oikonomica
Λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούλιο του 1944, εκπρόσωποι πολλών δυτικών χωρών συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο Mount Washington κοντά στην πόλη Bretton Woods του New Hamshire για να σχεδιάσουν τον τρόπο που θα έπρεπε να λειτουργήσει η παγκόσμια οικονομία μετά την ολοκλήρωση του πολέμου. Ο στόχος ήταν να διασφαλιστεί ένα σταθερό επιχειρηματικό και εμπορικό περιβάλλον και να αποφευχθεί η εμφάνιση μιας νέας μεγάλης κρίσης σαν αυτή του 1929, η οποία βύθισε ολόκληρο σχεδόν τον ανεπτυγμένο κόσμο σε μια ύφεση για πάνω από μια δεκαετία και χρειάστηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος για να επανεκινιθεί η παγκόσμια οικονομία.
Αυτοί ήταν δύο στόχοι που φαινομενικά ήταν δύσκολο να συμβιβαστούν. Για να διασφαλιστεί ένα σταθερό εμπορικό περιβάλλον είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι μεγάλες συναλλαγματικές διακυμάνσεις αποτελούσαν ανέκαθεν πρόβλημα στην ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Η αβεβαιότητα που δημιουργούσαν αποτελούσαν ανέκαθεν ανασταλτικό παράγοντα. Επιπρόσθετα κυβερνήσεις ελλειμματικών χωρών χρησιμοποιούσαν την απουσία σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σαν εργαλείο, υποτιμώντας τα νομίσματά τους για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και να δυναμώσουν την οικονομία τους. Το αβέβαιο αυτό περιβάλλον επιδρούσε ανασταλτικά και στις επενδύσεις. Εύλογα ένας επιχειρηματίας δίσταζε να επενδύσει σε μια μεγάλη παραγωγική μονάδα σε μια χώρα γνωρίζοντας ότι μια απλή υποτίμηση του νομίσματος μιας χώρας που είναι εγκατεστημένη μια ανταγωνιστική επιχείρηση μπορεί να ακυρώσει τις όποιες εξαγωγικές προοπτικές της επιχείρησής του.
Από την άλλη πλευρά ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως ο κανόνας του χρυσού που υπήρχε και πριν τον πόλεμο με τις δυσκαμψίες του οδήγησε στην κρίση του ’29. Το πρόβλημα με τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ότι χωρίς το όπλο της υποτίμησης, οι ελλειμματικές χώρες δεν θα μπορούσαν να σταθούν για πολύ. Κάποια στιγμή τα ελλείμματα θα συσσωρευόταν και θα «έπνιγαν» την ελλειμματική χώρα. Αργά η γρήγορα θα έχαναν τη δυνατότητά τους να καταναλώνουν και θα παρέσυραν μαζί τους και τις πλεονασματικές χώρες. Στην περίπτωση της κρίσης του 29’ η πρώτη αντίδραση των πληττώμενων χωρών ήταν να περιχαρακώσουν τις οικονομίες τους αυξάνοντας τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα καταφέροντας ένα τελειωτικό χτύπημα στο διεθνές εμπόριο και τις όποιες ελπίδες της παγκόσμιας οικονομίας για ανάκαμψη. Πως θα μπορούσε λοιπόν να αποφευχθεί η επανάληψη μιας κρίσης αναλόγου μεγέθους;
Η λύση που προέκριναν οι δύο κύριοι συνομιλητές, οι ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο ήταν ένας μηχανισμός μεταφοράς πλεονασμάτων. Ήταν κοινή τους συνειδητοποίηση ότι για να υπάρχουν πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να υπάρχουν και ελλειμματικές. Συνειδητοποιούσαν ότι η μεγάλη συσσώρευση πλεονασμάτων από τη μια και ελλειμμάτων από την άλλη μπορούσε να δράσει αποσταθεροποιητικά στην παγκόσμια οικονομία και να προκαλέσει μεγάλες κρίσεις, όπως αυτή του 29’. Θα έπρεπε λοιπόν τμήμα των πλεονασμάτων αυτών να ανακυκλώνονται στην παγκόσμια οικονομία. Ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν αυτή η ανακύκλωση αποτέλεσε το αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον John Maynard Keynes και τον Harry Dexter White, τους εκπροσώπους του Ην. Βασιλείου και των ΗΠΑ αντίστοιχα.
Ο Keynes πρότεινε τη δημιουργία μιας διεθνούς νομισματικής ένωσης για ολόκληρο το δυτικό κόσμο με κοινό νόμισμα, το οποίο είχε ονόμασε bancor. Η ένωση θα προσέφερε σε κάθε μέλος της δυνατότητα δανεισμού από τη διεθνή κεντρική τράπεζα με μηδενικό επιτόκιο για το 50% του ελλείμματός της και με σταθερό επιτόκιο για το υπόλοιπο. Θα μπορούσαν έτσι οι ελλειμματικές χώρες να τονώσουν την εσωτερική τους ζήτηση αποφεύγοντας την ύφεση, χωρίς να καταφεύγουν σε υποτίμηση του νομίσματός τους, πράγμα που θα δημιουργούσε ρωγμές στο διεθνές σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ταυτόχρονα οι χώρες με υπερβολικά πλεονάσματα θα πλήρωναν πρόστιμα, από τα οποία θα χρηματοδοτούνταν τα δάνεια στις ελλειμματικές χώρες.
Θα τιμωρούνταν έτσι και οι πολύ ελλειμματικές χώρες, μέσω του σταθερού επιτοκίου, και οι πλεονασματικές, μέσω των προστίμων. Ο Keynes πολύ σωστά έβλεπε τα μεγάλα πλεονάσματα σαν την άλλη πλευρά των μεγάλων ελλειμμάτων. Τα πρώτα στηρίζονται στα δεύτερα και το αντίστροφο. Τα πρόστιμα που θα επιβάλλονταν στις πλεονασματικές χώρες θα λειτουργούσαν ως μηχανισμός ανακύκλωσης πλεονασμάτων.
Η θέση του Keynes ήταν μια δημοκρατική λύση που θα έδινε τη δυνατότητα στις ελλειμματικές χώρες να αναπτυχθούν χωρίς να έχουν μεγάλες εξαρτήσεις από τις πλεονασματικές για κεφάλαια, μιας και η ανακύκλωση των πλεονασμάτων θα γινόταν αυτόματα. Το πρόβλημα ήταν ότι οι πλεονασματικές χώρες ήταν η εξής μία. Οι ΗΠΑ, η μοναδική χώρα από αυτές που συμμετείχαν στον πόλεμο, η οποία δεν είδε εχθροπραξίες να διεξάγονται στο έδαφός της και να καταστρέφουν τις παραγωγικές υποδομές της, όπως συνέβη στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία.
(συνεχίζεται …)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου