Νέα Πολιτική
του Χρήστου Ζιώγα*
Δίχως αμφιβολία η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αποτελεί προνομιακό χώρο
διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών-μελών, κυρίως δε των λιγότερο ισχυρών, εν
συγκρίσει με το σαφώς πιο άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Το
ευρωπαϊκό κεκτημένο εν πολλοίς συνίσταται στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών –
μελών και τον αντιηγεμονικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Παρ’ όλα
αυτά η φύση της Ένωσης παραμένει διακυβερνητική τόσο ως προς τη βασική θεσμική
της λειτουργία όσο και στις έσχατες λογικές και δράσεις της. Τυπικό παράδειγμα
είναι πως όλοι άμεσα ή έμμεσα αναγνωρίζουμε το σημαίνοντα ρόλο της Γερμανίας
στο ελληνικό πρόβλημα και στην προσπάθεια επίλυσής του.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ένωσης ασφαλώς και διαφοροποιούν τις μεταξύ
των μελών σχέσεις, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να αναιρείται ο κυρίαρχος
τρόπος που αλληλεπιδρούν τα κράτη στο διεθνές γίγνεσθαι. Αναντίρρητα η έντονη
αλληλεξάρτηση εντός του ευρωπαϊκού χώρου σε συνδυασμό με το πολυεπίπεδο θεσμικό
πλαίσιο, διαμορφώνουν ένα διαφορετικό πεδίο άσκησης εξωτερικής πολιτικής σε
σχέση με αυτό του διεθνούς συστήματος. Η μέχρι στιγμής συσσωρευμένη εμπειρία
των ελληνικών κυβερνήσεων, τουλάχιστον κατά την τελευταία πενταετία, είναι
αποκαλυπτική, σχετικά με τον τρόπο που λαμβάνει χώρα η διαπραγμάτευση εντός της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα τοποθετήσεις που εκφέρουν στάσεις και
παραδοχές ότι εμείς δεν εκβιαζόμαστε μάλλον αποτελούν απόκρυψη της
πραγματικότητας ή δυσκολία κατανόησής της.
Στο διεθνές σύστημα τα κράτη που βρίσκονται σε αδυναμία κατά κόρον εκβιάζονται
και απειλούνται να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των πιο ισχυρών. Η ιδιαίτερη
μορφή της Κοινότητας αμβλύνει εν μέρει τον άναρχο χαρακτήρα της διεθνούς τάξης
αλλά δεν αναιρεί την ουσία της που επιτρέπει στον ισχυρό να επιβάλλει
ό, τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος να υποχωρεί όσο του επιβάλλει η
αδυναμία του, όπως εξόχως διαφωτιστικά μας παραθέτει ο Θουκυδίδης στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Όταν, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε την επαναδιαπραγμάτευση με
σκοπό την αναθεώρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων, όφειλε να συνυπολογίσει όλες
τις πιθανές επιλογές. Είναι γεγονός πως οι ενδοευρωπαϊκοί συσχετισμοί δεν
επέτρεψαν την ευόδωση των προεκλογικών διακηρύξεων και στο βαθμό που ο χρόνος
δεν ήταν ουδέτερος για τις δύο πλευρές, αλλά κυλούσε εις βάρος της ελληνικής, η
διαπραγμάτευση ακολούθησε τη θουκυδίδεια ρήση. Για την ιστορία, ο διάλογος των
Αθηναίων με τους Μηλίους, στον οποίο ο Θουκυδίδης παραθέτει τη συγκεκριμένη
φράση, καταλήγει με την άρνηση των Μηλίων να συμβιβαστούν και να ενταχθούν στην
αθηναϊκή ηγεμονία, γεγονός που οδήγησε στον εξανδραποδισμό τους.
Σε κανένα σημείο ο μεγάλος ιστορικός και προπάτορας των διεθνών σχέσεων δεν
αναφέρει πως έτσι πρέπει να γίνεται και ότι ο αδύναμος οφείλει να υποχωρεί,
αλλά πως έτσι γίνεται συνήθως. Η Ελλάδα προφανώς δεν βρίσκεται στη θέση των
Μηλίων, πολύ δε περισσότερο των Αθηναίων, έχει όμως η κυβέρνηση ιστορική
ευθύνη, έναντι κυρίως των επόμενων γενεών, να μην επιτρέψει τις ιδεοληψίες μιας
συνιστώσας να καταλήξουν σε συμφορές για τη χώρα αντιστρόφως ανάλογες των
απαιτήσεων των εταίρων μας. Εφ’ όσον η κυβέρνηση πραγματικά επιθυμεί την
ισχυροποίηση της χώρας, φρόνιμο θα είναι να συμβιβαστεί τώρα για να συνεχιστεί
το πρόγραμμα χρηματοδότησης, και να δημιουργήσει τις συνθήκες έτσι ώστε στο
μέλλον να αρθούν οι παθογένειες που μας έφεραν σ’ αυτό το σημείο.
* Διδάκτωρ Διεθνών
Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου