Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Ραφαηλίδης – Η δημιουργία της τράπεζας

ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Τράπεζα σημαίνει τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Εκείνο που ίσως δεν ξέρουμε όλοι είναι γιατί η νέα ελληνική λέξη τραπέζι διαχώρισε το νόημά της από την αρχαία ελληνική λέξη τράπεζα. Κι ακόμα, γιατί η αρχαία τράπεζα ύψωσε σε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και έγινε Τράπεζα.
Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως το κτίριο μιας τράπεζας δεν έχει τραπεζαρία για τους πελάτες. Έχει όμως και τώρα τραπέζια, δηλαδή μπάνκους, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, οι δημιουργοί της πρώτης σύγχρονης Μπάνκας. Πάνω σ’ αυτά τα τραπέζια οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνεχίζουν τη δουλειά που έκαμναν και οι αρχαίοι έλληνες τραπεζίτες, γνωστοί τον καιρό εκείνο σαν κερματισταί, διότι ασχολούνταν με κέρματα, δηλαδή κοψίδια, τεμάχια του ακέραιου νομίσματος.
Βέβαια, οι κερματισταί ήταν τραπεζίτες της πλάκας και έκαμναν περίπου τη δουλειά που κάνουν σήμερα τα αυτόματα μηχανήματα που μετατρέπουν σε λιανά τα πιο χοντρά νομίσματα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι απλά στο ξεκίνημά τους. Οι παλιοί κερματισταί και οι σημερινοί τραπεζίτες, παρόλο που έχουν σαν κοινή αφετηρία το τραπέζι πάνω στο οποίο ξαπλώνουν τα νομίσματά τους δεν είναι βέβαια, το ίδιο πράγμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι κερματισταί (αυτοί που έκαμναν τα χοντρά λιανά) λέγονταν και κολλυβισταί. Κόλλυβος ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα το μικρό νόμισμα. και κόλλυβα (στον πληθυντικό) ομοίως στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν τα πολύ μικρά τεμάχια ζυμαρικών, οι πολύ μικρές πιτίτσες, ας πούμε οι χυλοπίτες.

Κόλλυβα παρασκευασμένα με άλλον τρόπο συνεχίζουμε να τρώμε και σήμερα, αλλά μόνο στα μνημόσυνα: εμείς μεν για «να συγχωρεθεί η ψυχή του πεθαμένου», οι πεινασμένοι δε, που γυρόφερναν παλιότερα τις εκκλησίες αδιαφορώντας παντελώς για το μακαρίτη, για να βάλουν στο στομάχι τους, στο τζάμπα, κάτι το θρεπτικό.
Ovolos
Σιγά σιγά οι αρχαίοι κερματισταί άρχισαν να κάνουν και σοβαρότερα πράγματα από το να χαλούν τα χοντρά νομίσματα και κάποτε απόκτησαν νοοτροπία σωστού τραπεζίτη. Όμως, αυτοί που κυρίως ασχολούνταν με σοβαρότατες τραπεζικές εργασίες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι … παπάδες. Μάλιστα! Οι σπουδαιότερες τράπεζες της ελληνικής αρχαιότητας ήταν οι ναοί στη Δήλο, τους Δελφούς και την Ολυμπία. Εκεί πήγαιναν οι πιστοί όχι μόνο για να προσκυνήσουν, αλλά και για να καταθέσουν τις οικονομίες τους, πληρώνοντας στους παπάδες ένα κάποιο ποσό για φύλακτρα. Εξυπακούεται πως οι παπάδες-τραπεζίτες δεν έδιναν τόκο στον καταθέτη. Αυτό δα έλειπε. Ο αρχαίος καταθέτης ήταν ικανοποιημένος που τα χρήματά του ήταν απολύτως εξασφαλισμένα στις «θυρίδες», σ’ έναν ιερό και απαραβίαστο χώρο, που τον παραβίαζαν μόνο οι βάρβαροι αλλοεθνείς επιδρομείς.
Βάλτε με το νου σας τον τζίρο που γινόταν στις «τράπεζες» της Ολυμπίας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς θα γίνονταν τα σπουδαία κτίσματα σ’ αυτόν τον υπέροχο χώρο, αν οι παπάδες φύλαγαν τα χρήματα των καταθετών χωρίς προμήθεια; Αφού ούτε σήμερα σου δίνουν τζάμπα μια θυρίδα στην τράπεζα, γιατί θα έπρεπε να τη δίνουν τζάμπα τότε; Άσε που πρέπει να φαν κι οι παπάδες και μάλιστα καλύτερα απ’ όλους, όπως πάντα στην ιστορία ολόκληρου του ιερατείου, όλων των θρησκειών.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι έλληνες ιερείς δεν ήταν ακριβώς ιερείς, η δουλειά τους δεν θεωρούνταν ιερή. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως θα λέγαμε σήμερα, που βοηθούσαν τους πιστούς να τα βολεύουν μόνοι τους με τους θεούς, όπως ο καθένας μπορούσε. Άλλωστε, οι ναοί-τράπεζες ήταν κρατικές «επιχειρήσεις». Ιδιωτικές έγιναν πάρα πολύ αργότερα. Και σήμερα ξαναμπαίνει από τους σοσιαλιστές το αρχαίο ελληνικό αίτημα της κρατικοποίησής τους. Τι ιστορία κι αυτή! Να χάνεις όλες τις σπουδαίες κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να μένεις με τη δόξα των αρχαίων πρόγονων στα χέρια και να μην ξέρεις πού να την ακουμπήσεις. Τέλος πάντων.
Πάντως, το τραπεζικό σύστημα δεν το ανακάλυψαν οι ‘Ελληνες. Πρωτόγονοι τραπεζίτες, χωρίς πάντως να λέγονται έτσι, υπήρχαν σ’ όλους τους λαούς που είχαν κόψει νόμισμα που μπορούσε να τεμαχίζεται, να κερματίζεται, να μετατρέπεται σε κέρματα. Όμως, το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα, στην αρχική, την ιερή του μορφή είναι αιγυπτιακής και βαβυλωνιακής καταγωγής. Κορόιδα ήταν οι αιγύπτιοι παπάδες;  ‘Ηταν κάτι μούτρα, μα τι μούτρα! Στο όνομα του Φαραώ, αυτοί ήταν που μάζευαν το χρήμα για να καλυφθούν τα τεράστια έξοδα κατασκευής των πυραμίδων και των άλλων φαραωνικών κτισμάτων που τα βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα. Πού να μπεις και μέσα! (Ακόμα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι την αναρρίχησή μου στο εσωτερικό της πυραμίδας του Χέοπα).
Ό,τι επέζησε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία τραπεζική αντίληψη είναι μόνο η ιερή αρχιτεκτονική των τραπεζών. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι σημερινές τράπεζες μοιάζουν με ναούς που αστράφτουν από πάστρα και μάρμαρο; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί οι τράπεζες έχουν διακοσμημένους τους τοίχους τους με ακριβά έργα τέχνης; Για να βοηθούν τους καλλιτέχνες, θα πουν οι αφελείς. Ξέρεις, έχει μια σκασίλα ο τραπεζίτης για την τέχνη, που δεν λέγεται!
bank
Λοιπόν, όλα τα πολυτελή εκεί μέσα αποσκοπούν στο να σε θαμπώσουν όπως και στην εκκλησία. Όπως και στην εκκλησία, όλα στοχεύουν στο να σου δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ώστε να καταθέσεις ήρεμα τις οικονομίες σου, βέβαιος ότι τις εναπόθεσες σε καλά χέρια, με την ίδια περίπου έννοια που και η ψυχή σου βρίσκεται σε καλά χέρια εντός του ναού. Για σκηνοθεσία πρόκειται. Μια σκηνοθεσία που γίνεται επένδυση. Επενδύει η τράπεζα ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κερδών της σε πεντελικό ή άλλο μάρμαρο, και τσακ η μαρμάρινη παγίδα σ’ άρπαξε και σ’ έκανε αποταμιευτή από καταναλωτή.
Τραπεζίτες, λοιπόν, με την ελληνική έννοια της λέξης υπάρχουν από τότε που υπάρχει χρήμα. Αλλά οι τραπεζίτες με τη σύγχρονη έννοια άρχισαν να εμφανίζονται τον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι οι περίφημοι αργυραμοιβοί, γνωστοί σε μας εδώ και με το τουρκικό όνομά τους σαν σαράφηδες.
Οι αργυραμοιβοί του Μεσαίωνα ήταν τραπεζίτες του ποδαριού. Θα μπορούσαμε να τους πούμε και παρατραπεζίτες, αν βέβαια υπήρχαν τότε τράπεζες, ώστε αυτοί να έκαμναν τη δουλειά τους «παρά την τράπεζα», δίπλα στην επίσημη τράπεζα, ως ανεπίσημοι τραπεζίτες. Ο τόκος του μεσαιωνικού αργυραμοιβού έφτανε μέχρι και το 50% του κεφαλαίου που σου δάνειζε. Αλλά και του σημερινού παρατραπεζίτη ο τόκος συχνά ξεπερνάει το 100%. Θέλω να πω, πως οι γδάρτες του Μεσαίωνα ήταν πιο ευσπλαχνικοί από τους σημερινούς, πράγμα που σημαίνει πως, ως προς αυτόν τον τομέα, ο Μεσαίωνας προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας
95495-004-CB531130
Παρόλο που οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες του Μεσαίωνα κυνηγούσαν άγρια τους σαράφηδες, παρόλο που η προβλεπόμενη για την παράνομη δουλειά τους ποινή ήταν δήμευση της περιουσίας και εξορία, αυτοί το βιολί τους. Διότι το να δανείζεις χρήματα με τόκο ήταν μια κοινωνική ανάγκη και γι’ αυτό ακριβώς δεν τελεσφόρησαν τα μέτρα των φεουδαρχών, που ήταν πάντα άψογοι στη συμπεριφορά τους. Σωστοί άρχοντες. Μπορεί ο Σαίξπηρ στον Έμπορο της Βενετίας να ωρύεται για κείνο τον άθλιο Εβραίο, τον τοκογλύφο Σάιλοκ, αλλά ο Σαίξπηρ είναι ποιητής και η κοινωνία δυστυχώς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τους ποιητές.
Ποια ήταν λοιπόν η κοινωνική ανάγκη που έκανε αναγκαίους τους σαράφηδες; Όταν το χρήμα αρχίσει να περισσεύει και να σωρεύεται στα ταμεία των πλούσιων, είτε πρέπει να μοιραστεί στους φτωχούς, είτε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δουλειές, πράγμα προτιμότερο από τη φιλανθρωπία για το συνεπή προς τον πλούτο του κεφαλαιούχο.
Άλλοι επιχειρηματίες έχουν περίσσευμα σε ρευστό κι άλλοι έλλειμμα σε μια δεδομένη στιγμή, πράγμα που τους εμποδίζει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους, ώστε να παραχθούν κι άλλα χρήσιμα ή άχρηστα προϊόντα και να προκόψει η κοινωνία ή ο επιχειρηματίας. Θα μπορούσα λοιπόν να σου δώσω το περίσσευμά μου σε ρευστό για να κάνέις τη δουλειά σου, φυσικά με το αζημίωτο.
Όμως, πού να σε βρω εσένα, που έχεις ανάγκη από ρευστό; Δεν μπορώ να βγω στο παζάρι και να φωνάζω, σαν να πωλούσα κρεμμυδάκια στη λαϊκή αγορά: εδώ το καλό και φτηνό χρήμα! Πάρε κόσμε χρήμα, χρήμα φρέσκο και λαχταριστό, σε τιμή ευκαιρίας. Και ούτω πως προέκυψε το επάγγελμα του σαράφη, του αποδιοπομπαίου προπομπού του αξιοπρεπέστατου σημερνού τραπεζίτη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι αξιοπρεπέστερος του σαράφη.
Όπως ξέρουμε, το χρήμα είναι εμπόρευμα, το ιδανικό εμπόρευμα. Όπως όλα τα εμπορεύματα μπορείς να το αγοράσεις φτηνότερα και να το πουλήσεις ακριβότερα. Αυτό ακριβώς κάνει ο σαράφης, με προσωπική του ευθύνη και πρωτοβουλία. Δανείζεται από σένα φτηνότερα το χρήμα και το δανείζει στον άλλο ακριβότερα. Έμπορος, λοιπόν, είναι και ο σαράφης. Τόσο αξιοπρεπής ή αναξιοπρεπής όσο κι ο κάθε έμπορος. Γιατί τότε τον κυνηγούσαν τόσο άγρια οι φεουδάρχες;
Μα, διότι το χρήμα είναι εξαιρετικά «ελαστικό» εμπόρευμα.
Κι αν το έχει στα χέρια του ένας άνθρωπος με ελαστική συνείδηση μπορεί να το κάνει… πέτρα στη σφεντόνα και να στο κοπανήσει στο κεφάλι. Δηλαδή να κερδοσκοπεί μέχρι πλήρους εξοντώσεως του έχοντος την ανάγκη χρήματος. Μπορεί ο τοκογλύφος να σε κάνει να δουλεύεις μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους τόκους. Τρομερό πράγμα η τοκογλυφία. Τραγικό. Κάποτε οι λέξεις σαράφης και τοκογλύφος θα γίνουν συνώνυμα.
COINS
Παρόλο λοιπόν που ο σαράφης έπαιξε έναν εξαιρετικά χρήσιμο κοινωνικό ρόλο, έτσι που φρόντιζε για τη διακίνηση του χρήματος στην αγορά κεφαλαίου, έπρεπε το παράνομο επάγγελμά του να μπει υπό κοινωνικό έλεγχο και να νομιμοποιηθεί, ώστε οι τόκοι να κυμαίνονται σε λογικά όρια. Κι έτσι το 1157 μ.Χ, στην κραταιά Βενετία, ιδρύεται η πρώτη τράπεζα με σύγχρονη έννοια.
Είναι η γραμμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του καπιταλισμού Τράπεζα της Βενετίας. Που όμως κατέρρευσε με την πτώση της Γαληνοτάτης Ενετικής Δημοκρατίας το έτος 1797, οχτώ χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης.
Δυο ολόκληρους αιώνες αργότερα ξεπροβάλλει η δεύτερη στον κόσμο ανάλογη τράπεζα, η Τράπεζα της Βαρκελώνης. Βλέπουμε λοιπόν, πως το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται σε χώρες με θαλάσσιο εμπόριο. Ακόμα και στις μέρες μας οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζιτών είναι οι εφοπλιστές. Πράγμα πολύ φυσικό για ένα τόσο ρευστό εμπόριο, όπως το θαλάσσιο.
Από άλλο δρόμο και για άλλους λόγους, η πρώτη στ’ αλήθεια καπιταλιστική «λαϊκή» τράπεζα με εντελώς σύγχρονη έννοια εμφανίστηκε στη Στοκχόλμη το 1668. Τι το καινούργιο έκανε η Τράπεζα της Στοκχόλμης και κέρδισε αυτόν τον επίζηλο τίτλο; ‘Εκοψε ένα είδος τραπεζογραμματίου. ΠΙΟ σωστά, έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία του τραπεζογραμματίου. Ήταν μια ιδέα πραγματικά πρωτότυπη και απίθανη βολική, που θα δώσει φτερά στις τράπεζες.
Bank_of_England_Charter_sealing_1694
Τραπεζογραμμάτιο λέγεται το χαρτονόμισμα. Προσοχή, δεν μιλάμε για τα μεταλλικά νομίσματα, αλλά μόνο για τα χαρτονομίσματα. Μόνο αυτά είναι τραπεζογραμμάτια. Χαρτί και να έχει κάποια σοβαρή αξία ήταν πράγμα ακατανόητο μέχρι το 1668. Το τραπεζογραμμάτια, λοιπόν, όπως λέει και η λέξη, είναι ένα γραμμάτιο που εκδίδει η τράπεζα διά του οποίου δηλώνεται πως κάτι κατάθεσες σ’ αυτήν, κάτι σαν ενέχυρο, χρυσό κατά προτίμηση, που η τράπεζα θα στο δώσει πίσω όταν προσκομίσεις τη σχετική απόδειξη, το τραπεζογραμμάτιο.
Επειδή αυτά τα εντελώς πρωτόγονα τραπεζογραμμάτια, μάλλον οι αποδείξεις που εξέδιδε η Τράπεζα της Στοκχόλμης, ανέγραφαν ποσό μικρότερο μεν αλλά όχι πολύ πιο μικρό από την αξία του πράγματος που είχες καταθέσει στα ταμεία της, πολλοί έσπευδαν να καταθέσουν τα τιμαλφή τους και να πάρουν τραπεζογραμμάτια, δηλαδή αποδείξεις, που τις αντάλλασσαν μεταξύ τους. Κι έτσι το τραπεζογραμμάτιο σιγά σιγά θα γίνει χαρτονόμισμα, που συνεχίζει να ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο για να γίνεται φανερό πως την αξία του την εγγυάται η τράπεζα. Σίγουρα πάντως οι τράπεζες δεν δημιουργήθηκαν για να θέτουν σε κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια, αν και αυτά θα βοηθήσουν πολύ στην ανάπτυξή τους. Δημιουργήθηκαν για να αγοράζουν και να πουλούν χρήμα.
0044567
Βασίλης Ραφαηλίδης -Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε το 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης και πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 2000. Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο και δούλεψε σαν βοηθός του Ν. Κούνδουρου και του Ρ. Μανθούλη. Το 1964-65 βρέθηκε στην Αλγερία κοντά στον Μιχάλη Ράπτη. Έγινε επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός στη Δημοκρατική Αλλαγή (1965). Συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα των περιοδικών Ελληνικός Κινηματογράφος (1966) και Σύγχρονος Κινηματογράφος (1968). Εργάστηκε σαν κινηματογραφικός κριτικός και ρεπόρτερ στο Βήμα (1974-1983) και στο Έθνος (1983-1998) σαν κινηματογραφικός κριτικός, σχολιογράφος και επιφυλλιδογράφος. Επιφυλλίδες ήταν και οι τελευταίες του δημοσιεύσεις στην Ελευθεροτυπία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου