Το σκίτσο που παρατίθεται στη σελίδα 42 του βιβλίου της Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου
|
του Χρῖστου Δάλκου
Ὁ κ. Γ. Μπαμπινιώτης, μέ τό ἄρθρο του «Έγερση ανύπαρκτων προβλημάτων» (Το Βήμα της Κυριακής, 22-7-᾿12),
ἔθεσε τό τεράστιο κῦρος του στήν ὑπηρεσία τῆς μιᾶς ἀποκλειστικά
πλευρᾶς, μέ ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων τήν ὀρθότητα –εἶναι ἀλήθεια- δύσκολα
μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθῇ.
Ἄς μᾶς ἐπιτραπῇ, ὡστόσο, μιά «ἀσήμαντη», ἐκ πρώτης ὄψεως, ἔνσταση. Γράφει ὁ κ. Μπαμπινιώτης:
«Το ψευδοπρόβλημα που προέκυψε με τα
φωνήεντα και η απίστευτη προέκταση που τού δόθηκε (ότι υπονομεύει την
ελληνική γλώσσα, ότι αφαιρεί στοιχεία τής γλώσσας μας, ότι την
αλλοιώνει, ότι την φτωχαίνει, ότι εισάγει το λατινικό αλφάβητο κ.λπ.)
είναι προϊόντα πολλαπλής σύγχυσης: α) σύγχυσης φθόγγων και γραμμάτων άρα
και σύγχυσης προφοράς και γραφής, β) σύγχυσης φθόγγων τής αρχαίας και
τής νέας Ελληνικής και γ) σύγχυσης προφοράς (φωνητικής) με τη λοιπή δομή
τής γλώσσας (γραμματική, σύνταξη και λεξιλόγιο).»
Κοντά σ᾿ αὐτές τίς «συγχύσεις», ἄς
προσθέσουμε καί μιά ἄλλη σύγχυση γιά τήν ὁποία εὐθύνονται οἱ συγγραφεῖς
τῆς Γραμματικῆς: σύγχυση τοῦ ἑλληνικοῦ μέ τό τουρκικό ἀλφάβητο. Δέν
εἶναι μιά ἀπό τίς συνήθεις καί εὔκολα καταγγελλόμενες «ὑπερεθνικόφρονες»
ὑπερβολές. Προκειμένου οἱ συγγραφεῖς νά ἀποδώσουν τά φωνήεντα (τούς
φθόγγους) τῆς νέας ἑλληνικῆς, καί ἐπειδή δέν θέλουν –σωστά κατά τήν
ἄποψή μου- νά χρησιμοποιήσουν τό διεθνές φωνητικό ἀλφάβητο, ἐφευρίσκουν
μιά φραγκολεβαντίνικη πατέντα, πού ἀποδίδει τόν φθόγγο [i] μέ τό
ἀποκλειστικῶς δικῆς τους ἐμπνεύσεως σύμβολο [ı] (λατινικό γιῶτα χωρίς
τήν τελεία). Ὅμως τό σύμβολο αὐτό εἶναι ὑπαρκτό, καί χρησιμοποιεῖται στό
τουρκικό ἀλφάβητο γιά νά ὑποδηλωθῇ ὁ φθόγγος τῆς τουρκικῆς –πού δέν
ὑπάρχει στήν ἑλληνική- μεταξύ τοῦ [e] καί τοῦ [u] (ὅπως περίπου προφέρεται τό i τοῦ ἀγγλικοῦ girl, πρβλ. τουρκ. bıktım, ἀόρ. τοῦ bıkmak (= ἀηδιάζω) – ν.ἑλλ. μπουχτίζω, τουρκ. kırbaç (= μαστίγιο), ν.ἑλλ. κουρμπάτσι).
Ἄς μή βιαστοῦμε νά καταγγείλουμε
«ὀθωμανικό δάκτυλο», γιατί πιθανώτατα ἡ «πατέντα» εἶναι καρπός
ἀσυγχώρητης ἐπιπολαιότητας μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζεται ἡ γλῶσσα ἀπό
ἀνθρώπους πού δέν χάνουν εὐκαιρία νά κραδαίνουν urbi et orbi τά
διαπιστευτήρια τῆς ἐπιστημοσύνης τους. Ἀλλά βέβαια τήν ἐπιλογή τοῦ
ἑρμαφρόδιτου συμβόλου δέν τήν ἔκαναν τυχαῖα (χρειάζεται κόπος γιά νά
βρῇς τό σύμβολο αὐτό καί νά ἀντικαταστήσῃς τά πολύ πιό πρόχειρα ι ἤ i). Ἡ
λογική τῆς «εὑρηματικῆς» (!) λύσης εἶναι νά ἔχουμε καί τήν φωνητική
πίττα ἕτοιμη καί τόν φωνολογικό σκύλο χορτάτο, εὐελπιστῶντας ὅτι οἱ
ἀφελεῖς ἰθαγενεῖς δέν θά προσέξουν τήν διαφορά, θά ἐθισθοῦν μιθριδατικῷ
τῷ τρόπῳ στήν ἡμιλατινοποίηση τῶν συμβόλων (ἡ πλήρης τουρκοποίηση μᾶλλον
δέν τούς εἶχε περάσει ἀπ᾿ τό μυαλό), ἔτσι ὥστε στό μέλλον νά γίνῃ
πραγματικότητα τό ὄνειρο τοῦ Γληνοῦ, τοῦ Φιλήντα κ.λπ.
Ἡ ἴδια ἑρμαφρόδιτη λογική ἐνυπάρχει καί
στήν ἀπόδοση τοῦ φθόγγου [e] μέ τό ἑλληνικό ε μιᾶς ἰδιόρρυθμης
γραμματοσειρᾶς, ἔτσι ὥστε νά δίνεται στό μάτι ἡ ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ νά
πρόκηται καί γιά τό λατινικό [e] (ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι τήν «πάτησα», καί
εὐχαριστῶ τόν Ν. Σαραντάκο πού μοῦ ὑπέδειξε τό σφᾶλμα μου, ἄν καί ἡ
ἐπιλογή τῆς ἰδιόρρυθμης γραμματοσειρᾶς εἶναι, νομίζω, καί πάλι
ἐσκεμμένη).
Θά μοῦ πῆτε: Εἶναι δυνατόν ἐπιστήμονες
γλωσσολόγοι νά προβαίνουν (στίς δύο αὐτές περιπτώσεις) σέ λαθραία
ἐξαπάτηση τῶν ἀφελῶν γηγενῶν, παίζοντας μέ ἐντυπώσεις πού ξεγελοῦν τό
μάτι; Ἡ ἀπάντηση, ἁπτόμενη τοῦ εὐρύτερου προβλήματος τῆς ἐπιστήμης τῆς
χωριζομένης ἀρετῆς, πού κατά τήν πλατωνική διατύπωση «πανουργία, οὐ
σοφία φαίνεται», εἶναι ὅτι ναί, κάτι τέτοιο εἶναι δυνατόν, καί μάλιστα ἡ
πρακτική αὐτή ἔχει υἱοθετηθῆ ἀπό τά golden boys and girls τῆς νέας
γλωσσολογίας γιά νά ὑπονομευθῇ μιά καθ᾿ ὅλα ὀρθή ἄποψη, ποιοῦ νομίζετε;
τοῦ ἴδιου τοῦ κ. Γ. Μπαμπινιώτη!
Κινδυνεύει ἡ γλῶσσα μας;
Στό ἐγχειρίδιο Νεοελληνική Γλώσσα τῆς
Γ΄ Γυμνασίου (συγγραφεῖς Ελ. Κατσαρού, Αν. Μαγγανά, Αικ. Σκιά, Β.
Τσέλιου), σ. 42, παρατίθεται ἀπόσπασμα ἀπό τό ἔργο τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη Ελληνική Γλώσσα, Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον, εκδ.
Gutenberg, 1994, ὑπό τόν ψευδότιτλο [Χωρίς γλωσσική αντίσταση]: «Από
τις χειρότερες μορφές εξαρτήσεως αυτού του τόπου –μακροπρόθεσμα η πιο
επικίνδυνη, νομίζω- είναι η γλωσσική μας εξάρτηση από ξένες γλώσσες,
ιδίως δε σήμερα από την αγγλική. [...]
Αυτούσιες, παραλλαγμένες ή
μεταφρασμένες, σμήνη ξένων λέξεων και φράσεων έχουν εισαχθεί τα
τελευταία χρόνια, κι εξακολουθούν να εισάγονται καθημερινώς, με
αυξανόμενο ρυθμό, από τα ποτάμια της τεχνολογίας και της διαφήμισης, που
κατακλύζουν τη ζωή μας με έννοιες, εργαλεία και καταναλωτικά αγαθά, και
φυσικά και με τις λέξεις που τα δηλώνουν. Έτσι, αφύλακτο το κάστρο της
γλωσσικής μας ρωμιοσύνης, χωρίς δική μας γλωσσική αντίσταση ή βοήθεια
και με πρόθυμο και δραστήριο Εφιάλτη την ξενομανία μας, παραδίδεται από
μας τους ίδιους στο γλωσσικό οδοστρωτήρα των ξένων γλωσσών. Γιατί, όταν ο
Έλληνας ράφτης και η Ελληνίδα κομμώτρια της συνοικίας μας
αυτοαποκαλούνται «Tailor Μιχάλης» και «Coiffures Λίτσα», απευθυνόμενοι
προφανώς σε μας τους Έλληνες συμπολίτες και πελάτες τους, κι όταν
διασχίζοντας πολλούς δρόμους πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών ακόμη έχεις
συχνά την υποψία πως κατοικείς σε χώρα με άλλη γλώσσα, τότε δεν μπορεί
παρά να είσαι «ώριμος» να δεχτείς αδιαμαρτύρητα κάθε ξένη λέξη που σου
«σερβίρεται», και μάλιστα σε «δέσμες»:
σε –μαν μπίζνεζμαν σπόρτσμαν ρέκορντμαν
σόουμαν λάισμαν κάμεραμαν
μπάρμαν μπούμαν σούπερμαν
ή σε –άζ μασάζ τονάζ φιξάζ
μοντάζ σπικάζ μιράζ
ρεπορτάζ κολάζ μιξάζ
[...] Ήδη χρησιμοποιήσαμε προθέσεις σε επιρρηματική χρήση: είσαι «ιν», είσαι «άουτ»· και σύνθετα ακόμη, του «στιλ»: σινεμάδες, drive in, σταρ-σίστεμ και φαστ-φουντ –ή, επί το ελληνικότερο, φαστφουντάδικο.»
Σέ κάποιον πού θά βιαζόταν νά χαρῇ,
γιατί ἐπί τέλους ἕνα σχολικό ἐγχειρίδιο βάζει τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον
τῶν ἥλων, ἐπισημαίνοντας ἕνα ὑπαρκτό πρόβλημα καί ἐνσταλάζοντας στήν
ψυχή τῶν Ἑλληνόπουλων τό πνεῦμα τῆς γλωσσικῆς ἀντίστασης, θά συνιστοῦσα
νά μή βιάζεται.
Ἀκολουθεῖ ἕνα δεύτερο κείμενο, τοῦ Μάριου Πλωρίτη αὐτή τή φορά (ἀπό τό Τέχνη, γλώσσα και εξουσία, εκδ.
Καστανιώτη, 1997), ὑπό τόν ψευδότιτλο [Η αφομοιωτική δύναμη της
ελληνικής] πού ἀντιπροσωπεύει –κι αὐτό ἐκ πρώτης ὄψεως μοιάζει θεμιτό-
τήν ἄποψη τῆς «ἄλλης πλευρᾶς»:
«Κι ωστόσο… ας μην ξεχνάμε πως πάμπολλες
λέξεις της άλλοτε «αγνής και άφθαρτης» ελληνικής γλώσσας δεν είναι καν…
ελληνικές. Ας μην ξεχνάμε πως η «από τριών χιλιάδων ετών» γλώσσα μας
έχει υιοθετήσει κατά καιρούς χιλιάδες λέξεις απ᾿ όλες τις γλώσσες του
γύρω κόσμου- απ᾿ τα περσικά, τα φοινικικά, τα εβραϊκά, τα λατινικά, τα
σλάβικα, τα αρβανίτικα, τα ιταλικά, τα τουρκικά, τα αραβικά και, τους
τελευταίους δύο αιώνες, απ᾿ τα γαλλικά, τ᾿ αγγλικά, τα γερμανικά… Ὀλες
αυτές τις λέξεις η γλώσσα μας τις αφομοίωσε, τις εξελλήνισε, τις έκανε
σάρκα της σάρκας της. Τόσο που, σήμερα, δύσκολα θα πίστευε κανένας πως ο
περιπόθητος «παράδεισος» λ.χ. είναι περσικός, η αγνή «περιστερά» σημιτική, ο καταχθόνιος «σατανάς» εβραϊκός ή η «κούνια» που μας κούνησε λατινική…
Αυτές οι στρατιές λέξεων, παλιών και
νέων, αλλοίωσαν ως ένα σημείο την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν την
έφθειραν. Θόλωσαν την «αττική καθαρότητά» της, αλλά και την πλούτισαν
λεξιλογικά κι εκφραστικά, επειδή ανταποκρίνονταν στις συνθήκες και στις
ανάγκες κάθε εποχής. Η γλώσσα μας δεν έχασε ούτε την «προσωπικότητά»
της, ούτε την «αρμονία» της.»
Δέν ξέρω βέβαια ἄν ὁ μακαρίτης πιά
Πλωρίτης θά ἐξακολουθοῦσε νά ἔχῃ καί σήμερα τήν ἴδια βεβαιότητα γιά τήν
ἀφομοιωτική δύναμη τῆς ἑλληνικῆς, ὅταν ίδιωτικοί καί κρατικοί φορεῖς
ἐπιδίδονται πλέον σέ συστηματική ἀντικατάσταση ἑλληνικῶν μέ ἀγγλικούς
ὅρους, χωρίς νά ὑπάρχῃ καμμιά ἀνάγκη πέραν αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς στίς
ἐπιταγές τοῦ παγκοσμιοποιούμενου πολιτισμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ (βλ. π.χ.
τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Κ. Κουτσουρέλη στό «Ξενοζηλία καὶ ὑποτέλεια», νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος, τ.
3: «Ὅ,τι καινούργιο φτιάχνεται, ξενίζει ὑποχρεωτικά, ἤ, ἔστω,
λατινογραφεῖται. [...] Στὸν χῶρο τῆς καθαυτὸ οἰκονομίας ἡ κατάρρευση τῆς
ἑλληνικῆς εἶναι πλήρης» κ.λπ.).
Ἐν τούτοις, θά μποροῦσε νά πῇ κανείς ὅτι
τό βιβλίο τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις μεταξύ τῶν δύο θέσεων καί καλεῖ τούς
μαθητές σέ προβληματισμό καί άνταλλαγή ἀπόψεων. Τηρεῖ ὅμως ὄντως; Μιά
πρώτη ἐπιφύλαξη γιά πρόθεση ὑπονόμευσης τῆς μιᾶς πλευρᾶς, δημιουργεῖ ἡ
ἐρώτηση τῆς σ. 43: «Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο κείμενο 10 χρησιμοποιεί
τη μεταφορική έκφραση το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης. Τι
υποδηλώνει ο παραλληλισμός της γλώσσας μας με ένα κάστρο; Εσείς
συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτό τον παραλληλισμό; Διατυπώστε την άποψή
σας αιτιολογημένα.»
Πόσο ἀθῶα καί δημοκρατικά μοιάζουν ὅλ᾿
αὐτά! Μέ τήν μόνη διαφορά ὅτι ἡ ὑπονόμευση τῆς ἔκφρασης στήν ὁποία
ἑστιάζει -ὄχι τυχαῖα- τήν προσοχή του τό ἐγχειρίδιο, γίνεται ἀπό ἕνα
«ἐξωκειμενικό» στοιχεῖο, τήν εἰκόνα πού κοσμεῖ τό κείμενο τοῦ Γ.
Μπαμπινιώτη στήν σ. 42: Φουριόζα ἐναντίον τοῦ «κάστρου της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης»
ἐφορμᾷ μιά κομμώτρια, κραδαίνουσα ἕνα λάβαρο πού ἔχει ὡς κοντάρι του
μιά ὑπερμεγέθη τσατσάρα καί φέρει τήν ἐπιγραφή: Coiffures ΛΙΤΣΑ. Τό
ἀκίνδυνον τῆς ἐφορμήσεως τῆς κομμώτριας ὑποδηλώνεται καί ἀπό τό γεγονός
ὅτι στό δεξί της χέρι κρατάει ἕνα πιστολάκι γιά τά μαλλιά. Στά δεξιά τῆς
εἰκόνας ὀρθώνεται τό κάστρο τῆς γλωσσικῆς μας ρωμιοσύνης. Πρόκειται γιά
ἕνα γελοῖο κάστρο (πού ἔχει ὡς κατώφλι του καί σημαία του μιά ἀνθρώπινη
γλῶσσα), στίς δέ ἐπάλξεις του ἕνας μοναχικός ὑπερασπιστής του (τό
ἀντίστοιχο προφανῶς τοῦ κ. Μπαμπινιώτη) ἀντιμετωπίζει περιδεής τήν
ἐφόρμηση τῆς ὑποτίθεται ἐπικίνδυνης κομμώτριας. Εἶναι σάν ἡ εἰκόνα νά
λέῃ: Μήν ἀνησυχεῖτε, δέν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως κίνδυνος γιά τήν
γλῶσσα μας, κι ὅσοι ἀφελεῖς ἤ φαιδροί κινδυνολογοῦν προβαίνουν –πῶς τό
εἴπαμε;- σέ «έγερση ανύπαρκτων προβλημάτων»!
Ἔχουμε, βέβαια, νά κάνουμε μέ ἕνα
«χτύπημα κάτω ἀπό τήν μέση» πού γελοιοποιεῖ ἀπόψεις καί φορεῖς ἀπόψεων
μέ βάση τήν ὑποβλητική δύναμη τῆς εἰκόνας καί χωρίς ἴχνος λογικοῦ
ἐπιχειρήματος. Αὐτό τό στοιχεῖο, ὅτι ἀπόψεις ὑποβάλλονται ἐμμέσως καί
ὑπογείως, χωρίς ὁ μαθητής –πιθανόν καί ὁ καθηγητής- νά ἔχῃ συνείδηση τοῦ
τί τοῦ ὑποβάλλεται, ἀποτελεῖ καί τήν πιό ἐπικίνδυνη πλευρά αὐτῆς τῆς
ἀθέμιτης πρακτικῆς. Δέν ξέρω τί ἀντιδράσεις θά προκαλοῦσε μιά ὑποθετική
ἀντίστοιχη πρωτοβουλία τῆς «ἄλλης πλευρᾶς» νά δασκάλευε τόν
εἰκονογράφο-σκιτσογράφο ὥστε νά φτειάξῃ ἕναν ἄλλο πίνακα: τό ἀντίστοιχο
τοῦ Μ. Πλωρίτη νά πίνῃ τήν Coca Cola του ξαπλωμένος στίς «ammoudies tou
Omirou», περιτριγυρισμένος ἀπό κάθε εἴδους ξενόγλωσσες ἐπιγραφές καί
σκουπίδια, ὁ ὁποῖος μάλιστα νά δηλώνῃ ἀμέριμνος πώς δέν πρέπει νά
ἀνησυχοῦμε, δέν ὑπάρχει κίνδυνος μόλυνσης τῶν ἀκτῶν.
Ἐμεῖς ὅμως νομίζουμε πώς ὑπάρχει. Καί
προέρχεται ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐκτός τῶν τειχῶν, ἀλλά, δυστυχῶς, σήμερα,
καί ἀπό αὐτούς ἀκριβῶς πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά φυλᾶνε –καί δέν ἐννοῶ
ἐδῶ, βέβαια, τόν κ. Γ. Μπαμπινιώτη- τό κάστρο τῆς γλωσσικῆς μας
ρωμιοσύνης.
Ολόκληρο το βιβλίο της Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου μπορείτε να το διαβάσετε από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου