Νέα Κρήτη
Αρχές της δεκαετίας του '80 κι ένας Τριπολιτσιώτης έμπορας δέχτηκε την επίσκεψη του βαφτισιμιού του. Ο τελευταίος είχε μαζί με τα αδέλφια του μία μικρή βιοτεχνία που έφτιαχναν στρώματα. Η επιχείρηση ήθελε μία ώθηση για να μπορέσει να προοδεύσει και τα αδέλφια αποφάσισαν να στείλουν το μεγάλο τους αδελφό στον πλούσιο νονό. Εκείνος άκουσε το αίτημα κι αφού περιεργάστηκε για λίγο ένα στυλό στα χέρια του, του είπε: «μανάρι μου, λεφτά δεν θα σου δώσω. Θα σου δώσω, όμως, μία συμβουλή»!
Του Θανάση Μαυρίδη (capital.gr)
Τρελάθηκε ο άνθρωπός μας! Αυτός πήγε έχοντας δέσει στο μυαλό του ότι ο νονός του δε θα τον άφηνε έτσι. Ότι θα τον βοηθούσε να κάνει στη ζωή του το επόμενο βήμα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής δανεικά ζητούσε. Θα του τα επέστρεφε, καθώς ήταν βέβαιο ότι με το δάνειο οι δουλειές θα πήγαιναν καλύτερα. Όταν λοιπόν άκουσε ότι δεν θα πάρει χρήματα κι ότι θα έφευγε από το γραφείο του νονού του με μία… άυλη συμβουλή, ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται.
«Για πες μου», συνέχισε ο πλούσιος νονός, «πώς πουλάς το εμπόρευμα». Ο βιοτέχνης μιλούσε με δυσκολία: «Βάζω τα στρώματα πάνω στο τρίκυκλο και τα δείχνω στους πελάτες». Ο άλλος χαμογέλασε σαν να την περίμενε αυτή την απάντηση: «Θα φορέσεις ένα κουστούμι, θα βγάλεις φωτογραφίες και έτσι θα δείχνεις το εμπόρευμα. Τέρμα τα τρίκυκλα και το χαμαλίκι»!
Έφυγε από το γραφείο του νονού του με μεγάλη δυσαρέσκεια. Σε όλο το δρόμο ηχούσε στα αφτιά του η φωνή του ανθρώπου που του έδωσε το λάδι: «μανάρι μου, λεφτά δε θα σου δώσω. Θα σου δώσω, όμως, μία συμβουλή».
Όταν ανακοίνωσε τα μαντάτα στα αδέλφια του, έπεσε βουβαμάρα. Δεν περίμεναν τέτοιο στραπάτσο. Μέχρι που την σιωπή την έσπασε ο μεγάλος αδελφός: «Τέλος πάντων, ας δοκιμάσουμε. Τι είχαμε τι χάσαμε».
Οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν στα ύψη! Η βιοτεχνία δεν προλάβαινε πλέον τις παραγγελίες. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Να που ο Τριπολιτσιώτης έμπορας είχε δίκιο! Με ένα κουστούμι και μερικές φωτογραφίες πουλούσαν περισσότερα στρώματα απ' ό,τι στο παρελθόν. Κι ας είχε ο υποψήφιος αγοραστής ζωντανό το εμπόρευμα μπροστά του. Οι φωτογραφίες πουλούσαν περισσότερο. Είχαμε μπει στην εποχή του άυλου...
Μεγάλωσαν οι δουλειές και το ημιυπόγειο που είχαν για εργαστήρι και έκθεση μαζί δεν τους χωρούσε. Έμαθαν, λοιπόν, ότι ο νονός θα άφηνε ένα μεγάλο ιδιόκτητο μαγαζί που διατηρούσε στην Ομόνοια. Πάει και πάλι ο μεγάλος αδελφός και του εκθέτει το αίτημα. Εκείνοι χρειάζονται ένα μαγαζί και μία μικρή πίστωση στο ενοίκιο για τον πρώτο καιρό. Ο νονός έσφιξε τα χείλη του, σαν να δυσκολευότανε να βγει η απάντηση από το στόμα του: «Μανάρι μου, το μαγαζί δεν θέλω να στο δώσω. Θα σου δώσω όμως μία συμβουλή. Αν ανοίξεις το μαγαζί στην Ομόνοια θα πουλάς πάντοτε σε ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα. Άνοιξε το μαγαζί σου στα βόρεια προάστια για να πληρωθείς την δουλειά σου πιο ακριβά».
Ούτε που κατάλαβε για πότε έφυγε από το γραφείο! Τον είχε κυριεύσει η οργή. Ούτε καν αυτό δεν θα του έκανε; Για μία στιγμή κοντοστάθηκε και σκέφτηκε ότι η πρώτη συμβουλή του νονού του είχε αποδειχτεί πιο αποδοτική από όποιο δάνειο και αν του έδινε. Γιατί να μην ακολουθούσε κι αυτή την φορά;
Κι έτσι έγινε. Το ένα μαγαζί στα βόρεια προάστια έγινε αλυσίδα και τα αδέλφια έχουν τον νονό του πρωτότοκου εικόνισμα πάνω από τα κρεβάτια τους.
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και την θυμηθήκαμε τώρα που έχουμε το αλισβερίσι με τους Γερμανούς και τους ζητάμε βοήθεια. Σαν να ακούμε τους Γερμανούς να μας λένε «λεφτά δεν θα σας δώσω, αλλά έχω για σας μερικές καλές συμβουλές». Το κακό είναι ότι δεν έχουμε καν περάσει στις "συμβουλές". Έχουμε κολλήσει σε αυτό το "λεφτά δεν θα σας δώσω" και μας κακοφαίνεται. Κι απ' ό,τι φαίνεται δύσκολα θα ξεκολλήσουμε. Και σίγουρα όχι πριν συμβεί κάτι και μας αναγκάσει να ξεκολλήσουμε και να περάσουμε στο δεύτερο μέρος της συζήτησης: Σε εκείνο των καλών συμβουλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου