Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

1822: Oύτε και τότε πλήρωναν τους φόρους οι ευκατάστατοι

Το Ποντίκι



Έχει γίνει πεζή πλέον η αναφο­ρά στη σελίδα αυτή, τις «Ιστο­ρίες… ελληνικές», ότι όλα μοιά­ζουν ίδια από συστάσεως του ελληνι­κού κράτους… Τίποτε δεν αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και πολλά, όπως είναι η φοροδιαφυγή και η «αδυναμία»(!!!) των ευκατάστατων να πλη­ρώσουν, έχουν γίνει σταθερές «αξίες» πλέον.

Βρισκόμαστε στο 1822, όταν η Ελ­λάδα κάνει τα πρώτα της βήματα για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια αποτινάζοντας ταυτόχρονα τον τουρ­κικό ζυγό. Η Πελοποννησιακή Γερου­σία εξαπέλυε την πρώτη καταναγκα­στική φορολογική λαίλαπα, σημειώ­νοντας στο σχετικό θέσπισμά της ότι «η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάστους να την βοηθή­σουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της».

Οι «ευκατάστατοι» που αναφέρονται στο θέσπισμα καταγράφονταν ονομαστικά, καθώς και το ποσόν της εισφο­ράς που έπρεπε να καταβάλουν!

Είχε προηγηθεί, τον Ιανουάριο του 1822, η προσπάθεια της «Προσωρινής Διοικήσεως» να εξασφαλίσει εσωτε­ρικό δάνειο επιβάλλοντας αναγκαστι­κή εισφορά ενός γροσιού κατ’ άτομο. Αλλά η είσπραξη αποδείχθηκε από δυ­σχερής έως αδύνατη. Οπότε αποφασί­στηκε να κληθούν να σηκώσουν το βά­ρος οι έχοντες και κατέχοντες.

Εκείνη η «ακούσια εισφορά» ονο­μάστηκε επισήμως «χρηματολογία» και θεωρήθηκε «εσωτερικόν δάνειον», μόνον που τα δανεικά ήταν και αγύριστα!



Γέλια και χλευασμοί


Την ίδια περίοδο είχε γίνει προσπά­θεια να εξασφαλιστούν έσοδα από τη «λαφυραγωγία». Στις συνθήκες που διαμορφώνονταν τα πρώτα χρό­νια της Επανάστασης μπορούσαν να έχουν εξασφαλιστεί σπουδαία έσο­δα από τη συστηματική λαφυραγωγία επί των Τούρκων. Έπρεπε ωστόσο μέρος των λαφύρων να πωληθεί προς όφελος του Δημοσίου. Ο Δημήτρι­ος Υψηλάντης προσπάθησε να θέσει ως κανόνα ότι μέρος των λαφύρων θα διατίθεντο υπέρ του κοινού ταμεί­ου. Εισέπραξε όμως γέλια και χλευα­σμούς.

Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, στην οποία δεν του επιτράπηκε να πα­ραστεί, τα μόνα είδη που έφτασαν στα χέρια του για να διατεθούν υπέρ της πατρίδας ήταν δέκα χάλκινα κουταλά­κια που του έδωσε ο αγωνιστής Κεφά­λας! Αλλά κι από τους θησαυρούς που φυλάσσονταν στην Ακροκόρινθο μόνο μικρό μέρος διατέθηκε για τον κοινό σκοπό, ενώ οι Τούρκοι σιγά-σιγά απο­χωρούσαν...

Η μόνη λύση ήταν πλέον η αναγκα­στική φορολογία. Πώς όμως ήταν δυ­νατόν κάτω από τις συνθήκες όπου ζούσε η Ελλάδα το 1822, τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης, να εισπρα­χθούν οι εισφορές, έστω και αν γνώρι­ζαν εκείνους από τους οποίους έπρε­πε να εισπράξουν τα διάφορα ποσά;

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και έτσι κάτω από αυτές τις περιστάσεις κλή­θηκε να συνυπογράψει τη σχετική απόφαση και ο «γενναιότατος στρα­τηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώ­νης», όπως αναφέρεται στο ίδιο θέσπισμα.

Στη συνέχεια σχηματίστηκε μια πε­νταμελής επιτροπή, στην οποία, εκτός από τον Θ. Κολοκοτρώνη, συμμετείχαν και οι γερουσιαστές Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Ηλίας Καράπαυλος, Χριστόδουλος Άχολος και Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Οι πέντε, αφού εφο­διάστηκαν με ένα πληρεξούσιο και ικανή στρατιωτική δύναμη, άρχισαν να γυρνούν τις επαρχίες της Πελοποννή­σου για να εισπράξουν τον αναγκαστι­κό φόρο.

Έπρεπε δε, σύμφωνα με το πληρε­ξούσιο, «να βιάσουν τόσον τους κα­ταγεγραμμένους εις τον κατάλογον, διά να λάβουν τας προσδιωρισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίσουν ευκαταστάτους εκτός του καταλόγου εις πάσαν επαρχίαν διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον αναλόγως των καταστάσεων».


Μοίραζαν ομόλογα!


Για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, και να μπορέσουν έτσι να αποσπάσουν τα χρήματα, οι πέντε απεσταλμένοι της νεοσύστατης ελληνικής διοίκησης άρχισαν να μοιράζουν τα πρώτα ελλη­νικά ομόλογα, τα οποία βεβαίως τότε δεν είχαν αντίκρισμα.


Έπρεπε δηλαδή η αντιπροσωπεία αυτή να δίνει απόδειξη «ισχύουσαν έναντι της ακολούθως δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοική­σεως προς τους δανειστάς, προς τους οποίους η Γερουσία και ο στρατηγός υπόσχονται εκ μέρους του έθνους με­τά την αποκατάστασίν του να πληρώ­σουν τα ληφθησόμενα δάνεια»!

Όπως ήταν φανερό, λοιπόν, είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον – δεν υπήρχε τότε η «εφεύρεση» των προσωπικών δεδομένων – και τα ονόματα όσων ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν για αυτή την περίεργη περίπτωση «εσωτε­ρικού δανεισμού», καθώς και τα ποσά που καλούνταν να καταβάλουν.


Ποιοι έπρεπε να πληρώσουν


Επιλέγουμε μερικά από τα ονομα­τεπώνυμα στα οποία αντιστοιχούσαν τα μεγαλύτερα ποσά: Δεληγιανναίοι από Καρύταινα (120.000 γρόσια), Γ. και Ι. Σισίνης από Γαστούνη (60.000 γρόσια), Λ. Κοπανίτσας από Μυστρά (50.000 γρόσια), Ι. Παπαδόπουλος από Καλάβρυτα (60.000 γρόσια), Παν. και Αναγν. Τροχάνης από Πραστό (75.000 γρόσια). Και ακολουθού­σε ακόμη ένας μεγάλος κατάλογος με ονόματα, τόπους και ποσά.

Σύμφωνα μάλιστα με τα σωζόμενα στοιχεία και παρά το γεγονός ότι η Πε­λοπόννησος είχε ερημωθεί και μεγά­λο μέρος των ακινήτων είχε καταστρα­φεί, η επιτροπή με τον Γέρο του Μοριά συγκέντρωσε το ποσό των 1.066.000 γροσιών.

Η δίνη της Επανάστασης έμελλε να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, όπως και τα αναγκαστικά και βίαια δά­νεια στο εσωτερικό, που λόγω των πε­ριστάσεων ήταν αδύνατον να επιστρα­φούν. Ήταν δηλαδή «δανεικά και αγύ­ριστα».

Ήδη, τον Ιούνιο 1823 – με νόμο πλέ­ον – επανέρχεται η Ελληνική Διοίκη­ση επιβάλλοντας ένα μεγάλο χαράτσι στους Έλληνες. Τότε τα ποσά δεν κα­τανεμήθηκαν σε πρόσωπα, αλλά σε περιοχές.



Σφακτά και γρόσια


Λίγο αργότερα αποφασίσθηκε οι ει­σφορές να συγκεντρώνονται σε χρήμα και είδος για τις ανάγκες των στρατευ­μάτων του Καραϊσκάκη.

Μόνο γι’ αυτή την περίσταση συλ­λέχθηκαν 16.000 σφαχτά και 60.000 γρόσια. Άλλοτε μάζευαν ζώα, άλλο­τε κριθάρι και διάφορα άλλα είδη. Αλλά το ιδιόρρυθμο εκείνο δημοσι­ονομικό σύστημα δεν ήταν δυνατόν να χρηματοδοτήσει τις μακρόχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οπότε γι­νόταν καθημερινά και πιο επιτακτική η ανάγκη για τη σύναψη δανείων από το εξωτερικό.

Ανοίγοντας την όρεξη –ως συνήθως – των Ευρωπαίων δανειστών αλλά και αυτεπάγγελτων μεσιτών, που κατέρχονταν αυτόκλητοι στη μικρή ακόμη τότε Ελλάδα. Κάπως έτσι, άνοιξε η ιστορία των εθνικών δανείων και δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα...

Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου