«Κάθε νέα γενιά πρέπει να εμβιώνει τα έργα με σεβασμό αλλά χωρίς δέος. Oμως δεν περίμενα ξεκινώντας τις πρόβες να βιώσουμε τις αντιδράσεις που ζούμε τώρα», λέει στην «Κ» ο Σωτήρης Χατζάκης. «Από έντονα χειροκροτήματα μέχρι δάκρυα. Oχι γιατί είναι ευσυγκίνητο λόγω ηλικίας το κοινό, αλλά γιατί κάτι του λένε οι αναφορές». Σε πολλές παραστάσεις ο κόσμος σηκώνεται όρθιος, αντιδρά, συμμετέχει. Οι αιτίες είναι πολλές.
«Ζούμε μια κατάσταση δραματικής αντιστοιχίας με την εποχή στην οποία ανέβηκε το έργο. Σήμερα βέβαια έχουμε δημοκρατία, μόνο που είναι δημοκρατία υψηλού κινδύνου και ο κόσμος το νιώθει, επειδή δεν αισθάνεται να προστατεύεται από έννοιες όπως ισονομία, ισοπολιτεία, αξιοκρατία. Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη ακούει ένα κείμενο που αγγίζει τα προβλήματά του, έχοντας γραφεί πριν από 40 χρόνια. “Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες, ξυρίστηκαν οι Eλληνες μεσίτες”, λέει ένας στίχος. Τι πιο δραματικά επίκαιρο για τον οικονομικό πόλεμο στον οποίο συμμετέχει η Ελλάδα και όλη η υπόλοιπη νότια Ευρώπη αυτή τη στιγμή; Στην πίεση διέξοδος του κόσμου είναι η τέχνη.
Ανυδρη εποχή
»Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι περάσαμε μια εποχή που κυριάρχησε ο προτεσταντισμός στην ελληνική τέχνη. Δεχτήκαμε από τη χαραμάδα αμφισβητούμενα είδη (αποδόμηση, μεταμοντέρνο, άφτερ θίατερ κ.ά.), μόνο που δεν μας ήρθαν τα καλύτερα δείγματα και δεν ήμασταν έτοιμοι να τα υποδεχτούμε σωστά. Και πότε είναι κανείς έτοιμος να υποδεχτεί σωστά; Oταν είναι αυθεντικά τοπικός και βαθιά Eλληνας, δηλαδή ανοιχτός στην παγκοσμιότητα.
»Ζήσαμε μια άνυδρη εποχή στην οποία η τέχνη ήταν ξερή, παγερή, εργαστηριακή με την έννοια της κλινικής ιατρικής και πλήρως αδιάφορη για τον μέσο όρο των πολιτών. Η “πεφωτισμένη πρωτοπορία” απαξίωσε τον μέσο όρο γιατί τον θεωρεί βάρβαρο. Eνας νεοσταλινισμός δηλαδή, που κρύβει μια αναπηρία και έναν επαρχιωτισμό».
Η ανάγκη για το συλλογικό που επανήλθε στη ζωή μας παίζει τον ρόλο της στην επιτυχία τέτοιων θεαμάτων όπως το «Μεγάλο μας τσίρκο» ή το «Ρεμπέτικο» που προηγήθηκε τον χειμώνα, τα οποία στηρίζονται στην ιστορία, το γνώριμο βίωμα, την κοινή εμπειρία. «Ο κόσμος είχε μάθει να ζει συλλογικά, είτε μέσα από την πλατεία του χωριού και τη γειτονιά αργότερα είτε μέσα από τις συναθροίσεις στα σπίτια. Oταν έσπασε η συλλογικότητα -αυτή παράγει τα εθνικά αφηγήματα- περάσαμε σε ένα εγωισμό και μια φιλαυτία η οποία αποθεώθηκε με το φαίνεσθαι του ατόμου. Ο Eλληνας προέβαλε τον εαυτό του σε ένα φαντασιακό επίπεδο το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγική του βάση και καμία σχέση με την παράδοσή του και την ιστορία του».
Σταθερές αξίες
Τώρα ο κόσμος επαναπροσδιορίζει τη συλλογική του ζωή, τις εξόδους του και αναζητάει τη μικρή κοινότητα ή τη μεγάλη κοινότητα. Δηλαδή την παρέα, την οικογένεια -αξίες σταθερές- και ύστερα τη μεγαλύτερη παρέα που είναι η θεατρική, η μουσική, η χορευτική. «Αναζητάει δηλαδή την εμπιστοσύνη, τη φιλία, τη σιγουριά σε όλα, ακόμη και στον έρωτα».
Ο λόγος και οι στίχοι του Καμπανέλλη αλλά και η μουσική του Ξαρχάκου έδιναν το 1973 την αίσθηση της αντίστασης με γνώριμα στοιχεία από τον Καραγκιόζη, το δημοτικό τραγούδι, την παράδοση, με τους δύο αφηγητές, τον Ρωμιό και το Ρωμιάκι. Ο πρώτος τέως τρόφιμος ψυχιατρείου, ακίνδυνος πια, έχει εμμονή να γίνει πρωθυπουργός, ενώ το Ρωμιάκι, σαν το γνώριμο Κολλητήρι, εκφράζει το πρόσωπο του νεότερου Ελληνα.
Σήμερα, 14 επεισόδια και αντίστοιχα τραγούδια ενώνονται κάτω από μια κοινή αισθητική. Της λαϊκής εικονογραφίας, του Καραγκιόζη και του Θεόφιλου. Κάθε επεισόδιο οδηγεί στο τραγούδι και το τραγούδι στο επεισόδιο.
Θέλουν να ξεχάσουν τα ιδεολογήματα
Αλλά τι είναι αυτό που κάνει τον σημερινό 25άρη να αναφωνήσει «Πω, πω ο δικός σου!», ακούγοντας τον Γ. Αρμένη στο επεισόδιο του Κολοκοτρώνη: «Αφήστε τον αγώνα τον δικό μας! Κοιτάχτε τον δικό σας! Πού είναι οι τρεις του Σεπτέμβρη, πού είναι το Σύνταγμά σας. Πού είναι οι αγώνες των προγόνων σας! Ο Νοέμβρης είναι παιδί του Μάρτη και σεις παιδιά δικά μας... Οι πεθαμένοι με τα πεθαμένα και οι ζωντανοί με τα ζωντανά...».
Το μήνυμα του πρώτου ανεβάσματος ήταν να σπάσει η αδιαφορία. Το σημερινό είναι να δείξουμε πως «υπάρχει δύναμη μέσα σου», λέει ο Σ. Χατζάκης. «Μετά την περίοδο του θυμού, της εθνικής κατάθλιψης, της καταστροφικής διάθεσης, ο κόσμος θέλει να μεταστρέψει την οργή σε δημιουργία».
Στην πορεία από το 1973 ώς σήμερα αλλάξαμε πολλά. «Ξεχάσαμε να αγαπάμε την ιθαγένεια, την εντοπιότητα, διασύραμε -κάποια παλιόπαιδα- τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη, αποκαθηλώσαμε χωρίς λόγο τον μυθικό και επικό ορίζοντα του έθνους. Καίγαμε τις σημαίες στον δρόμο και κάποιοι χαίρονταν ξεχνώντας ότι είναι η σημαία του Πολυτεχνείου, του Ρούπελ, των παππούδων και πατεράδων μας… Κάποιοι αγαπάμε λάθος. Εθνικιστής δεν είμαι, άλλωστε έχω αριστερή καταγωγή, όμως έχω απενοχοποιήσει τις λέξεις “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”. Με ρωτάτε γιατί συγκινείται το κοινό; Ο κόσμος θέλει να επαναπροσδιοριστεί, να ξεχάσει τα ιδεολογήματα».
Πηγή Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου