοίκων. Εκτός από τους Τούρκους αποίκους που βρίσκονταν ήδη στον Κάτω Δούναβη, διέταξαν να φέρουν «εξόριστους» Έλληνες από την Αγαθούπολη, τη Μεσημβρία, την Ηράκλεια, την Πάναδο, την Ορεστιάδα, την Ανδριανούπολη και από άλλους τόπους. Οι Έλληνες αυτοί «οίκησαν την πόλιν δίνοντες αυτοίς και οίκους, εκάστω κατά την αξίαν». Η πολιτική του Μωάμεθ τόσο στο θέμα της θρησκείας όσο και της εθνικότητας υπήρξε αρκετά μεγαλόψυχη. Λέγεται ότι κι αυτός ακόμα ο διορισμός του Πατριάρχη σχετιζόταν με τη διάθεση του Μωάμεθ να προσελκύσει κατάλληλους πληθυσμούς στην ερημωμένη Κωνσταντινούπολη, που έτσι κι αλλιώς είχε ήδη παρακμάσει από την εποχή των Παλαιολόγων.
Έτσι, μετά από κάθε νέα κατάκτηση γινόταν επιλεκτική μεταφορά κατοίκων. Στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της Λέσβου και της Φώκαιας έφτασαν νέοι άποικοι. Κατόπιν, μεταφέρθηκαν κι άλλοι Έλληνες και Λατίνοι από την Άμαστριν και το Καφφά, που κατελήφθησαν με έφοδο το 1475, ενώ ακολούθησε η Τραπεζούντα. Μέτοικοι έφτασαν στη νέα πλέον πρωτεύουσα και από την Εύβοια, τη Φτελιά, το Γαρδίκι, τη Χαλκίδα. Αργότερα, ακολούθησαν πληθυσμιακές ροές από μολδαβικές πόλεις, την Κιλικία, τη Συρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Οι Εβραίοι της Πόλης
Έναν αιώνα μετά την Άλωση υπολογίζεται ότι ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη προς τη μεριά του Βοσπόρου σαράντα χιλιάδες Εβραίοι, οι οποίοι προσπορίζονταν από το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Αρκετοί από αυτούς ήταν γιατροί και κάποιοι ασχολούνταν με την αστρονομία. Η συνοικία τους πυρπολήθηκε, ωστόσο σχεδόν αμέσως ξαναχτίστηκε και έγινε ωραιότερη. Ο αριθμός τους αυξήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα με τους Μαρανούς, που υποχρεώθηκαν τον 16ο αιώνα να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Οι Εβραίοι έχασαν κατά κάποιο τρόπο τα προνόμιά τους όταν κάποια Εσθήρ, που είχε κερδίσει τη φιλία της μητέρας του Σουλτάνου Σελίμ του Β’ και υπήρξε μυστικοσύμβουλος της μητέρας του Μωάμεθ του Γ’, ενώ είχε γίνει και «τελωνειακός» της αυτοκρατορίας, κατηγορήθηκε ότι έκοψε κάλπικα νομίσματα και εκτελέστηκε από τους απάχηδες.
Έκτοτε, επιβλήθηκε στους Εβραίους να μην ζουν στην πολυτέλεια και να φορούν πάντα ένα κόκκινο σκουφί. Παρ’ όλα αυτά, οι Εβραίοι της Κωνσταντινούπολης έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλης και οι προύχοντές της όταν αρρώσταιναν προσέτρεχαν στις φροντίδες των γιατρών τους. Ο Γερμανός περιηγητής Ντέρνσβαμ υπολόγισε τον αριθμό των Εβραίων της Κωνσταντινούπολης το 1553 στις 15.035 χωρίς τα γυναικόπαιδα, ενώ της Θεσσαλονίκης στις 20.000.
Οι δυτικοί της Πόλης
Σημαντική πληθυσμιακή ομάδα υπήρξαν οι Έλληνες της Καραμανίας, οι οποίοι, ωστόσο, μιλούσαν τουρκικά. Στην Πόλη συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός Σύρων και Αράβων, οι οποίοι όμως αποδείχτηκαν ανίκανοι να οργανωθούν και ζούσαν δίχως συνοχή.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ιταλοί που κατοικούσαν και πριν και μετά την Άλωση στην Πόλη δεν υπέστησαν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους. Την επομένη κιόλας της Άλωσης, ο Μωάμεθ Β’ τους παραχώρησε μεγάλη αυτονομία. Γύρω στο 1580 είχαν στον Γαλατά πολλές εκκλησίες του Αγίου Φραγκίσκου, του Αγίου Βενέδικτου, του Αγίου Πέτρου και άλλων δυτικών Αγίων. Οι λιτανείες τους ήταν ελεύθερες και από τον τρόπο ζωής τους δεν έλειπαν οι παλιές συνήθειες της Δύσης. Παρά τις τόσες διαφορές που είχαν με τους Έλληνες και που οφείλονταν στο ότι ήταν καθολικοί, παρά τους αφορισμούς των Ελλήνων κατά των μικτών γάμων, οι Ελληνογαλατικοί γάμοι ήταν συχνοί. Στα τέλη του 16ου αιώνα συναντούμε στην Πέρα μια παροικία δυτικών: Γάλλους, Γερμανούς, Σάξονες από την Τρανσυλβανία, ωρολογοποιούς, οπλοποιούς, μαχαιροποιούς. Από μια αφήγηση ενός Ισπανού, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή ανερχόταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε 40.000 οικογένειες χριστιανών, 10.000 Εβραίων και 60.000 Τούρκων. Η Πέρα είχε 4.000 σπίτια και στα περίχωρα 10.000 σπίτια Ελλήνων.
Οι Βυζαντινοί συνεχιστές της Πόλης
Ο Μωάμεθ, όμως, υπήρξε θετικός και στο αίτημα των Βυζαντινών ευγενών να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Έτσι, ο ίδιος καλεί «τον κύριο Σφραντζή (Φραντζή) με όλους τους δικούς του, τον κύριο Μανουήλ Ραούλ με όλους τους δικούς του, τον κύριο Δημήτρη Λάσκαρη με όλους τους δικούς του, τους Διπλοβατάτζη, Καβάκη, Παγομένη, Φραγκόπουλο και Σγουρομάλη… και όσους επιθυμούν να έρθουν».
Μετά την Άλωση, ορισμένες από τις παλιές οικογένειες βρέθηκαν στο περιθώριο. Αρκετοί από αυτούς είχαν καταφύγει στη Δύση, όπως ο Μανουήλ, γιος του δεσπότη Θωμά, που βρισκόταν στη Ρώμη με την οικογένειά του. Παρακινούμενος από φίλους του, αποφάσισε να παρουσιαστεί στον ίδιο τον Σουλτάνο και να αιτηθεί την εύνοιά του. Χάρη στον Μωάμεθ τον Β’, ο Μανουήλ απέκτησε αγροκτήματα στο Συρέτζιο, στο Αμπείτζιο αλλά και σύνταξη. Έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες για ανάλογες αποκαταστάσεις Βυζαντινών ευγενών από τον Μωάμεθ. Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, οι Έλληνες φαίνεται να μην θέλουν κανέναν άλλο για αφέντη τους, ούτε καν χριστιανό, παρά μόνο Τούρκο. Ένιωθαν πως η αυτοκρατορία ήταν ακόμα δική τους. Ακόμα και σ’ αυτήν την Κωνσταντινούπολη, οι σχέσεις με τους Δυτικούς ήταν περιορισμένες σε ορισμένους υπαλλήλους πρεσβείας. Ένα αίσθημα υπερηφάνειας άρχισε να διακατέχει τους Έλληνες που είχαν παραμείνει κάτω από το σκήπτρο του Σουλτάνου και ο οποίος, σύμφωνα με ειδικό διάταγμα, είχε απαγορεύσει κάθε προσβολή προς τους χριστιανούς. Αλλά και ο Σουλτάνος έμοιαζε να είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος που ήταν αφέντης ενός τέτοιου γένους.
Το 1480, ο Πατριάρχης Μάξιμος χαρακτηρίζει τον Σουλτάνο ως «τον πιο δοξασμένο μονάρχη» και ο Σουλτάνος θεωρείται υποστηρικτής της οικουμενικής εκκλησίας απέναντι στη Βενετία…
Τέλος, ο Μωάμεθ χρησιμοποίησε, όπως και οι προκάτοχοί του, την ελληνική γλώσσα στα γράμματά του προς τους διοικητές των βαλκανικών οχυρωματικών θέσεων. Ελληνικά χρησιμοποιούνταν εν γένει σε πολλές και κατά τόπους επίσημες και ανεπίσημες συναλλαγές της νέας αυτοκρατορίας.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1970 στις 25-05-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου