του Λευτέρη Τσουλφίδη
Τα επιτόκια από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ακολουθούν φθίνουσα πορεία αν κρίνουμε από την εξέλιξη του αμερικανικού δεκαετούς ομόλογου. Η πολιτική μείωσης των επιτοκίων εφαρμόστηκε διεθνώς και διευκόλυνε, αν μη τι άλλο, στην έξοδο από τη στασιμοπληθωριστική κρίση (1967-1982). Τα χαμηλά επιτόκια συνέβαλαν στην οικονομική άνθηση που ακολούθησε, ταυτόχρονα συντέλεσαν στην χρηματιστηριακή φούσκα των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας (dot-com bubble) 1999-2000 καθώς και στην κτηματομεσιτική φούσκα λίγα χρόνια αργότερα 2006-2007. Ακολούθησε η Μεγάλη Ύφεση που συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας και, όπως θα υποστηρίξουμε, κυοφορεί μια γενικότερη φούσκα.
Το λέμε αυτό γιατί η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων συνεχίστηκε πιο ενεργά στη μετά το 2007 περίοδο συνοδευόμενη με την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αρχικά στην Ιαπωνία, κατόπιν στις ΗΠΑ,όπου τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια της περιόδου 2009-2018 εκτόξευσαν τον χρηματιστηριακό δείκτη (S&P 500) στο 300%. Ενώ στην ΕΕ η QE επίσημα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 με προοπτική να συνεχιστεί μέχρις ότου ο μέσος πληθωρισμός ανέλθει στο 2%. Τον Ιανουάριο του 2018 η Fed ανακοίνωσε ότι η πολιτική σταδιακής αύξησης (tapering) των επιτοκίων, ως ένδειξη τερματισμού της Μεγάλης Ύφεσης και ταυτόχρονα του “καθαρισμού” της αγοράς με την περαιτέρω ενίσχυση των καινοτόμων επιχειρήσεων.
Η ιδέα είναι ότι το υψηλότερο επιτόκιο αυξάνει τη μέση κερδοφορία καθώς συμβάλλει στην εκκαθάριση της αγοράς από τις παρωχημένες επιχειρήσεις. Αντίθετα τα πολύ χαμηλά επιτόκια παρατείνουν τη ζωή των “ζόμπι επιχειρήσεων’’ οι οποίες συνδέονται με το φούσκωμα της οικονομίας και την άνθηση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι η πολιτική μείωσης των επιτοκίων υλοποιήθηκε λόγω της μειωμένης αλλά και πτωτικής κερδοφορίας καθώς και των αυξημένων αποταμιεύσεων λόγω πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί και συνδυασμένα καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη την αύξηση των επιτοκίων μακροχρόνια. Πράγμα που φάνηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στις ΗΠΑ καθώς η έστω και μικρή αύξηση των επιτοκίων το 2018 εκδηλώθηκε στην πτώση κατά 20% του δείκτη S&P 500 το 2019 προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση και μεγάλη ανησυχία.
Σήμερα διαπιστώνουμε τη βούληση των Κεντρικών Τραπεζών (ΚΤ) στην επιστροφή, το συντομότερο, στην πιο ενεργή QE πράγμα που ενθαρρύνει και το ΔΝΤ, το οποίο φαίνεται να θεωρεί ακόμη και τη γενίκευση των αρνητικών επιτοκίων ως εντελώς αβλαβή, καθώς αφορούν κυρίως ηλεκτρονικό χρήμα. Αν υποθέσουμε π.χ. ένα αρνητικό επιτόκιο 3%, ενδέχεται το κοινό να διατηρεί μετρητά, ωστόσο καθώς οι πληρωμές διεξάγονται μέσω ηλεκτρονικού χρήματος, τα μετρητά (θα είναι κάτι σαν συνάλλαγμα) που θα ανταλλάσσονται με ηλεκτρονικό χρήμα (π.χ. 100€= 97 ηλεκτρονικά-€). Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι το γεγονός χαρτονομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας (π.χ. 500€) έχουν παύσει να εκδίδονται. Η ανωτέρω περιγραφή αναμένεται να γίνει πραγματικότητα όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, ενδεχομένως το αναμενόμενο ξεφούσκωμα της οικονομίας να συνοδεύεται με την ευρύτερη αποδοχή των λεγόμενων κρυπτονομισμάτων και το μαράζωμα των τραπεζών, όπως τις γνωρίζουμε.
Τα αρνητικά επιτόκια αρχικά αφορούσαν τράπεζες, οι οποίες αντί να δανείζουν τα χρήματά τους τα καταθέτουν στις αντίστοιχες ΚΤ, οι οποίες προκειμένου να ενθαρρύνουν τις πιστώσεις – επενδύσεις “τιμωρούν” τις τράπεζες-μέλη τους με αρνητικά επιτόκια. Πράγματι, η ΕΚΤ κάθε χρόνο εισπράττει πολλά δις. ευρώ λόγω αρνητικών επιτοκίων που σημειωτέον ισχύουν από το 2014 και δεν αποκλείεται στο εγγύς μέλλον οι τράπεζες να επιβάλλουν και αυτές αρνητικά επιτόκια, ιδίως αν η οικονομία είναι στάσιμη. Η ιδέα είναι ότι καθώς οι καταθέσεις του κοινού είναι στοιχεία παθητικού για τις τράπεζες, οι οποίες αν δεν χορηγούν πιστώσεις θα υφίστανται απώλειες.
Το πρόβλημα με τα αρνητικά επιτόκια είναι ότι οι εμπνευστές τους θεωρούν ότι επεμβαίνοντας στον χρηματοπιστωτικό τομέα δημιουργούν συνθήκες οικονομικής άνθησης. Η αλήθεια είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι απόρροια της πραγματικής οικονομίας και αν αυτή πάσχει η πάθησή της εκδηλώνεται χρηματοπιστωτικά. Η επιθετική μορφή της QE και τα αρνητικά επιτόκια απλά παρατείνουν τη διάρκεια της ύφεσης και εξασθενίζουν την επικείμενη άνθηση, καθώς οι επιχειρήσεις που δανείζονται δεν επενδύουν αλλά επιδιώκουν να συντηρήσουν τα χρέη τους ή και να κερδοσκοπήσουν. Τα χαμηλά μέχρι και αρνητικά επιτόκια αποτελούν εκδήλωση της ιδιαίτερα χαμηλής και ταυτόχρονα πτωτικής κερδοφορίας και αφού δεν προωθούν τις επενδύσεις δεν μπορεί παρά να συμβάλουν σε ένα γενικευμένο φούσκωμα της οικονομίας. Λέμε γενικευμένο, διότι πέρα από τη χρηματιστηριακή και κτηματομεσιτική φούσκα εμπεριέχονται και αυτές του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους που βρίσκονται ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα. Στις ΗΠΑ π.χ. το δημόσιο χρέος από το 2012 ξεπερνά το 100% και ήδη έχει περάσει σε επικίνδυνη ζώνη.
Τα χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια όχι μόνο δεν συμβάλουν στην απαξίωση αλλά συνεργούνε στη διατήρηση πεπαλαιωμένου κεφαλαίου και καταστέλλουν τη λειτουργία της “δημιουργικής καταστροφής”, προϋποθέσεις άκρως απαραίτητες για την αύξηση της κερδοφορίας και της επενδυτικής δραστηριότητας. Η απαξίωση κεφαλαίου και η δημιουργική καταστροφή απαιτούν κυρίως καινοτομίες και ένα αντίστοιχο υποστηρικτικό δημοσιονομικό και θεσμικό περιβάλλον, όροι που δεν υφίστανται, πράγμα που σημαίνει παράταση της Μεγάλης Ύφεσης στα χρόνια που έρχονται.
Ο Λευτέρης Τσουλφίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου