Νέα Πολιτική
του Κωνσταντίνου Κόλμερ
Το τρίτο μνημόνιο που εψήφισε η Βουλή με 152 ψήφους στα
τέλη Μαρτίου, ουσιαστικά παρέτεινε την σχέσι δόσεων προς εφαρμογή των
συμπεφωνημένων «μεταρρυθμίσεων» δύο ακόμη χρόνια, μέχρι πέρατος του 2016. Η
αναγκαία χρηματοδότησις της Ελληνικής οικονομίας από την Ε.Ε. (66 δις. Ε) και
απ’ το ΔΝΤ (16 δις. Ε) την προσεχή διετία, τελεί υπό τον όρον εφαρμογής του 3ου
μνημονίου. Δηλαδή της παρατάσεως της υφεσιακής οικονομίας διά μίαν εισέτι
διετίαν και έπεται συνέχεια…(*) Οι προϋποθέσεις παροχής της Ευρωπαϊκής
χρηματοδοτήσεως είναι:
1.
Πρωτογενή
πλεονάσματα έως και 4,5% του ΑΕΠ μέχρις του 2016 (σσ: έναντι 23 δις. ευρώ
δημοσιονομικού ελλείμματος το 2013).
2.
Αποκρατικοποιήσεις
2,5 δις. ευρώ ετησίως (έναντι 250 εκατομ. ευρώ εκποιήσεων δημοσίας περιουσίας
το 2013) ή την εφαρμογή ισοδυνάμων φορολογικών μέτρων.
3.
Ικανότητα προσφυγής
στις αγορές κεφαλαίου (εξόχως απρόσφορη με απόδοσι 6% έναντι 1,5% του δανεισμού
από την ΕΚΤ).
4.
Μη χρησιμοποίησις
από τις 4 «συστημικές» τράπεζες των 11 δις. ευρώ που απομένουν στο ΤΧΣ- όπερ
αναπόφευκτο, λόγω της διαρκούς αυξήσεως των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Η
στήριξις των τραπεζών κόστισε στο δημόσιον 19,27 δις. ευρώ πέρυσι.
5.
Εφαρμογή του 80% της
«εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ που εξεπόνησε το ΙΟΒΕ (αντί 986.000 ευρώ!), η οποία θα
συναντήσει μεγάλην αντίστασι στην Βουλή, όπου η κυβερνητική πλειοψηφία
ανέρχεται εις μόλις δύο ψήφους.
Η Ελλάς θα χρειασθή πρόσθετη χρηματοδότησι 15 δις. ευρώ
έως του 2016. Η επιτήρησις της Ελληνικής οικονομίας από την Ε.Ε. θα συνεχισθή
έως ότου αποπληρωθή το 75% του δημοσίου χρέους – όπερ λίαν δυσχερές εάν
συνεχισθούν οι εκδόσεις υψηλών αποδόσεων των Ελληνικών ομολόγων (βλ. κατωτέρω).
Εάν η έξοδος στις αγορές της Ελλάδος δεν καταστή
διατηρήσιμος, την χρηματοδότησι της Ελληνικής οικονομίας θ’ αναλάβη το ESM, με
την επιβολή νέας περιοριστικής πολιτικής του ΑΕΠ. Δηλαδή φαύλος κύκλος υφέσεως,
ανεργίας και δημοσίων ελλειμμάτων.
Επισήμως, το δημόσιον εξωτερικό χρέος εμφανίζεται στο ύψος
των 322 δις. ευρώ. Το μέγεθος αυτό υποτιμά τις υποχρεώσεις της χώρας προς το
εξωτερικό, καθ’ όσον οι τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθή από την Τράπεζα της
Ελλάδος με 60,7 δις. ευρώ και άλλα 64 δις. ευρώ απ’ το TARGET, εξοφλητέα το
2016, το αργότερον.
Δοθέντος, όμως, ότι ως εγγύησις έχουν δοθή ομόλογα του
Ελληνικού δημοσίου, προεξοφλούμενα στο 42% της ονομαστικής των αξίας, το
ακαθάριστο δημόσιο χρέος πλησιάζει τα 619 δις. ευρώ. Ποίος μακροπρόθεσμος
επενδυτής θα τοποθετήσει τα κεφάλαιά του εις μίαν τόσον υπερδανεισμένη χώρα (ΔΧ
=243% του ΑΕΠ);
Οι Ελληνικές τράπεζες αδυνατούν να εκδώσουν εγγυητικές
επιστολές και να δανεισθούν στην διατραπεζικήν αγορά. Οι αυξήσεις κεφαλαίων, 9
περίπου δις. ευρώ μέχρι τούδε, γίνονται από κερδοσκοπικά κεφάλαια του
εξωτερικού (hedge fund).
Ως αποτέλεσμα, η ρευστότης ουσιαστικώς είναι ανύπαρκτος
διά την Ελληνική αγοράν , η οποία στενάζει λόγω της ελλείψεως ξένων πιστώσεων
και εγχωρίου χρηματοδοτήσεως. Μία στις δύο επιχειρήσεις είναι χρηματοδοτικώς
ευάλωτη.
Σαν μη έφθαναν τα δυσμενή αλλ’αποκρυπτόμενα τεχνηέντως
στοιχεία, το επικαιροποιημένο μνημόνιο Νο 3 προβλέπει αύξησι των τοκομεριδίων
των Ελληνικών ομολόγων κατά μία μονάδα, το 2015 στο 3% , στο 3,65% το 2020 και
στο 4,3% το 2021.Τα ομόλογα αυτά είναι με κυμαινόμενα εν συνεχεία επιτόκια.
Πολιτικώς, βεβαίως, οι παραδοχές αυτές δεν αφορούν στην
παρούσα κυβέρνησιν, η οποία υπογράφει ελαφρά τη καρδία ό, τι της ζητήσουν οι
δανειστές, αλλά στην μέλλουσα διακυβέρνησι της χώρας, που θα τεθή υπό
ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες.
Η έκδοσις λχ. του προσφάτου 5ετούς δανείου, προς 4,95%,
που τόσον πανηγυρίσθη διεθνώς, θα φθείρη περαιτέρω την δανειακή ικανότητα της
χώρας (affordability)(**) και θα επιβαρύνει τα τοκοχρεωλύσια του 2019 στα 22
δις. ευρώ αντί 16,6.
Εκ των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελλάς
χρειάζεται μείωσι του δημοσίου χρέους εις χείρας των ξένων 16 κυβερνήσεων της
Ευρωζώνης, τουλάχιστον κατά 50%.
Κατά την UBS, η Ελληνική οικονομία δεν ημπορεί να
εξυπηρετήσει εξωτερικό χρέος μεγαλύτερο των 200 δις. ευρώ. Δηλαδή χωρίς ένα
νέο, μεγάλο «κούρεμα» του χρέους, δεν ημπορεί ν’ αναπτυχθή διά να εκπληρώσει
τις υποχρεώσεις της.
Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αδυνατούν να «πωλήσουν» το
αναγκαίο «κούρεμα» στην εκλογική των πελατεία και προσανατολίζονται στην
επιμήκυνσι του χρέους cum μείωσι επιτοκίων.
Τούτο, όμως, δεν επαρκεί διά την κάλυψι των αναγκών της
Ελληνικής οικονομίας, η οποία πάσχει από ανίατο χρηματοδοτικό κενό, υπό την
παρούσα μορφή διαχείρισης. Άρα, η αλλαγή οικονομικής στρατηγικής είναι εκ των
«ων ουκ άνευ».
Συνοπτικώς, η παρούσα κατάστασις της Ελληνικής οικονομίας
δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, καθ’ όσον:
– Οι καταθέσεις μειώνονται.
– Το δημόσιον έλλειμμα το 2013 ήταν 23 δις. ευρώ
– Οι τραπεζικές χορηγήσεις περιορίζονται.
– Οι δημόσιες επενδύσεις είναι ανεπαρκείς.
– Η ιδιωτική κατανάλωσις ασθενής.
– Η φορολογική πίεσις της ιδιωτικής οικονομίας μεγάλη.
– Η εξαγωγική δραστηριότης φθίνουσα.
– Η γραφειοκρατία και η διαφθορά στο δημόσιον αμείωτος.
– Η φοροδιαφυγή, ιδίως του ΦΠΑ, άνευ προηγουμένου.
– Το κοινωνικό κόστος της προσαρμογής τεράστιον.
– Η εθνική ανεξαρτησία απωλεσθείσα τουλάχιστον μέχρις του
2030.
– Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και η εισροή
μουσουλμάνων λαθρομεταναστών ανερχόμενες.
Εν τούτοις, ο κ. Σαμαράς ισχυρίζεται ότι «γύρισε σελίδα»
και, αν χρειασθή τις ξένες αγορές κεφαλαίου, είναι πρόθυμες να τον δανείσουν.
Ως επιγραμματικά απήντησε κάποιος, «οι κάνουλες είναι ανοικτές αλλ’ η δεξαμενή
άδεια». Για να γεμίσει ξανά η «δεξαμενή», χρειάζεται τελείως άλλη στρατηγική
αναπτύξεως.Αυτή όμως είναι μία «άλλη ιστορία», που είπεν ο Κήπλινγκ, και όχι
«άλλη σελίδα» του ιδίου βιβλίου.
Σημειώσεις
(*) Μέχρι του έτους 2030, η Ελλάς καλείται να πληρώσει
163,75 δις. ευρώ χρεωλύσια και 158,36 δις. ευρώ τόκους, αλλά το
ανησυχητικώτερον είναι ότι η σχέσις χρεολυσίων προς τόκους αυξάνει και
πλησιάζει το 100% και το 2022 θα το έχει υπερβή. «Δανείζουσιν ό λαμβάνουσιν
υπέρ του δανείσαι», ως λέγει ο Πλούταρχος.
(**) «Ικανότης δανεισμού» λέγεται ο λόγος του επιτοκίου
προς τα δημόσια έσοδα, που στις δημοκρατίες δεν ημπορεί να υπερβή το 10% εις
καμμία περίπτωσιν. Εάν οι δημόσιες εισπράξεις είναι 80 δις. ευρώ εφέτος, οι
δαπάνες για τόκους δεν ημπορούν ν’ αυξηθούν πέραν των 8 δις. ευρώ. Στην
πραγματικότητα, πλησιάζουν το ποσόν αυτό μαζί με τους υψηλούς τόκους των
εντόκων γραμματίων, αλλά, καθώς το ΑΕΠ υποχωρεί, τα δημόσια έσοδα μειώνονται,
ενώ οι δαπάνες των τόκων αυξάνουν, με επιτόκια των αγορών κεφαλαίων
υπερδιπλάσια, εν συγκρίσει εκείνων της ΕΚΤ ή του EMS. Ως χώρα η Ελλάς πλησιάζει
στο σημείο του ne plus ultra (μη περαιτέρω).
Περιοδικό Νέα Πολιτική Τεύχος Σεπτεμβρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου