Το Ποντίκι
Έχει γίνει πεζή πλέον η αναφορά στη σελίδα αυτή, τις «Ιστορίες… ελληνικές», ότι όλα μοιάζουν ίδια από συστάσεως του ελληνικού κράτους… Τίποτε δεν αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και πολλά, όπως είναι η φοροδιαφυγή και η «αδυναμία»(!!!) των ευκατάστατων να πληρώσουν, έχουν γίνει σταθερές «αξίες» πλέον.
Βρισκόμαστε στο 1822, όταν η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της βήματα για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια αποτινάζοντας ταυτόχρονα τον τουρκικό ζυγό. Η Πελοποννησιακή Γερουσία εξαπέλυε την πρώτη καταναγκαστική φορολογική λαίλαπα, σημειώνοντας στο σχετικό θέσπισμά της ότι «η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάστους να την βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της».
Οι «ευκατάστατοι» που αναφέρονται στο θέσπισμα καταγράφονταν ονομαστικά, καθώς και το ποσόν της εισφοράς που έπρεπε να καταβάλουν!
Είχε προηγηθεί, τον Ιανουάριο του 1822, η προσπάθεια της «Προσωρινής Διοικήσεως» να εξασφαλίσει εσωτερικό δάνειο επιβάλλοντας αναγκαστική εισφορά ενός γροσιού κατ’ άτομο. Αλλά η είσπραξη αποδείχθηκε από δυσχερής έως αδύνατη. Οπότε αποφασίστηκε να κληθούν να σηκώσουν το βάρος οι έχοντες και κατέχοντες.
Εκείνη η «ακούσια εισφορά» ονομάστηκε επισήμως «χρηματολογία» και θεωρήθηκε «εσωτερικόν δάνειον», μόνον που τα δανεικά ήταν και αγύριστα!
Γέλια και χλευασμοί
Την ίδια περίοδο είχε γίνει προσπάθεια να εξασφαλιστούν έσοδα από τη «λαφυραγωγία». Στις συνθήκες που διαμορφώνονταν τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης μπορούσαν να έχουν εξασφαλιστεί σπουδαία έσοδα από τη συστηματική λαφυραγωγία επί των Τούρκων. Έπρεπε ωστόσο μέρος των λαφύρων να πωληθεί προς όφελος του Δημοσίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης προσπάθησε να θέσει ως κανόνα ότι μέρος των λαφύρων θα διατίθεντο υπέρ του κοινού ταμείου. Εισέπραξε όμως γέλια και χλευασμούς.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, στην οποία δεν του επιτράπηκε να παραστεί, τα μόνα είδη που έφτασαν στα χέρια του για να διατεθούν υπέρ της πατρίδας ήταν δέκα χάλκινα κουταλάκια που του έδωσε ο αγωνιστής Κεφάλας! Αλλά κι από τους θησαυρούς που φυλάσσονταν στην Ακροκόρινθο μόνο μικρό μέρος διατέθηκε για τον κοινό σκοπό, ενώ οι Τούρκοι σιγά-σιγά αποχωρούσαν...
Η μόνη λύση ήταν πλέον η αναγκαστική φορολογία. Πώς όμως ήταν δυνατόν κάτω από τις συνθήκες όπου ζούσε η Ελλάδα το 1822, τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης, να εισπραχθούν οι εισφορές, έστω και αν γνώριζαν εκείνους από τους οποίους έπρεπε να εισπράξουν τα διάφορα ποσά;
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και έτσι κάτω από αυτές τις περιστάσεις κλήθηκε να συνυπογράψει τη σχετική απόφαση και ο «γενναιότατος στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», όπως αναφέρεται στο ίδιο θέσπισμα.
Στη συνέχεια σχηματίστηκε μια πενταμελής επιτροπή, στην οποία, εκτός από τον Θ. Κολοκοτρώνη, συμμετείχαν και οι γερουσιαστές Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Ηλίας Καράπαυλος, Χριστόδουλος Άχολος και Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Οι πέντε, αφού εφοδιάστηκαν με ένα πληρεξούσιο και ικανή στρατιωτική δύναμη, άρχισαν να γυρνούν τις επαρχίες της Πελοποννήσου για να εισπράξουν τον αναγκαστικό φόρο.
Έπρεπε δε, σύμφωνα με το πληρεξούσιο, «να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον κατάλογον, διά να λάβουν τας προσδιωρισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίσουν ευκαταστάτους εκτός του καταλόγου εις πάσαν επαρχίαν διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον αναλόγως των καταστάσεων».
Μοίραζαν ομόλογα!
Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, και να μπορέσουν έτσι να αποσπάσουν τα χρήματα, οι πέντε απεσταλμένοι της νεοσύστατης ελληνικής διοίκησης άρχισαν να μοιράζουν τα πρώτα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βεβαίως τότε δεν είχαν αντίκρισμα.
Έπρεπε δηλαδή η αντιπροσωπεία αυτή να δίνει απόδειξη «ισχύουσαν έναντι της ακολούθως δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοικήσεως προς τους δανειστάς, προς τους οποίους η Γερουσία και ο στρατηγός υπόσχονται εκ μέρους του έθνους μετά την αποκατάστασίν του να πληρώσουν τα ληφθησόμενα δάνεια»!
Όπως ήταν φανερό, λοιπόν, είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον – δεν υπήρχε τότε η «εφεύρεση» των προσωπικών δεδομένων – και τα ονόματα όσων ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν για αυτή την περίεργη περίπτωση «εσωτερικού δανεισμού», καθώς και τα ποσά που καλούνταν να καταβάλουν.
Ποιοι έπρεπε να πληρώσουν
Επιλέγουμε μερικά από τα ονοματεπώνυμα στα οποία αντιστοιχούσαν τα μεγαλύτερα ποσά: Δεληγιανναίοι από Καρύταινα (120.000 γρόσια), Γ. και Ι. Σισίνης από Γαστούνη (60.000 γρόσια), Λ. Κοπανίτσας από Μυστρά (50.000 γρόσια), Ι. Παπαδόπουλος από Καλάβρυτα (60.000 γρόσια), Παν. και Αναγν. Τροχάνης από Πραστό (75.000 γρόσια). Και ακολουθούσε ακόμη ένας μεγάλος κατάλογος με ονόματα, τόπους και ποσά.
Σύμφωνα μάλιστα με τα σωζόμενα στοιχεία και παρά το γεγονός ότι η Πελοπόννησος είχε ερημωθεί και μεγάλο μέρος των ακινήτων είχε καταστραφεί, η επιτροπή με τον Γέρο του Μοριά συγκέντρωσε το ποσό των 1.066.000 γροσιών.
Η δίνη της Επανάστασης έμελλε να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, όπως και τα αναγκαστικά και βίαια δάνεια στο εσωτερικό, που λόγω των περιστάσεων ήταν αδύνατον να επιστραφούν. Ήταν δηλαδή «δανεικά και αγύριστα».
Ήδη, τον Ιούνιο 1823 – με νόμο πλέον – επανέρχεται η Ελληνική Διοίκηση επιβάλλοντας ένα μεγάλο χαράτσι στους Έλληνες. Τότε τα ποσά δεν κατανεμήθηκαν σε πρόσωπα, αλλά σε περιοχές.
Σφακτά και γρόσια
Λίγο αργότερα αποφασίσθηκε οι εισφορές να συγκεντρώνονται σε χρήμα και είδος για τις ανάγκες των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη.
Μόνο γι’ αυτή την περίσταση συλλέχθηκαν 16.000 σφαχτά και 60.000 γρόσια. Άλλοτε μάζευαν ζώα, άλλοτε κριθάρι και διάφορα άλλα είδη. Αλλά το ιδιόρρυθμο εκείνο δημοσιονομικό σύστημα δεν ήταν δυνατόν να χρηματοδοτήσει τις μακρόχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οπότε γινόταν καθημερινά και πιο επιτακτική η ανάγκη για τη σύναψη δανείων από το εξωτερικό.
Ανοίγοντας την όρεξη –ως συνήθως – των Ευρωπαίων δανειστών αλλά και αυτεπάγγελτων μεσιτών, που κατέρχονταν αυτόκλητοι στη μικρή ακόμη τότε Ελλάδα. Κάπως έτσι, άνοιξε η ιστορία των εθνικών δανείων και δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα...
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.
Έχει γίνει πεζή πλέον η αναφορά στη σελίδα αυτή, τις «Ιστορίες… ελληνικές», ότι όλα μοιάζουν ίδια από συστάσεως του ελληνικού κράτους… Τίποτε δεν αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και πολλά, όπως είναι η φοροδιαφυγή και η «αδυναμία»(!!!) των ευκατάστατων να πληρώσουν, έχουν γίνει σταθερές «αξίες» πλέον.
Βρισκόμαστε στο 1822, όταν η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της βήματα για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια αποτινάζοντας ταυτόχρονα τον τουρκικό ζυγό. Η Πελοποννησιακή Γερουσία εξαπέλυε την πρώτη καταναγκαστική φορολογική λαίλαπα, σημειώνοντας στο σχετικό θέσπισμά της ότι «η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάστους να την βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της».
Οι «ευκατάστατοι» που αναφέρονται στο θέσπισμα καταγράφονταν ονομαστικά, καθώς και το ποσόν της εισφοράς που έπρεπε να καταβάλουν!
Είχε προηγηθεί, τον Ιανουάριο του 1822, η προσπάθεια της «Προσωρινής Διοικήσεως» να εξασφαλίσει εσωτερικό δάνειο επιβάλλοντας αναγκαστική εισφορά ενός γροσιού κατ’ άτομο. Αλλά η είσπραξη αποδείχθηκε από δυσχερής έως αδύνατη. Οπότε αποφασίστηκε να κληθούν να σηκώσουν το βάρος οι έχοντες και κατέχοντες.
Εκείνη η «ακούσια εισφορά» ονομάστηκε επισήμως «χρηματολογία» και θεωρήθηκε «εσωτερικόν δάνειον», μόνον που τα δανεικά ήταν και αγύριστα!
Γέλια και χλευασμοί
Την ίδια περίοδο είχε γίνει προσπάθεια να εξασφαλιστούν έσοδα από τη «λαφυραγωγία». Στις συνθήκες που διαμορφώνονταν τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης μπορούσαν να έχουν εξασφαλιστεί σπουδαία έσοδα από τη συστηματική λαφυραγωγία επί των Τούρκων. Έπρεπε ωστόσο μέρος των λαφύρων να πωληθεί προς όφελος του Δημοσίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης προσπάθησε να θέσει ως κανόνα ότι μέρος των λαφύρων θα διατίθεντο υπέρ του κοινού ταμείου. Εισέπραξε όμως γέλια και χλευασμούς.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, στην οποία δεν του επιτράπηκε να παραστεί, τα μόνα είδη που έφτασαν στα χέρια του για να διατεθούν υπέρ της πατρίδας ήταν δέκα χάλκινα κουταλάκια που του έδωσε ο αγωνιστής Κεφάλας! Αλλά κι από τους θησαυρούς που φυλάσσονταν στην Ακροκόρινθο μόνο μικρό μέρος διατέθηκε για τον κοινό σκοπό, ενώ οι Τούρκοι σιγά-σιγά αποχωρούσαν...
Η μόνη λύση ήταν πλέον η αναγκαστική φορολογία. Πώς όμως ήταν δυνατόν κάτω από τις συνθήκες όπου ζούσε η Ελλάδα το 1822, τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης, να εισπραχθούν οι εισφορές, έστω και αν γνώριζαν εκείνους από τους οποίους έπρεπε να εισπράξουν τα διάφορα ποσά;
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και έτσι κάτω από αυτές τις περιστάσεις κλήθηκε να συνυπογράψει τη σχετική απόφαση και ο «γενναιότατος στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», όπως αναφέρεται στο ίδιο θέσπισμα.
Στη συνέχεια σχηματίστηκε μια πενταμελής επιτροπή, στην οποία, εκτός από τον Θ. Κολοκοτρώνη, συμμετείχαν και οι γερουσιαστές Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Ηλίας Καράπαυλος, Χριστόδουλος Άχολος και Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Οι πέντε, αφού εφοδιάστηκαν με ένα πληρεξούσιο και ικανή στρατιωτική δύναμη, άρχισαν να γυρνούν τις επαρχίες της Πελοποννήσου για να εισπράξουν τον αναγκαστικό φόρο.
Έπρεπε δε, σύμφωνα με το πληρεξούσιο, «να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον κατάλογον, διά να λάβουν τας προσδιωρισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίσουν ευκαταστάτους εκτός του καταλόγου εις πάσαν επαρχίαν διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον αναλόγως των καταστάσεων».
Μοίραζαν ομόλογα!
Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, και να μπορέσουν έτσι να αποσπάσουν τα χρήματα, οι πέντε απεσταλμένοι της νεοσύστατης ελληνικής διοίκησης άρχισαν να μοιράζουν τα πρώτα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βεβαίως τότε δεν είχαν αντίκρισμα.
Έπρεπε δηλαδή η αντιπροσωπεία αυτή να δίνει απόδειξη «ισχύουσαν έναντι της ακολούθως δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοικήσεως προς τους δανειστάς, προς τους οποίους η Γερουσία και ο στρατηγός υπόσχονται εκ μέρους του έθνους μετά την αποκατάστασίν του να πληρώσουν τα ληφθησόμενα δάνεια»!
Όπως ήταν φανερό, λοιπόν, είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον – δεν υπήρχε τότε η «εφεύρεση» των προσωπικών δεδομένων – και τα ονόματα όσων ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν για αυτή την περίεργη περίπτωση «εσωτερικού δανεισμού», καθώς και τα ποσά που καλούνταν να καταβάλουν.
Ποιοι έπρεπε να πληρώσουν
Επιλέγουμε μερικά από τα ονοματεπώνυμα στα οποία αντιστοιχούσαν τα μεγαλύτερα ποσά: Δεληγιανναίοι από Καρύταινα (120.000 γρόσια), Γ. και Ι. Σισίνης από Γαστούνη (60.000 γρόσια), Λ. Κοπανίτσας από Μυστρά (50.000 γρόσια), Ι. Παπαδόπουλος από Καλάβρυτα (60.000 γρόσια), Παν. και Αναγν. Τροχάνης από Πραστό (75.000 γρόσια). Και ακολουθούσε ακόμη ένας μεγάλος κατάλογος με ονόματα, τόπους και ποσά.
Σύμφωνα μάλιστα με τα σωζόμενα στοιχεία και παρά το γεγονός ότι η Πελοπόννησος είχε ερημωθεί και μεγάλο μέρος των ακινήτων είχε καταστραφεί, η επιτροπή με τον Γέρο του Μοριά συγκέντρωσε το ποσό των 1.066.000 γροσιών.
Η δίνη της Επανάστασης έμελλε να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, όπως και τα αναγκαστικά και βίαια δάνεια στο εσωτερικό, που λόγω των περιστάσεων ήταν αδύνατον να επιστραφούν. Ήταν δηλαδή «δανεικά και αγύριστα».
Ήδη, τον Ιούνιο 1823 – με νόμο πλέον – επανέρχεται η Ελληνική Διοίκηση επιβάλλοντας ένα μεγάλο χαράτσι στους Έλληνες. Τότε τα ποσά δεν κατανεμήθηκαν σε πρόσωπα, αλλά σε περιοχές.
Σφακτά και γρόσια
Λίγο αργότερα αποφασίσθηκε οι εισφορές να συγκεντρώνονται σε χρήμα και είδος για τις ανάγκες των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη.
Μόνο γι’ αυτή την περίσταση συλλέχθηκαν 16.000 σφαχτά και 60.000 γρόσια. Άλλοτε μάζευαν ζώα, άλλοτε κριθάρι και διάφορα άλλα είδη. Αλλά το ιδιόρρυθμο εκείνο δημοσιονομικό σύστημα δεν ήταν δυνατόν να χρηματοδοτήσει τις μακρόχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οπότε γινόταν καθημερινά και πιο επιτακτική η ανάγκη για τη σύναψη δανείων από το εξωτερικό.
Ανοίγοντας την όρεξη –ως συνήθως – των Ευρωπαίων δανειστών αλλά και αυτεπάγγελτων μεσιτών, που κατέρχονταν αυτόκλητοι στη μικρή ακόμη τότε Ελλάδα. Κάπως έτσι, άνοιξε η ιστορία των εθνικών δανείων και δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα...
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου