του Θοδωρή Αθανασιάδη
Με την εμπειρία που είχαν αποκτήσει από την διαχείριση καταστροφών, τόσο στην Κεντρική Αμερική όσο και στο Ιράκ, οι νεοφιλελεύθεροι ήσαν έτοιμοι για το επόμενο βήμα: τώρα πια δεν θα επεδίωκαν την ψήφιση κάποιων βολικών νόμων αλλά θα αναλάμβαναν απ' ευθείας το συνολικό έργο "ανοικοδόμησης" των πληγεισών χωρών. Η ευκαιρία για την υλοποίηση αυτού του βήματος τούς δόθηκε από το τσουνάμι, το οποίο σάρωσε τις ακτές τής νοτιοανατολικής Ασίας στις 24 Δεκεμβρίου 2004.
Η Σρι Λάνκα (γνωστή ακόμα και σήμερα ως Κεϋλάνη) είναι ένα νησιωτικό κράτος του Ινδικού, όπου οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες και ψαράδες. Οι φυσικές της ομορφιές, ο εξωτικός της χαρακτήρας και οι υπέροχες παραλίες της αποτελούσαν δέλεαρ για τους εμπόρους τού τουρισμού σε όλο τον κόσμο. Οι μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις θα έχτιζαν ευχαρίστως άφθονα παραθαλάσσια ξενοδοχεία σε ολόκληρη την χώρα αλλά υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: ολόκληρη η ακτογραμμή της Κεϋλάνης ήταν γεμάτη χωριουδάκια και οικισμούς ψαράδων. Εξ άλλου, η ανατολική Κεϋλάνη σπαρασσόταν επί πολλά χρόνια από τις εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους "Τίγρεις Τάμιλ", τους αντάρτες που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία της περιοχής. Έτσι, υπήρχαν μόνο λίγα ξενοδοχεία, χτισμένα ανάμεσα στα ψαροχώρια, οι φτωχοί ιθαγενείς των οποίων αποτελούσαν απλώς την φολκλορική πινελιά που αναζητούσαν οι τουρίστες.
Όλα άλλαξαν εκείνη την αποφράδα 24η Δεκεμβρίου 2004, όταν το τσουνάμι "καθάρισε" τις παραλίες από καλύβες, πιρόγες, μπανγκαλόου και κάθε άλλη εγκατάσταση. 35.000 άνθρωποι χάθηκαν και πάνω από ένα εκατομμύριο αναγκάστηκαν να γίνουν εσωτερικοί πρόσφυγες. Ανάμεσα σ' αυτούς, σχεδόν το 90% ήσαν ψαράδες. Όταν πέρασε η καταστροφή, όλοι αυτοί επιχείρησαν να επιστρέψουν εκεί όπου πρωτύτερα βρίσκονταν τα σπίτια τους. Όμως...
Η Σρι Λάνκα (γνωστή ακόμα και σήμερα ως Κεϋλάνη) είναι ένα νησιωτικό κράτος του Ινδικού, όπου οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες και ψαράδες. Οι φυσικές της ομορφιές, ο εξωτικός της χαρακτήρας και οι υπέροχες παραλίες της αποτελούσαν δέλεαρ για τους εμπόρους τού τουρισμού σε όλο τον κόσμο. Οι μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις θα έχτιζαν ευχαρίστως άφθονα παραθαλάσσια ξενοδοχεία σε ολόκληρη την χώρα αλλά υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: ολόκληρη η ακτογραμμή της Κεϋλάνης ήταν γεμάτη χωριουδάκια και οικισμούς ψαράδων. Εξ άλλου, η ανατολική Κεϋλάνη σπαρασσόταν επί πολλά χρόνια από τις εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους "Τίγρεις Τάμιλ", τους αντάρτες που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία της περιοχής. Έτσι, υπήρχαν μόνο λίγα ξενοδοχεία, χτισμένα ανάμεσα στα ψαροχώρια, οι φτωχοί ιθαγενείς των οποίων αποτελούσαν απλώς την φολκλορική πινελιά που αναζητούσαν οι τουρίστες.
Όλα άλλαξαν εκείνη την αποφράδα 24η Δεκεμβρίου 2004, όταν το τσουνάμι "καθάρισε" τις παραλίες από καλύβες, πιρόγες, μπανγκαλόου και κάθε άλλη εγκατάσταση. 35.000 άνθρωποι χάθηκαν και πάνω από ένα εκατομμύριο αναγκάστηκαν να γίνουν εσωτερικοί πρόσφυγες. Ανάμεσα σ' αυτούς, σχεδόν το 90% ήσαν ψαράδες. Όταν πέρασε η καταστροφή, όλοι αυτοί επιχείρησαν να επιστρέψουν εκεί όπου πρωτύτερα βρίσκονταν τα σπίτια τους. Όμως...
Το πρώτο μέτρο τής κυβέρνησης ήταν να απαγορεύσει την ανέγερση κατοικιών σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων μέτρων από την παραλία. Επίσημα, το συγκεκριμένο μέτρο πάρθηκε για την προστασία των κατοίκων από ένα καινούργιο τσουνάμι. Αλλά, το πρόβλημα ήταν πως αυτή η απαγόρευση δεν ίσχυε για τις τουριστικές εγκαταστάσεις! Έτσι, η τουριστική βιομηχανία βρήκε την ευκαιρία να πλημμυρίσει τις -καθαρισμένες πια από το τσουνάμι- ακτές με ξενοδοχεία, παραθεριστικές κατοικίες κλπ, μη διστάζοντας να φράξει με συρματοπλέγματα την πρόσβαση των ιθαγενών στην θάλασσα και, μάλιστα, υπό την προστασία τής αστυνομίας.
Στην πρωτεύουσα Κολόμπο, η πρόεδρος Τσαντρίκα Κουμαρατούνγκα είχε πιο σοβαρά προβλήματα να επιλύσει. Καταλαβαίνοντας ότι η αδύναμη και ήδη προβληματική (λόγω του εμφυλίου) οικονομία τής χώρας της δεν θα μπορούσε να αντέξει την καταστροφή, είχε απευθυνθεί αμέσως για βοήθεια σε όλους τους μεγάλους οργανισμούς αλλά από παντού εισέπραττε μισόλογα. ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΗΠΑ, όλοι θα ήθελαν να βοηθήσουν αλλά προηγουμένως θα έπρεπε να ξέρουν τι σκόπευε να κάνει η πρόεδρος με τα δάνεια που είχε ήδη πάρει η χώρα της. Η αντιπρόταση στο αίτημα για βοήθεια ήταν απλή και...φρηντμανική: θα δώσουμε βοήθεια για την ανοικοδόμηση αλλά αφήστε εμάς να την διαχειριστούμε με τρόπο ώστε να μπορέσουμε να εισπράξουμε αυτά που μας χρωστάτε!
Έτσι, μόλις μια βδομάδα μετά την καταστροφή, η Κουμαρατούνγκα δημιούργησε την "Ομάδα Εργασίας για την Ανοικοδόμηση του Έθνους" (*). Στην δεκαμελή αυτή Ομάδα εκχωρήθηκαν εξαιρετικά διευρυμένες αρμοδιότητες, ενώ της παραχωρήθηκε τέτοια αυτοτέλεια ώστε δεν θα μπορούσαν να την ελέγξουν ούτε τα κυβερνητικά όργανα. Φυσικά, σε μια τέτοια Ομάδα δεν βρήκαν θέση ούτε περιβαλλοντολόγοι, ούτε άλλοι επιστήμονες, ούτε ειδικοί σε ζητήματα ανοικοδομήσεων, ούτε -πολύ περισσότερο- εκπρόσωποι των τοπικών κοινωνιών, των αγροτών ή των ψαράδων. Προς δόξαν του καπιταλισμού, οι δέκα θέσεις καλύφθηκαν μόνο από τραπεζίτες και βιομήχανους.(**) Λεπτομέρεια πρώτη: πέντε από τα δέκα μέλη ήσαν εκπρόσωποι μεγάλων ξενοδοχείων. Λεπτομέρεια δεύτερη: πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο βιομήχανος Μάνο Τιτταβέλλα, πρώην αρμόδιος υπουργός για τις ιδιωτικοποιήσεις, ο οποίος δήλωσε περιχαρής: "είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να οικοδομήσουμε ένα έθνος πρότυπο"(***).
Ο Τιτταβέλλα ήταν υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού και προσπαθούσε επί χρόνια να ιδιωτικοποιήσει την μεγάλη δημόσια περιουσία της χώρας, στην οποία ανήκει περίπου το 80% της γης. Η προηγούμενη κυβέρνηση, εκτελώντας τις εντολές τού ΔΝΤ, είχε σχεδιάσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα με τίτλο "Ανακτώντας την Σρι Λάνκα", το οποίο επεδίωκε την εισροή ξένων επενδύσεων στην χώρα. Για την επιτυχία αυτού του προγράμματος προβλέπονταν: ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών, κατάργηση των αυστηρότατων περιορισμών απόκτησης γης από τους ξένους και ελαστικοποίηση του εργατικού νόμου, ώστε να διευκολύνονται οι τουριστικές επιχειρήσεις. Το "Ανακτώντας την Σρι Λάνκα" ήταν ένα πρόγραμμα θεραπείας-σοκ, εγκεκριμμένο από την Παγκόσμια Τράπεζα. Δυστυχώς για τον Τιτταβέλλα και την παρέα του, στις εκλογές του Απριλίου ο λαός τούς έστειλε στο περιθώριο και εξέλεξε μια κυβέρνηση που υποσχόταν ότι θα πέταγε το νεοφιλελεύθερο σχέδιο στα σκουπίδια. Οκτώ μήνες αργότερα, ένα τσουνάμι θα έδινε στον λαό την ευκαιρία να καταλάβει ότι είχε εξαπατηθεί, όπως ακριβώς είχε εξαπατηθεί ο λαός τής Βολιβίας πριν είκοσι χρόνια...
Για να πετύχει τους σκοπούς του ο καπιταλισμός τής καταστροφής, στην Κεντρική Αμερική πίεσε τις κυβερνήσεις να προωθήσουν τις απαραίτητες νομοθετικές αλλαγές. Στο Ιράκ πήγε λίγο παραπέρα: εισέβαλε, επέβαλε κατοχή κι έβαλε δικό του κυβερνήτη να προωθήσει τις επιθυμητές αλλαγές. Τώρα, στην Κεϋλάνη έκανε ένα ακόμη βήμα: ζήτησε -και πήρε- απόλυτη εξουσιοδότηση για να επιφέρει ο ίδιος τις αλλαγές που τον βόλευαν, παρακάμπτοντας τα εμπόδια που λέγονταν "κυβέρνηση", "κοινοβούλιο" κλπ. Γι' αυτές τις αλλαγές θα μιλήσουμε στην συνέχεια.
Τελειώνουμε για σήμερα με άλλη μια άσκηση για το μυαλό: έχοντας κατά νου τα παραπάνω βήματα, ποιό θα είναι άραγε το επόμενο βήμα που θα επιχειρήσει ο καπιταλισμός, προκειμένου να επιβάλει τα σχέδιά του;
(*) Προσέξτε την μανία όλων των "ανοικοδομητών" να χρησιμοποιούν τον όρο "έθνος", αντί για τον πιο λογικό "χώρα" ή τον πιο σωστό "κράτος".
(**) Τα στοιχεία προέρχονται από την εξαιρετική μελέτη τής Άλισον Ράις με τον αποκαλυπτικό τίτλο "Post-tsunami reconstruction and tourism: a second disaster? (Ανοικοδόμηση και τουρισμός μετά το τσουνάμι: μια δεύτερη καταστροφή;)"
(***) Πάλι λόγος για "ευκαιρία", πάλι λόγος για "έθνος"... Σύμπτωση που επαναλαμβάνεται, δεν μπορεί να είναι σύμπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου