Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Λόφοι που χάθηκαν, ποτάμια που μπαζώθηκαν

tovima

Πώς ήταν το λεκανοπέδιο Αττικής και η Αθήνα μέσα από χάρτες του παρελθόντος
Λόφοι που χάθηκαν,  ποτάμια που μπαζώθηκαν

Λόφοι που ισοπεδώθηκαν και δεν σημειώνονται πλέον στον χάρτη, ποτάμια που εξαφανίστηκαν κάτω από την άσφαλτο, κρήνες που έσβησαν, χείμαρροι που καταχώθηκαν και έγιναν οικόπεδα, βουνά που έμειναν γυμνά από δέντρα, ακτογραμμές που αλλοιώθηκαν σε σημείο μη αναγνωρίσιμο, παραλίες που έγιναν δρόμοι, σπίτια, καταστήματα. Το αττικό τοπίο σήμερα ασφαλώς δεν έχει καμία σχέση με εκείνο της αρχαιότητας. Το σημαντικό όμως είναι ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν σταδιακά, στο πέρασμα πολλών αιώνων αλλά κατά τους δύο τελευταίους. 

Το λεκανοπέδιο της Αθήνας πριν από ενάμιση-δύο αιώνες ήταν ένας άλλος τόπος. Αλλά και πολλά αρχαία κατάλοιπα, τα οποία βρίσκονταν θαμμένα στη γη επί χιλιετίες, δεν χρειάστηκε παρά λιγότερο από έναν αιώνα, τον 20ό, για να καταστραφούν διά παντός τα ίχνη τους πέφτοντας θύματα στον βωμό της ανάπτυξης και της ανεξέλεγκτης δόμησης, παράλληλα με την έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας. 

Το μόνο που απέμεινε είναι οι μαρτυρίες: κείμενα, σχέδια και πίνακες περιηγητών και ειδικών ξένων επιστημόνων- μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, και Ελλήνων. Τον σημαντικότερο ρόλο όμως στη διαφύλαξη της εικόνας της τοπογραφίας της Αθήνας έπαιξαν οι χάρτες: αψευδείς μάρτυρες των αλλαγών, των αλλοιώσεων, των επεμβάσεων του ανθρώπου στο Λεκανοπέδιο. 


Σημειώνοντας οικισμούς, οδούς, λιμάνια, λατομεία, κατάλοιπα ορυχείων και μεταλλευτικών εργασιών, πηγές, ποτάμια και υπόγεια υδραγωγεία, καλλιέργειες, δασοκάλυψη και φυσικά τα γεωφυσικά στοιχεία, οι χάρτες διέσωσαν, έστω και «επί χάρτου», μια εικόνα που σήμερα απλώς δεν υπάρχει. Οι σημαντικότεροι μάλιστα από αυτούς, οι «Χάρτες της Αττικής» του πρώσου τοπογράφου και χαρτογράφου Κάουπερτ, χαρακτηρίζονται ακόμη και σήμερα μοναδικοί. «Από όλες τις εργασίες του 18ου και 19ου αιώνα μία είναι κατά την έκταση,τη λεπτομέρεια και τη μετρική ακρίβεια ασυγκρίτως ανώτερη και αποδεικνύεται σχεδόν εφάμιλλη με τα καλύτερα προϊόντα της σύγχρονης χαρτογραφίας,ενώ κατά τον πλούτο των ιστορικών πληροφοριών δεν έχει ως σήμερα όμοιό της» αναφέρει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής κ. Μανόλης Κορρές. Χωρίς να παραβλέπονται ωστόσο οι χάρτες της πόλης των Αθηνών από τον Φοβέλ (1747), τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ (1831-1832), τον Σάουμπερτ και τον Στάουφερτ (1836), τον Αλ τενχόφεν (1837) και της «Επιτροπής 1847». (Επανέκδοση αυτών των χαρτών έχει γίνει από τις εκδόσεις Μέλισσα σε επιμέλεια Μανόλη Κορρέ.) Διαφορετικά, ποιος θα θυμόταν σήμερα ότι πριν από έναν αιώνα το Στάδιο της Καλλιθέας ήταν λατομείο και πριν από αυτό λόφος; Ο λόφος της Σικελίας συγκεκριμένα, όπως τον αποκαλούσαν οι αρχαίοι, ο οποίος έγινε οικοδομικά υλικά. 

Οι λόφοι
Η περιοχή του Θησείου και των Ανω Πετραλώνων, πυκνοκατοικημένη σήμερα, ήταν εντελώς διαφορετική πριν από αιώνες. Το μεγαλύτερο μέρος της ήταν ένας λόφοςσυνέχεια εκείνων του Φιλοπάππου και του Αστεροσκοπείου-, του οποίου το σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα ήταν κατάλληλο για οικοδόμηση. Η βραχόπλακά του, μάλιστα, όπως προκύπτει από τον χάρτη του Κάουπερτ, πρέπει να είχε ανώτατο ύψος περί τα 70 μέτρα. Η εξόρυξη πετρώματος από εκεί όμως φαίνεται ότι ήταν διαρκής. 

Το Βάραθρο (ονομαζόταν έτσι διότι επρόκειτο για χάσμα που προέκυψε από μια φυσική κατάρρευση του εδάφους), αρχαίο λατομείο κάποτε, είναι σήμερα μια επίπεδη έκταση στην οποία έχει ανεγερθεί Παιδική Εστία και Κέντρο Νεότητας. Ενα δεύτερο λατομείο που εκτεινόταν βορειότερα έχει επίσης εξαλειφθεί. Οπως λέει μάλιστα ο κ. Κορρές, πρόκειται για τα αρχαιότερα λατομεία της Αθήνας, αφού άρχισαν να χρησιμοποιούνται ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή από τους ανθρώπους που έβγαζαν επί αιώνες πέτρα για τα θεμέλια των σπιτιών τους, αλλά και για δημόσια οικοδομήματα. 

Τα λατομεία
Μόνο το ένα τέταρτο εξάλλου του βράχου της αρχαίας, οχυρής ακρόπολης της Ελευσίνας σώζεται σήμερα, παρ΄ ότι ως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα παρέμενε ακέραιος, με μήκος περίπου ενάμισι χιλιόμετρο και πλάτος περί τα 400 μέτρα. Λατομείο έχει γίνει και αυτός ενώ στο εναπομείναν τμήμα του βρίσκεται, όπως είναι γνωστό, το σπουδαίο ιερό της Δήμητρας. 

Τεράστια ήταν η αλλοίωση και για άλλους λόφους της Αθήνας, με πρώτο τον Λυκαβηττό, ο οποίος οικοδομήθηκε σε αρκετό ύψος, τα Τουρκοβούνια, όπου νταμάρια λειτουργούσαν ως πρόσφατα, όπως και το Πεντελικό φυσικά που είναι ακόμη σε λειτουργία. Αλλωστε η λατόμηση των λόφων της Αττικής άρχισε το 1832 και συνεχίστηκε σε μερικές περιπτώσεις, ώσπου να εξαφανισθούν τελείως. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το ότι οι πρώτοι χαρτογράφοι σημείωναν πως «από έτους εις έτος ταύτα αφανίζονται εξ αιτίας τής χωρίς σύνεσινεκμεταλλεύσεως των βραχωδών αθηναϊκών λόφων ως λατομείων και διά των εκρηκτικών υλών κα τακερματισμού των». Και μια αλλαγή όμως στο κέντρο της πόλης: ο λόφος όπου κτίστηκαν τα πρώτα ανάκτορα - σήμερα Βουλή των Ελλήνων- έχει αποκοπεί κατά ένα μέρος του για τη δημιουργία του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη. Εκεί βρισκόταν και η πηγή Μπουμπουνίστρα με νερά τα οποία κυλούσαν θορυβωδώς καθώς ο Ηριδανός που την προμήθευε κατέβαινε με ορμή από τον Λυκαβηττό. «Οι χάρτες της Αττικής ουδέποτεξεπεράστηκαν ούτε καν ως χαρτογραφικό έργο,πόσω μάλλον ως θεματικοί χάρτες αρχαίων καταλοίπων και ιχνών» λέει ο κ. Κορρές και προσθέτει ότι την εποχή που δημιουργούνταν«ουδείς διεννοείτο ότι όλα εκείνα που άντεξαν επί χιλιετίες θα εξαφανίζονταν εντός δεκαετιών.Σήμερα η αρχαιολογική επισήμανση των χαρτών εξακολουθεί να αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών ειδικότερα για τη μελέτη του αρχαίου οδικού δικτύου σε μέρη απομακρυσμένα.Σε ράχες και λαγκαδιές των βουνών και σε απάτητα υψώματα σημειώθηκαν τότε ίχνη που έκτοτε λησμονήθηκαν».
Το νησί
Ενα βραχοβούνι που έβλεπε την ακτή από απόσταση ενός χιλιομέτρου ήταν κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο Πειραιάς. Και μόνο η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας θα «έφερνε» αυτό το νησί στη στεριά, ενώ το σημερινό Παλαιό Φάληρο ήταν απλώς μια τεράστια ελώδης περιοχή με αλμυρό νερό, εξ ου και η ονομασία Αλίπεδον. Αλλο ένα γεωλογικό φαινόμενο που εξέλιπε άλλωστε, αλλά αποδίδεται με σαφήνεια από τους χάρτες του Κάουπερτ, ήταν οι αλυκές (έλη ή αμμολωρίδες), οι οποίες εμφανίζονταν συχνά κατά μήκος των παραλίων της Αττικής από τον Πειραιά ως το Σούνιο λειτουργώντας και ως προχώματα. 

Το νερό
Περισσότερο γνωστή είναι η μοίρα των ποταμών της Αττικής: του άτυχου Ιλισού, που από τη δεκαετία του 1960 κυλά πλέον μόνο υπόγεια κάτω από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου, του Κηφισού που έχει μετατραπεί σε ποτάμι λυμάτων, του μικρού Ηριδανού, εγκιβωτισμένου από την αρχαιότητα, που μόλις τα τελευταία χρόνια όμως έγινε σαφής η πορεία του (Λυκαβηττός, Σύνταγμα, Μητροπόλεως, Μοναστηράκι, Κεραμεικός, Πειραιώς), και κάποιων μεγάλων παραποτάμων όπως του Ποδονίφτη, η κοίτη του οποίου επίσης σκεπάστηκε. 

Αχμέτ Αφέντη ή Μπουμπουνίστρα, Ροδάκισσα, Γοργοεπηκόου, Καλαμιώτη, Καμκαρέα (Καπνικαρέα), οδού Καρόρη, Ψυρρή, Βοριά, Απάνω Σιντριβάνι, Πανδρόσου- Αιόλου, Φετιχέ Τζαμί, Παζαριού, Κάτω Λουτρό, Αγιος Φίλιππος. Πρόκειται για τα ονόματα μερικών από τις κρήνες της Αθήνας που ξεδιψούσαν τους κατοίκους της στις αρχές του 19ου αιώνα και αναφέρονται στον χάρτη των Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Ορισμένες μάλιστα αποτέλεσαν και προσφιλές εικονογραφικό θέμα των περιηγητών, καταλείποντας έτσι και την εικόνα τους. Μαζί και μια αρχαία πηγή, η Καλλιρρόη (ή Εννεάκρουνος, όπως την αναφέρει ο Θουκυδίδης), στα ανατολικά του Ολυμπιείου, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής και στον Ιλισό φυσικά- αν και τα δικά της νερά έρχονταν από τον Υμηττό. 

Το Υδραγωγείο της Πόλεως (ή και Υδραγωγείο του Αγίου Δημητρίου, επειδή μετέφερε το νερό από το ύψος της σημερινής οδού Πανόρμου, όπου και ο ναός του Αγίου Δημητρίου) υδροδοτούσε την Αθήνα από το 1840 ως το 1925. Φυσικά αυτό το νερό προερχόταν από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το οποίο, παρ΄ ότι λειτουργούσε αδιαλείπτως από την αρχαιότητα, είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και οι Αθηναίοι ξεδιψούσαν από πηγές και πηγάδια. 

ΚΗΦΙΣΙΑΣ- ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ: «ΛΕΩΦΟΡΟΙ» ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
«Η αρχαιολογική επισήμανση των χαρτών εξακολουθεί να αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών ειδικότερα για τη μελέτη του αρχαίου οδικού δικτύου σε μέρη απομακρυσμένα από τις περιοχές της σύγχρονης οικοδομικής δραστηριότητας και της συναρτημένης με αυτήν αρχαιολογικής παρακολούθησης» επισημαίνει ο κ.Μανόλης Κορρές,διότι πολλοί παλαιοί δρόμοι καταργήθηκαν και νέες διαδρομές χαράχθηκαν.Από την άλλη,όπως σημειώνει ο καθηγητής,«παμπάλαιοι στενοί εξοχικοί δρόμοι, που κάποτε διέσχιζαν τις έρημες εκτάσεις μεταξύ μικρών χωριών όπως το Χαλάνδρι,οι Κουκουβάουνες ή το Αράκλι (σημερινό Παλαιό Ηράκλειο),κατά κανόνα δεν καταργήθηκαν από τη νέα πληθωρική μορφή της πυκνοκατοικημένης πόλης αλλά ενυπάρχουν ενσωματωμένοι ή κατά διαφόρους τρόπους μεταμορφωμένοι μέσα στο απερίγραπτα ακανόνιστο,αλλά όχι εντελώς τυχαίο σχέδιό της».Οι δύο παλαιές οδοί «προς Κηφισίαν»- η σημερινή χάραξη της λεωφόρου Κηφισιάς είναι σχέδιο του 1860-,η μία μέσω Κυψέλης και Γαλατσίου και η άλλη μέσω Πατησίων,ακολουθούσαν γνωστές ως σήμερα διαδρομές.Αλλά και η οδός Μεσογείων,η οποία άρχιζε στην αρχαιότητα από τη Μεσογείτικη πόρτα (στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας Συντάγματος),περνούσε μέσα από τον μετέπειτα κήπο,συνέπιπτε με την οδό Μουρούζη,ανέβαινε τη Βασιλίσσης Σοφίας και από εκεί στους Αμπελοκήπους,συμπίπτει σε μεγάλο μήκος με την αρχαία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου