Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Μια ορθολογική και υπεύθυνη κυβέρνηση θα πρέπει να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τις διεθνείς χρηματοοικονομικές εξελίξεις.
Ένα από τα μεγάλα ατού και προτερήματα του βρετανικού περιοδικού «The Economist» είναι η φιλελεύθερη άρνησή του να επιδίδεται στο εμπόριο φόβου και στη διάδοση της καταστροφολογίας. Όταν λοιπόν το εξώφυλλο του περιοδικού είναι αφιερωμένο στη «Μεγάλη Ανησυχία», αυτό σημαίνει ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει στη διεθνή οικονομία, αλλά και στις γεωπολιτικές προεκτάσεις της τελευταίας.
Και από την άποψη αυτή το καλό περιοδικό δεν φαίνεται να έχει άδικο. «Στις διεθνείς αγορές», αναφέρει στο προτελευταίο τεύχος του, «η συνηθισμένη μακαριότητα έχει δώσει τη θέση της σε αυξημένο άγχος, το οποίο και μεγαλώνει από τη μια μέρα στην άλλη». Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνονται τα αρνητικά επιτόκια των γερμανικών ομολόγων, που είναι και παγκόσμια δικλίδα ασφάλειας, και τονίζεται ότι στην Ελβετία το ίδιο συμβαίνει και με τα ομόλογα των 50 ετών. Στη δε Αμερική, τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα τρίμηνων τίτλων, γεγονός που προαναγγέλλει ύφεση.
Υπάρχουν όμως και άλλες αδρές ενδείξεις ανησυχίας. Ο χρυσός ανεβαίνει, ο χαλκός πέφτει και το πετρέλαιο, παρά την κρίση με το Ιράν, δεν λέει να ξεκολλήσει από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Δεν είναι λίγοι, λοιπόν, όλοι αυτοί που εκλαμβάνουν τα παραπάνω σημάδια ως προαναγγέλλοντα μια παγκόσμια ύφεση, η οποία είναι όμως περισσότερο φόβος παρά πραγματικότητα. Αν και πολύ τελευταία γεγονότα άλλα προοιωνίζουν.
Για την ώρα, πάντως, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι αγορές και οι εταιρείες κάνουν ό,τι μπορούν για να καταπολεμήσουν την αβεβαιότητα. Με αυτήν την τελευταία να είναι το προϊόν του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην Αμερική και την Κίνα, όπου ήλθε να προστεθεί και η γαλλοβραζιλιανική αντιδικία.
Κατά τα λοιπά, όμως, η παγκόσμια οικονομία μεγαλώνει, η άνοδός της στηρίζεται στην κατανάλωση, δουλειές υπάρχουν, οι μισθοί πάνε και αυτοί προς τα πάνω, οι πιστώσεις είναι εύκολες και οι φθηνές πετρελαϊκές τιμές σημαίνουν ότι υπάρχει περισσότερο χρήμα για να δαπανηθεί.
Ακόμη περισσότερο, τα χρηματιστήρια δεν τα καταφέρνουν άσχημα, οι επενδυτές διευκολύνουν τις εταιρείες που έχουν υψηλή ρευστότητα και άρα δεν καταπονούν τα ενεργητικά τους στοιχεία. Γιατί λοιπόν παρατηρείται αυτή η αυξημένη ανησυχία; Είναι θέμα δασμών στις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις ή υπάρχει κάτι άλλο που πάει πιο μακριά;
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρκετών διεθνών παρατηρητών, τα αίτια της αμερικανο-κινεζικής αντιπαράθεσης πάνε πολύ πιο μακριά από τις εμπορικές σχέσεις των δύο δυνάμεων.
«Επί χρόνια η Κίνα χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους και τεχνάσματα προκειμένου να υποκλέψει τεχνολογία αιχμής και πνευματικά δικαιώματα από αμερικανικές εταιρείες. Τον Ιούνιο του 2018 το Τμήμα Εμπορίου και Βιομηχανικής Πολιτικής του Λευκού Οίκου εξέδωσε μια μελέτη με τίτλο “Πώς η οικονομική επιθετικότητα της Κίνας απειλεί τις τεχνολογίες και τα πνευματικά δικαιώματα (ΙΡ) των Ηνωμένων Πολιτειών και του κόσμου”. Το κείμενο αυτό -γραμμένο σε μη διπλωματική γλώσσα- κατηγορεί ευθέως την κινεζική κυβέρνηση ότι υποθάλπει την κλοπή τεχνολογίας τόσο από την Αμερική όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο. Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς της μελέτης ισχυρίζονται ότι η κινεζική βιομηχανική πολιτική υλοποιείται (μεταξύ άλλων) μέσω “State sponsored IP theft through physical theft, cyber-enable d espionage and theft, evasion of US export control laws, and counterfeitingand piracy”.
Κατά συνέπεια, η επιβολή δασμών στις κινεζικές εισαγωγές δεν αποτελεί για την Αμερική απλώς ένα εργαλείο πολιτικής για τη μείωση του εμπορικού της ελλείμματος, αλλά ένα ισχυρό όπλο εξαναγκασμού της κινεζικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει την πολιτική κλοπής αμερικανικής τεχνολογίας. Αυτό το σημείο τριβής είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και ως εκ τούτου δύσκολο να επιλυθεί. Ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα την επικείμενη “συμφωνία” μεταξύ Αμερικής - Κίνας για τη λήξη του εμπορικού πολέμου είναι το πώς θα εφαρμοστούν (και ποια θα είναι) τα μέτρα ελέγχου για την συμμόρφωση της Κίνας ως προς τον σεβασμό των αμερικανικών πνευματικών δικαιωμάτων…».
Αυτά αναφέρει ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής Νικήτας Πιττής στο περιοδικό «Foreign Affairs» και θέτει ένα ευρύτερο πρόβλημα στο οποίο θα επανέλθουμε. Διότι στην ουσία, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία της κινεζικής οικονομίας, η τελευταία βρίσκεται σε φάση μετάβασης από ένα πρότυπο που στηριζόταν στην εξαγωγική δραστηριότητα, σε ένα άλλο που θα έχει ως κύριο άξονά του την εσωτερική κατανάλωση. Πολύ συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η Κίνα μπήκε στον δρόμο να γίνει οικονομία και κοινωνία μεσαίου εισοδήματος, κατάσταση που κρύβει και σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Μήπως αυτοί οι τελευταίοι υπαγορεύουν και την πολιτική Τραμπ στην περίπτωση που εξετάζουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου