Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Τα Συμπεράσματα της Συζήτησης για το Χρέος

Απόψεις και Ιδέες

του Διονύση Χιόνη
Παραθέτω τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης για το ελληνικό χρέος που συζητήθηκε στην εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου την Τρίτη 19/11/2013.  Στην συζήτηση συμμετείχαν οι:
Κόλλιας Κ., Μηλιός Γ., Λιαργκόβας Π.,Πετράκης Π., Πραγγίδης Π., Ρεφενές Α.,Ρουμελιώτης Π.,Σαρδελής Χ.,Σταθάκης Γ., Φίλλιπας Ν.,
Η πρόσφατη ελληνική κρίση έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητας τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για τον τρόπο αντιμετώπισής της. Αυτή η μοναδικότητα είχε σαν αποτέλεσμα την πειραματική εφαρμογή πολιτικών σταθεροποίησης σε μια οικονομία που είχε πολύ περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας ως προς τα μέσα πολιτικής.
Η αναβλητικότητα στην οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους και η ανυπαρξία πολιτικών διαχείρισης της κρίσης στην ευρωζώνη αποτέλεσαν τα κύρια προβλήματα. Οι αντιδράσεις της Ε.Ε.  χαρακτηρίζονταν από αναβλητικότητα και αντικρουόμενες προθέσεις. Παράλληλα στο χρονικό αντιμετώπισης της κρίσης παρουσιάζεται  μια έντονη πολιτική χροιά στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων εφ’ όσον οι συζητήσεις διεξάγονται με άλλους 27 ηγέτες οι οποίοι είχαν διαφορετικές προτεραιότητες και ενδιαφέροντα. Σε αυτό το σκηνικό οι συμβιβασμοί και οι ανταλλαγές αποτελούν το βασικό διαπραγματευτικό πλαίσιο. Αυτός είναι ο λόγος που η δημιουργία ad hoc μηχανισμών όπως EFSF και ESM δεν έπεισαν για την ικανότητά τους να παρέμβουν στις αγορές και δεν επηρέασαν την απόδοση των ελληνικών ομολόγων.

Η διαρκής εκκρεμότητα με το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους έχει δύο αποτελέσματα. Το πρώτο σχετίζεται με το γεγονός ότι έχει εγκλωβίσει την δημόσια συζήτηση για την οικονομία αλλά και την οικονομική πολιτική αποκλειστικά και μόνο στα θέματα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης με μοναδικό στόχο της οικονομικής πολιτικής την επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος. Είναι λογικό αυτός ο εγκλωβισμός να ακυρώνει την οποιαδήποτε αναπτυξιακή συζήτηση. Στην συνέχεια  η διατήρηση της υψηλής  αβεβαιότητας της ελληνικής οικονομίας αποτρέπει την προσέλκυση  επενδύσεων αλλά και τον σχηματισμό κεφαλαίου .
Συμβατό με την παραπάνω επιχειρηματολογία και την προσπάθεια να δοθεί μια απάντηση στην αναβλητικότητα της αναδιάρθρωσης του χρέους της ελληνικής οικονομίας είναι το θέμα του κόστους  δηλαδή το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος. Το κόστος της χρεοκοπίας συνίσταται από δύο επιμέρους συνιστώσες. Η πρώτη σχετίζεται με το κόστος για την Ελληνική Οικονομία και στην συνέχεια το κόστος των συνεπειών μετάδοσης της κρίσης σε συνάρτηση με το κόστος που θα επωμιστούν οι δανειστές.
Στην αρχή της κρίσης   φαίνεται ότι  σε πολλές κρίσιμες χρονικές στιγμές η διεθνής κοινότητα και οι ευρωπαίοι ηγέτες υποεκτίμησαν την σοβαρότητα του ελληνικού προβλήματος. Η επίσημη θέση μεταξύ 2009 και 2011 ήταν ότι το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε την κυρίαρχη αντίληψη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα να αναβάλλει την απαιτούμενη παρέμβαση.
Στο ελληνικό χρέος πραγματοποιήθηκαν δύο παρεμβάσεις. Η αναδιάρθρωση του Μαρτίου 2012 και η επαναγορά του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2012. Το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων παρόλο που συνδέθηκαν  με ένα υψηλό δημοσιονομικό κόστος είναι ότι δεν κατάφεραν να δώσουν τις προσδοκώμενες λύσεις.  Και στις δύο περιπτώσεις τα αποτέλεσμα ήταν οριακά όσον αφορά την βελτίωση της προοπτικής βιωσιμότητας του χρέους. Το γεγονός  ότι η ελληνική οικονομία σχεδιάζει την τρίτη αναδιάρθρωση χρέους προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις πληρωμές των τοκοχρεωλυσίων είναι ενδεικτικό της επιτυχίας των προηγούμενων.
Στα θετικά των παρεμβάσεων στο χρέος πρέπει να λογισθεί η μεταβολή των ‘ποιοτικών’ χαρακτηριστικών του. Μειώθηκε το μέσο επιτόκιο των οφειλόμενων τόκων και δόθηκε χρονική επέκταση των αποπληρωμών. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του χρέους από τον ιδιωτικό τομέα πέρασε σε δημόσιους φορείς αφαίρεσε επιχειρήματα από την ελληνική διαπραγματευτική φαρέτρα από την άλλη μεριά όμως απέκλεισε την πιθανότητα της άμεσης χρεοκοπίας τουλάχιστον με τους όρους της δεκαετίας του 1970.  
Κατά την διαμόρφωση των πολιτικών για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος είναι χαρακτηριστική η απουσία  προτάσεων της ελληνικής πλευράς. Τόσο στην συγκρότηση των μνημονίων όσο και στην προετοιμασία των αναδιαρθρώσεων του χρέους. Είναι αντιπροσωπευτική η περίπτωση της αναδιάρθρωσης του χρέους τον Μάρτιο του 2012 όπου ενώ είχε ξεκινήσει η προετοιμασία των προτάσεων από την οργανωτική επιτροπή των τραπεζών στην Ελλάδα όχι μόνο δεν προετοιμάζονταν οι επίσημες προτάσεις αλλά είχε εκτοπιστεί το ενδεχόμενο της αναδιάρθρωσης από τον δημόσιο διάλογο.
 Η Ε.Ε. χρειάζεται ένα επίσημο σύστημα συντεταγμένης χρεοκοπίας και αναδιαρθρώσεων του χρέους εντός της ευρωζώνης. Η συνέχιση της εφαρμογής της δημοσιονομικής σταθερότητας ως μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των κρίσεων χρέους έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση  του λόγου χρέος/ΑΕΠ και την εκκίνηση του φαύλου κύκλου χρέους-ύφεσης.
Σήμερα το χρέος σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία ανέρχεται στα €321 δις. Η πιθανότητα ότι η ελληνική κρίση θα επιλυθεί χωρίς μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι μηδενική. Είναι γεγονός ότι σήμερα για την αντιμετώπιση του προβλήματος χρειαζόμαστε ριζοσπαστικές και εξωσυμβατικές παρεμβάσεις με την έννοια ότι δεν θα έχουν οποιοδήποτε προηγούμενο. Το σίγουρο είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο η βασική  κατεύθυνση είναι ότι θα αναζητηθούν αποζημιώσεις για την οποιαδήποτε διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους ή των τόκων. Αυτή η διαδικασία  πρέπει να γίνει συντονισμένα έτσι ώστε να διατηρηθεί η λεπτή ισορροπία μεταξύ βιωσιμότητας του χρέους και εθνικού ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων. Γενικότερα οι επιλογές για την αντιμετώπιση του χρέους είναι δεδομένες και αφού αποκλείσουμε τη νομισματική αντιμετώπισή του οι εναπομείναντες  λύσεις είναι οι παρακάτω εναλλακτικές:
ή οι δανειστές θα δεχτούν μια μεγάλη ζημιά από την περικοπή του χρέους και την μείωση των επιτοκίων
ή θα αναβάλλουν τις απαιτήσεις τους για μεταγενέστερο χρόνο όταν θα μπορεί η ελληνική οικονομία να τις ικανοποιήσει
ή θα μετατρέψουν το χρέος σε μέτοχα του ελληνικού δημοσίου εξασφαλίζοντας την κυριότητα συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων
ή ένας συνδυασμός των παραπάνω

Δεδομένου ότι η πολιτική αντιμετώπισης του χρέους με την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας έχει φθάσει στα όριά της, πρέπει να ακολουθηθούν αναθεωρημένες νέες πολιτικές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μετά από πέντε χρόνια εμπειρίας από την εφαρμογή της πολιτικής δημοσιονομικής σταθερότητας διαπιστώνεται η ανάγκη για την διατύπωση και εφαρμογή μιας σειράς εναλλακτικών προτάσεων οι οποίες θα έχουν ενσωματώσει τις θέσεις των οικονομικών αναλύσεων και λιγότερο αυτές των πολιτικών προσδοκιών.


Οι απαιτούμενες υποθέσεις για να επιτευχθεί ο στόχος του ‘βιώσιμου χρέους’ θεωρείται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν από την ελληνική οικονομία. Κάνοντας την ex post αξιολόγηση των μνημονίων αποδεικνύεται από τις μακροοικονομικές επιδόσεις ότι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ήταν περισσότερο πολιτικές προβλέψεις και λιγότερο μια σοβαρή τεχνοκρατική προσέγγιση. Δηλαδή, ο στόχος να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2020 ή το 2022 προϋποθέτει την εκπλήρωση μια σειράς προϋποθέσεων οι οποίες συνδέονται περισσότερο με  ευχές παρά με ένα εφικτό οικονομικό πρόγραμμα. Επομένως το πιο πιθανό σενάριο είναι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να ακολουθήσει και τρίτη αναδιάρθρωση του χρέους. Σ’ αυτή την παρέμβαση προκειμένου να επιτευχθεί  ένα ουσιαστικό και διατηρήσιμο αποτέλεσμα πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι εμπειρίες των προηγούμενων αναδιαρθρώσεων.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου