Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 φανερώνουν πολλά
σημαντικά πράγματα, τα οποία αν ληφθούν υπ’ όψιν γίνεται κατανοητή η κατάσταση
τόσο του αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος όσο και του κοινωνικού σώματος.
Κατ΄ αρχάς υπάρχει το σημαντικό ποσοστό
της αποχής περίπου στο 35%, με λευκά-άκυρα 2,7% - ήτοι περίπου 37% του εκλογικού σώματος αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το θέαμα των εκλογών. Με άλλα λόγια
πάνω από 3,5 εκατομμύρια άτομα δεν εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο. Εξυπακούεται
πως ένα μέρος από το ποσοστό της αποχής απέχει ανεξαρτήτως της θελήσεώς του
(μεγάλη απόσταση, εισιτήρια και άλλα έξοδα, εγκατάσταση στο εξωτερικό,
ασθενείς, υπέργηροι ή αδιαφορία). Όμως ένα μεγάλο μέρος απορρίπτει συνειδητώς
το καθεστωτικό παιχνίδι των εκλογών. Επίσης το 18,9% των ψηφισάντων δεν
αντιπροσωπεύεται καθόλου, διότι το κόμμα που ψήφισαν δεν συγκέντρωσε το όριο
του 3% (Οικολόγοι-Πράσινοι, Δημοκρατική Συμμαχία, ΛΑΟΣ, Δημιουργία ξανά, Δράση
κ.ά.). Δηλαδή, πάνω από το ήμισυ περίπου του εκλογικού σώματος δεν
αντιπροσωπεύεται. Αυτό λέγεται όχι μόνο διαστρέβλωση της αντιπροσώπευσης αλλά
ανυπαρξία ουσιαστικής αντιπροσώπευσης, που ισοδυναμεί με φαλκίδευση των
επιθυμιών του εκλογικού σώματος.
Στην πραγματικότητα τα ποσοστά των
κομμάτων με αναγωγή στο σύνολο του εκλογικού σώματος είναι πολύ μικρότερα, όπως
φαίνεται στην πρώτη στήλη του παρακάτω πίνακα (σε παρένθεση τα ανακοινωθέντα
επί των ψηφισάντων).
ΝΔ: 11,87%
(18,85%, 108) 70
ΣΥΡΙΖΑ: 10,57% (16,78%, 52) 62
ΠΑΣΟΚ: 8,30% (13,18%, 41) 49
ΑΝΕΞ. ΕΛΛΗΝΕΣ: 6,68% (10,60%, 33) 39
ΚΚΕ: 5,34% ( 8,48%, 26) 31
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ: 4,39% ( 6,97%, 21) 26
ΔΗΜΑΡ: 3,85% ( 6,11%, 19) 23
ΕΚΤΟΣ ΒΟΥΛΗΣ: 11,9%
(18,90%, 0) ;;
Αυτοί που μένουν εκτός βουλής, λόγω του
εκλογικού συστήματος, συγκεντρώνουν ένα ποσοστό (18,9%) που υπερβαίνει το
ποσοστό του πρώτου κόμματος - αυτό στα αρχαιοελληνικά λέγεται τραγέλαφος και
στα νεοελληνικά θλιβερή αποτυχία. Διαστρεβλωτική αδυναμία του συστήματος είναι
πως το πρώτο κόμμα με διαφορά 2% των
ψήφων από το δεύτερο, λαμβάνει 52 έδρες περισσότερες από αυτό! Είναι η περιβόητη
πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες από το εκλογικό σύστημα, το οποίο
έχουν επινοήσει κομματικά στελέχη και πανεπιστημιακοί καθηγητές της ολκής του
Κ. Σκανδαλίδη και Πρ. Παυλόπουλου, πρώην υπουργών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ,
αντιστοίχως.
Αλλά και αν ακόμη οι εκλογές
διεξάγονταν με απλή αναλογική θα είχαμε την κατανομή που παρατίθεται στην
τελευταία στήλη του ανωτέρω Πίνακα. Όπως φαίνεται και στην περίπτωση αυτή πάλι
το αδιέξοδο θα παρέμενε. Είναι εμφανές πως εδώ δεν έχω περιλάβει τις έδρες των
μικρών κομμάτων που τώρα δεν εισήλθαν στη Βουλή και που χάρις στην απλή
αναλογική θα εισέρχονταν με κάποιον αριθμό εδρών – φυσικά στην περίπτωση αυτή
θα υπήρχε μεγαλύτερη διασπορά εδρών και συνεπώς ενισχύεται το επιχείρημά μου.
Το αδιέξοδο επιβεβαιώνεται και από το
εξής γεγονός. Οι εκλογές στον κοινοβουλευτισμό γίνονται για ανάδειξη
κυβερνήσεως και όχι μόνο για αποδοκιμασία πολιτικών, τιμωρία κομμάτων ή για
καταμέτρηση δυνάμεων. Από τη στιγμή που, παρά και το bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, κανείς
δεν έχει την αυτοδυναμία, πρέπει αναγκαστικά, σύμφωνα με τη λογική του
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, να σχηματισθεί κυβέρνηση συνεργασίας δύο ή τριών
κομμάτων. Ενώ δηλαδή τα αποτελέσματα παραπέμπουν σε κυβέρνηση συνεργασίας,
ουδεμία διάθεση για συνεργασία υπήρξε από τα εκλεγέντα κόμματα και κυρίως τα
λεγόμενα αντιμνημονιακά. Δηλαδή καταστροφή με δικομματισμό, καταστροφή με
πολυκομματισμό.
Το κομματικό πρόβλημα
Αναλύοντας τώρα τα ποσοστά των κομμάτων
συνάγονται σημαντικά αποτελέσματα. Κατ’ αρχάς το ποσοστό που συγκέντρωσαν τα
δύο κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που κυβέρνησαν επί τριάντα οκτώ (38) έτη
και είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία, είναι 32%. Είναι βεβαίως αρκετά
ελαττωμένο σε σχέση με αυτό που ελάμβαναν πριν (80-85%), αλλά είναι και αρκετά
υψηλό για κόμματα που οδήγησαν στη χρεοκοπία, και αυτό είναι το ανησυχητικό: το
32% θέλει ακόμη τα κόμματα της χρεοκοπίας! Μπορεί ο παραδοσιακός δικομματισμός
να ηττήθηκε, εν τούτοις ο κομματισμός ζει και βασιλεύει, αναζητώντας καινούρια
έκφραση δικομματισμού για να επιβληθεί.
Το ποσοστό που συγκέντρωσε η
νεοναζιστική, εθνικιστική, αντιεβραϊκή και ρατσιστική «Χρυσή Αυγή» είναι κοντά
στο 7% (μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως)! Η οποία διακηρύσσει πίστη στο έθνος,
στον «ελληνισμό», στην ελληνική σημαία, στο Βυζάντιο και στη δικτατορία του
1967. Καταφέρεται δε κατά της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973. Στην άλλη
πλευρά το ποσοστό του σταλινικού αντιευρωπαϊκού ΚKE είναι 8,48%! (μοναδικό φαινόμενο στην
Ευρώπη άν όχι στο κόσμο). Δηλαδή το 15,5% περίπου του εκλογικού σώματος, το
άθροισμα των προηγούμενων δύο ποσοστών, τάσσεται υπέρ των άκρων και κατά των
ατομικών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά του κοινοβουλευτισμού.
Φυσικά τα δύο άκρα δεν ταυτίζονται, ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και
έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. Οι μεν
νεοναζιστές έχουν ιδεώδες τον αρχηγό, την τυφλή πειθαρχία, τον ρατσισμό, τη βία
και τα στρατιωτικά τάγματα οι δε κομμουνιστές έχουν ιδεώδες τον Ζαχαριάδη, τον
Λένιν και τον Στάλιν, τη μοναδική αλήθεια του μαρξισμού-λενινισμού, το μοναδικό
κόμμα και τα κομματικά τάγματα.[1]
Όμως παρά τις διαφορές των δύο άκρων αυτό που έχει σημασία είναι το ανησυχητικό
τελικό αποτέλεσμα: η κατάργηση των ελευθεριών, των δικαιωμάτων και συνολικώς
των πολιτικών, πολιτισμικών και ηθικών κατακτήσεων της νεωτερικότητας.
Επίσης ένα αρτισύστατο εθνικιστικό
κόμμα με αρχηγό τον Π. Καμμένο, του οποίου οι μόνες ικανότητες είναι η
δημαγωγία, ο λαϊκισμός, η όψιμη αντιμνημονιακή συνθηματολογία και η
συνωμοσιολογία, συγκέντρωσε 10,6%. Σημειωτέον πως ο Π. Καμμένος και τα περισσότερα
στελέχη του ανήκαν μέχρι το 2011 στη ΝΔ, συνεπώς ευθύνονται για τη σημερινή
χρεοκοπία. Η ευνοϊκή συμπεριφορά του εκλογικού σώματος προς άτομα που
συμμετείχαν στα κόμματα της χρεοκοπίας και συνευθύνονται γι αυτήν, αλλά διαφοροποιήθηκαν μετά τη χρεοκοπία
το 2010 στο Μνημόνιο Α΄ ή το 2011 στο Μνημόνιο Β΄, είναι τουλάχιστον α-πολιτική
και α-ιστορική.
Υπάρχει και το αδιέξοδο των λεγόμενων
αντιμνημονιακών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή, Ανεξάρτητοι Έλληνες) που
συγκεντρώνουν περίπου το 43% των ψήφων και 132 έδρες (μαζί με τη ΔΗΜΑΡ
συγκεντρώνεται ποσοστό περίπου 49% και έδρες 151), αλλά πάλι δεν θέλουν ή είναι
εξ ορισμού αδύνατον να συνεργασθούν ως ετερόκλητα. Η αδυναμία αυτή αντανακλά
έναν παρανοϊκό διχασμό στους κόλπους του εκλογικού σώματος, διότι ενώ από τη
μια ψήφισε «αντιμνημονιακά» από την άλλη δηλώνει την παραμονή της χώρας στο
ευρώ. Ο δυϊσμός αυτός εξηγείται από την
έλλειψη εκ μέρους των περισσοτέρων «αντιμνημονιακών» κομμάτων πραγματικής
πληροφόρησης και ενημέρωσης. Δεν είναι σαφής η θέση τους (εκτός του ΚΚΕ) πως τα
Μνημόνια είναι απαραίτητος όρος παραμονής στο ευρώ.
Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, που εκτινάχθηκε
ξαφνικά στη δεύτερη θέση, συγκεντρώνει αρκετά αδιέξοδα, μεταξύ των οποίων οι
αντιφατικές απόψεις των συνιστωσών του –λόγου χάριν ορισμένες από αυτές
κηρύσσουν τον αποτυχημένο κομμουνισμό. Φλερτάρει επίσης με τον λαϊκισμό, τον
αντιευρωπαϊσμό και με τον αντιμνημονιακό εθνικισμό. Το μεγάλο κενό του χώρου
είναι η έλλειψη προτάσεων για θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές, η έλλειψη
σχεδίου και στρατηγικής. Δεν έχει εναλλακτική πρόταση και όραμα δημοκρατίας,
που προσπαθεί να καλύψει με αόριστες θέσεις για διορισμούς, κρατικοποιήσεις,
αντικαπιταλισμό και σοσιαλισμό. Κυρίως όμως ευθύνεται για τον υποβιβασμό της
πολιτικής συζήτησης στο δίπολο «Μνημονιακοί-Αντιμνημονιακοί» και την πόλωση σε
«Έλληνες-Ανθέλληνες». Ευθύνεται επίσης για τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων πως
έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χώρα απομονωμένη από όλους θα ευημερήσει και θα
επανέλθει στην προ του 2009 κατάσταση. Η αλήθεια είναι πως είτε εντός είτε
εκτός ευρώ η λιτότητα θα παραμείνει. Είναι κανόνας πως η κομματική αδιαλλαξία
σε συνδυασμό με την συγκυριακή εκλογική ευφορία και τον ιδεολογικό αυτισμό
οδηγεί στην καταστροφή.[2]
Συνεπώς, με τα αποτελέσματα των εκλογών
αποδείχθηκε για άλλη μία φορά πως οι επαγγελματίες του πολιτικού είναι ανίκανοι
να δώσουν λύση για τη χώρα, πως τα
κόμματα δεν αποτελούν λύσεις. Συντελούν
στα αδιέξοδα του αντιπροσωπευτικού συστήματος, και ας επαναλαμβάνουν οι
κήρυκές του - Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί - πως στον κοινοβουλευτισμό δεν
υπάρχουν αδιέξοδα. Όλες άλλωστε οι εκλογικές αναμετρήσεις εν Ελλάδι οδήγησαν σε
μικρά ή μεγάλα αδιέξοδα, σε συγκάλυψη των προβλημάτων, σε λεηλασία του δημοσίου
πλούτου, σε πελατειακό κράτος, σε διαφθορά και τέλος στη χρεοκοπία. Με άλλα λόγια, στην χρεοκοπημένη Ελλάδα το
κομματικό πολιτικό σύστημα κατακερματισμένο, απρόθυμο για συνεργασίες και
ανίκανο να δώσει λύση είναι σε βαθύτατη παρακμή.
Το κοινωνικό πρόβλημα
Υπάρχει επίσης μία διάχυτη μεταφυσική
άποψη πως η κατάσταση μετά τη χρεοκοπία και την καταστροφή είναι ευνοϊκή για
αλλαγή προς μία δημιουργική πορεία. Σε αυτήν την αισιοδοξία συντελεί το
γεγονός πως το εκλογικό σώμα απέρριψε τα δύο κόμματα της χρεοκοπίας και είπε
όχι στη λιτότητα. Έτσι το εκλογικό γεγονός ερμηνεύεται πως εγκυμονεί κάτι
διαφορετικό. Είναι πιθανό, αλλά το διαφορετικό που θα προκύψει δεν θα είναι
ουσιωδώς άλλο, δεν θα είναι έτερον, αλλά μία παραλλαγή του παλαιού.
Αδιάψευστη ένδειξη το παρελθόν: μετά από κάθε καταστροφή (1922, 1936, 1944,
1949, 1965, 1974) και μέσα από τα ερείπια προέκυπτε μία άλλη διαφορετική
κατάσταση, αλλά όχι ουσιωδώς νέα, διότι επαναλάμβανε τα αδιέξοδα και τις
εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, καθώς και τις παθογένειες της
ελληνικής κοινωνίας. Η παρακμιακή κατάσταση ανακυκλωνόταν πάντοτε, διότι η
κοινωνία έδειχνε εμπιστοσύνη και εκχωρούσε την εξουσία σε κόμματα, δομές και
πολιτικούς, που αποτελούσαν εγγύηση για την διατήρηση του προηγουμένου
καθεστώτος, ενώ η ίδια περίμενε παθητικώς τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους
και τα ψίχουλα του συμποσίου.
Αυτή η κατάσταση αντανακλά μία
παρηκμασμένη κοινωνία, η οποία δεν μπορεί και δεν θέλει να απεγκλωβισθεί από
ανίκανους κομματικούς, διεφθαρμένους συνδικαλιστές, πολιτικάντηδες λαϊκιστές,
ποικίλους εθνικιστές, από πρώην και νυν κνίτες. Η ελληνική κοινωνία παραμένει
αναποφάσιστη και διχασμένη, οδεύοντας προς τον γκρεμό εν μέσω εκλογικών
αυταπατών, εθνικισμού, λαϊκισμού και αντιμνημονιακής ρητορείας. Αυτό που έχει
δείξει η νεοελληνική ιστορία είναι πως η κοινωνία δεν μπορεί και δεν έχει τη
θέληση για κάτι καλύτερο. Έχει αποφασίσει υποσυνειδήτως να αυτοκτονήσει και
αυτό πράττει με συχνές δόσεις δηλητηρίου, το οποίο έχει πολλές μορφές: εθνικισμός, λαϊκισμός, κομματισμός,
κρατισμός, ατομικισμός, συντεχνιασμός, πελατειακές σχέσεις, ιδεολογικές
αγκυλώσεις, θρησκευτικές ιδεοληψίες, ιδιώτευση, απάθεια για τα κοινά και το
κοινό αγαθό. Η κοινωνία παραμένει δέσμια όχι μόνο του δικομματισμού αλλά του
κομματισμού, δηλαδή της κομματικής αντίληψης πως κάποιο ή κάποια κόμματα θα τη
σώσουν από την καταστροφή. Όμως πάντοτε τα κόμματα αποδείχθηκαν, όχι σωτήρες,
αλλά ολετήρες.
Το σημαντικό ζήτημα δεν είναι να
αλλάξει η κυβέρνηση με κάποιο κόμμα, αλλά να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, οι
δομές, οι ολιγαρχικοί θεσμοί. Οι σημαντικές και ουσιαστικές αλλαγές δεν
προκύπτουν από τα κόμματα, αλλά από την αυτόνομη δράση των ανθρώπων. Αυτή
ακριβώς η αυτόνομη δράση απουσιάζει από την ελληνική κοινωνία. To μείζον απόν και ζητούμενο είναι
συνεπώς η πολιτική κοινωνία, οι πολίτες που δεν αναθέτουν τη ζωή τους στα
κόμματα και στους βουλευτές. Στις εκλογές και στην κάλπη το πλήθος δεν δρα ως
πολιτικό σώμα, αλλά ως εκλογικό σώμα, ως άθροισμα ψηφοφόρων και παθητικό
αντικείμενο των πολιτικών. Ενώ το πολιτικό σώμα, οι πολίτες δρουν ως υποκείμενο
της πολιτικής, με αυτενέργεια, αυτοοργάνωση, αυτοκαθορισμό και αυτονομία.
Όμως η ελληνική κοινωνία δεν δείχνει
διάθεση για αυτονομία, δεν μπορεί να σωθεί, διότι δεν θέλει να σωθεί από μόνη της, να πάρει τις τύχες στα χέρια
της. Έχει αναθέσει τη σωτηρία της σε κομματικούς ή εκκλησιαστικούς ποιμένες
θέτοντας έτσι τον εαυτό της σε κατάσταση ποιμνίου, κομματικού και
εκκλησιαστικού. Όμως οι αμνοί το μόνο που μπορεί να διεκδικήσουν είναι
καλύτερες συνθήκες σφαγής – αυτό άλλωστε είναι το μόνο που προσφέρουν σίγουρα
οι κομματικοί και εκκλησιαστικοί ποιμένες.
Το καράβι με το οποίο ταξιδεύει η Ελλάς
είναι το κουφάρι του Τιτανικού στον βυθό της Μεσογείου και της...Ιστορίας.
[1] Στο τελευταίο συνέδριό του το ΚΚΕ
διαπίστωνε πως ο Στάλιν ήταν «ο ηγέτης που πέτυχε τη μετάβαση από την
καπιταλιστική οικονομία στη σοσιαλιστική».
[2] Για ευρύτερη ανάλυση των
χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ βλ. το κείμενό μου «Τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ» που θα
δημοσιευθεί προσεχώς. Για τα προβλήματα της Αριστεράς γενικώς βλ. το κείμενό μου, «Το τέλος της Αριστεράς», Πολίτες,
αρ. 19 (Οκτώβριος 2010) και αρ. 20 (Νοέμβριος 2010).
[
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 38, Μάιος 2012]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου