Αποτελεί
πάγιο αίτημα πολλών πολιτικών σχηματισμών το ελάφρωμα των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων από τα δανειακά τους βάρη. Το σωστότερο θα ήταν να προσαρμοστούν
οι δανειακές υποχρεώσεις στη σημερινή οικονομική κατάσταση. Τι θα σήμαινε όμως
αυτό; Θα έπρεπε να μειωθεί το οφειλόμενο ποσό καθώς και η μηνιαία δόση των
οφειλετών. Αυτό όμως θα ήταν καταστροφικό για το τραπεζικό σύστημα. Αν μειωθούν
τα χρήματα που έχουν να λαμβάνουν οι τράπεζες το χτύπημα στους ισολογισμούς
τους θα ήταν τεράστιο. Μια απομείωση της αξίας των ομολόγων του δημοσίου που
κρατούσαν τους δημιούργησε ανάγκες 25-30 δις. Μια ανάλογη μείωση των δανείων
των ιδιωτών θα εκτίνασσε τις ανάγκες τους σε δυσθεώρητα ύψη. Οι ζημιές θα ήταν
ανυπολόγιστες και θα τις οδηγούσε όλες στο κλείσιμο.
Η διαιώνιση
όμως της σημερινής κατάστασης δεν είναι εφικτή. Πολλά από τα δάνεια που έχουν
χορηγήσει οι τράπεζες δεν εξυπηρετούνται, δημιουργώντας τους έτσι μεγάλα
προβλήματα ρευστότητας. Σε τι έχουν να ελπίζουν λοιπόν οι τράπεζες; Μόνο στη
βελτίωση του οικονομικού κλίματος η οποία θα επιτρέψει στους δανειολήπτες τη
συνέχιση της εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Σε αυτό το
πλαίσιο το ελληνικό κράτος ανέστειλε τους πλειστηριασμούς ακινήτων από τις
τράπεζες με το «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και
άλλες διατάξεις». Πολλοί έψεξαν την κα Κατσέλη για την ψήφιση του νόμου,
κατηγορώντας την ως λαϊκίστρια, ενώ έχει υπονοηθεί ότι έχασε την υπουργική της
θέση επειδή προώθησε τα συμφέροντα των πολιτών εις βάρος των τραπεζών. Τα
πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Η κα Κατσέλη δεν ήταν μια τυχαία υπουργός. Ο
άντρας της υπήρξε για πολλά χρόνια υπουργός του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα φλέρταρε και
με την αρχηγία του κινήματος. Ένας άνθρωπος που υπήρξε για χρόνια συνδεδεμένος
με το τραπεζικό λόμπι της χώρας. Να θυμίσουμε ότι είχε διατελέσει και διοικητής
της τράπεζας της Ελλάδος από το 1981 έως το 1984. Δεν θα μπορούσε η γυναίκα του
να ψηφίσει νόμο που να αντιτάσσεται στα συμφέροντα των τραπεζών. Απλώς στη
συγκεκριμένη περίπτωση τα συμφέροντα των τραπεζών ευθυγραμμίζονται με αυτά των
πολιτών. Πώς όμως μπορεί να συμβαίνει αυτό;
Κατά τη
διάρκεια της περιόδου 2000-2009 η Ελλάδα πέρασε μια φάση μεγάλης πιστωτικής
επέκτασης. Οι τράπεζες διοχέτευσαν τεράστια δανειακά κεφάλαια στην αγορά
δημιουργώντας μια τεράστια φούσκα στην Ελληνική οικονομία. Ποιο πρακτικό
πρόβλημα αντιμετωπίζουν λοιπόν οι τράπεζες σήμερα με την κατάρρευση της
φούσκας;
Έστω ότι μια
τράπεζα εν έτη 2007 έχει χορηγήσει δάνειο €210.000 στον Κώστα για την αγορά
κατοικίας. Η αντικειμενική αξία της κατοικίας ήταν πολύ μικρότερη. Ακόμα και η
πραγματική αξία του ακινήτου μπορεί να μην ξεπερνούσε τις €170.000. Το ακίνητο
ήταν φανερά υπερτιμημένο. Η αγορά ακινήτων όμως ανέβαινε και η τράπεζα
χρηματοδότησε τον Κώστα με τα €200.000 που ζητούσε ο εργολάβος και με €10.000
επί πλέον για τα συμβολαιογραφικά και φορολογικά έξοδα της αγοράς. Ο Κώστας δεν
είχε καθόλου χρήματα στην άκρη. Επιπρόσθετα χρηματοδότησε τον Κώστα με €25.000
καταναλωτικό δάνειο για να επιπλώσει το σπίτι του. Το 2010 ο Κώστας δέχτηκε μια
σημαντική μείωση των αποδοχών του, ενώ η γυναίκα του έχασε τη δουλειά της. Η
αποπληρωμή των δύο δανείων έγινε πλέον αδύνατη. Το ζευγάρι προσπάθησε να
διακανονίσει τις οφειλές του και να μικρύνει τη δόση που πλήρωνε. Ακόμη όμως
και η μετατροπή του δανείου από τριακονταετίας σε τεσσαρακονταετίας δεν το
κατέστησε βιώσιμο για το ζευγάρι, το οποίο απλώς σταμάτησε να πληρώνει τις
δόσεις. Τι επιλογές έχει τώρα η τράπεζα;
Κανονικά η
τράπεζα θα έπρεπε να κατάσχει το σπίτι και να το βγάλει σε πλειστηριασμό. Σε
μια αγορά όμως που βρίσκεται σε διαρκή πτώση και με τη διάθεση στην αγορά
δεκάδων χιλιάδων κατοικιών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οι τιμές θα κατέρρεαν.
Αν βρισκόταν αγοραστής για το ακίνητο, πράγμα πολύ δύσκολο, η τράπεζα δε θα
αποκόμιζε περισσότερα από €100.000. Η τράπεζα θα κατέγραφε έτσι ζημιές
€135.000. Αν υπολογίσουμε ότι η τράπεζα έχει δεκάδες χιλιάδες πελάτες με δάνεια
«στο κόκκινο» καταλαβαίνουμε ότι η κατάστασή της είναι δεινή. Η μόνη λύση είναι
να μην κατάσχει το σπίτι και να ελπίζει ότι η κατάσταση του δανειολήπτη θα
βελτιωθεί στο μέλλον και θα ξαναρχίσει τις αποπληρωμές των οφειλών του. Αν το
έκανε από μόνη της θα έδειχνε αδυναμία και θα έδινε το έναυσμα και σε άλλους
δανειολήπτες να σταματήσουν τις πληρωμές τους, ακόμα και αν έχουν τη δυνατότητα
να τις συνεχίσουν.
Σε αυτό το σημείο
έρχεται το κράτος ως αρωγός της τράπεζας, ψηφίζοντας το Ν.3869/10 βάζει φρένο
στους πλειστηριασμούς, ακόμα και σβήνοντας ένα πολύ μικρό τμήμα των οφειλών
κάποιων δανειοληπτών που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά
τους. Οι τράπεζες κάνουν πως αντιδρούν για να δείξουν ότι πλήττονται τα
συμφέροντά τους, ενώ στην πραγματικότητα παίρνουν σημαντική χείρα βοηθείας. Αν
προχωρούσαν σε πλειστηριασμούς θα ήταν αναγκασμένες να καταγράψουν τεράστιες
ζημιές. Με την ψήφιση του νόμου στην ουσία παίρνουν παράταση ζωής. Τους
επιτρέπεται να κρύψουν τα προβλήματά τους κάτω από το χαλί διατηρώντας
αδιευκρίνιστο πλήθος προβληματικών δανείων στο ενεργητικό τους στην αρχική τους
αξία. Όσο για τις οφειλές που διαγράφονται με δικαστικές αποφάσεις, οι τράπεζες
θα τις διέγραφαν ούτως ή άλλως. Απλώς βάζοντας το κράτος να τους υποχρεώσει να
διαγράψουν μόνο το 0,05% των απαιτήσεων που θα έπρεπε να διαγράψουν δίνουν την
εντύπωση ότι οι υπόλοιπες οφειλές θα αποπληρωθούν.
Στη περίπτωση
του Ν.3869/10 λοιπόν απλώς συμβαίνει τα συμφέροντα των καταναλωτών να
ταυτίζονται με αυτά των τραπεζών και μία υπουργός να πιστώνεται μια φιλολαϊκή
πολιτική ενώ στην πραγματικότητα απλώς έκανε μια εξυπηρέτηση στο τραπεζικό
κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μετά την αποχώρηση της κας Κατσέλη από
το υπουργείο της, οι διάδοχοί της, όχι μόνο δεν κατήργησαν το νόμο, αλλά
ψήφισαν και παρατάσεις στην αναστολή των πλειστηριασμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου