Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ 2019 ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ, Ο ΒΑΣΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ



Παναγιώτης Ε. Πετράκης | Panagiotis E. Petrakis
Καθηγητής Οικονομικών | Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ - Professor at the Department of Economics - National University of Athens
Πώς θα τα πάει η ελληνική οικονομία το 2019 και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που αναδύονται; Πώς επηρεάζεται η καθημερινότητα των πολιτών και ποιες αλλαγές φέρνει (σε φορολογία και επιδόματα) η νέα χρονιά; Ειδικοί απαντούν στο Sputnik.
Το 2019 είναι το πρώτο έτος που διανύουμε ήδη εκτός μνημονίου, μετά από οκτώ χρόνια. Αλλά είναι και έτος εκλογών, έτος διεθνών αναταραχών και βεβαίως ένα ακόμη έτος με τα ελληνικά νοικοκυριά υπό πίεση.
Θαύματα δεν γίνονται, αλλά μετά από χρόνια συρρίκνωσης, το κλίμα (υπό το πρίσμα της ψυχολογίας) διαγράφεται καλύτερο, όπως θα πει ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ανάλυσης στην Εθνική Τράπεζα, κ. Νίκος Μαγγίνας, σε μια φράση που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνοψίζει τη σημερινή κατάσταση. Η φορολογική κόπωση δεν μπορεί να διαγραφεί έτσι απλά, αλλά «η ψυχολογία ότι δεν θα έρθουν τα χειρότερα δίνει κάποια ώθηση στην ελληνική οικονομία». Ειδικοί μιλούν στο Sputnik για τις προοπτικές που δημιουργούνται το 2019 για την ελληνική οικονομία, τους κινδύνους, τις βασικές αλλαγές και τι αυτές σηματοδοτούν.
Συγκεκριμένα, όπως παρατηρεί ο κ. Νίκος Μαγγίνας, «το 2019 η ελληνική οικονομία, για πρώτη φορά, εισέρχεται στη νέα χρονιά με κεκτημένη δυναμική ανάπτυξης από την προηγούμενη διετία». Για πρώτη φορά, όπως εξηγεί, «η δημοσιονομική πολιτική δεν θα είναι συσταλτική, θα συνεχίσουμε να διατηρούμε ένα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δεν θα υπάρχει ανάγκη να υπεραποδίδουμε — όπως υπήρξε το 2016, το 2017 και 2018 — προκειμένου να κερδίζουμε δημοσιονομική αξιοπιστία. Έτσι λοιπόν, από ένα πλεόνασμα που ήταν γύρω στο 4% το 2016 και το 2017 — και πιθανόν να είναι σε αυτά τα επίπεδα και το 2018 — το πλεόνασμα θα πάει στο 3,5%. Παραμένει υψηλό, αλλά δεν απορροφά ακόμη υψηλότερους πόρους από την οικονομία». 

Το εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή και σύμφωνα με τον κ. Μαγγίνα, «είναι πιο φιλικό για επιτάχυνση της ανάπτυξης», η οποία θα μπορούσε να διαμορφωθεί «ίσως και πάνω από το 2% ή σε επίπεδα ίδια με το 2018».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Παναγιώτης Πετράκης, αναμένει ότι «το 2019 υπό κανονικές συνθήκες θα είναι για την ελληνική οικονομία ένα έτος, στο οποίο θα συνεχιστεί η βασική εικόνα της δημοσιονομικής και εξωτερικής ισορροπίας υπό συνθήκες αναιμικής ανάπτυξης».
Ο κίνδυνος από το εξωτερικό
Πράγματι, παρά τα όποια σημάδια βελτίωσης παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, ο διεθνής παράγοντας φαίνεται να βάζει «φρένο» στις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, ο κ. Μαγγίνας της Εθνικής Τράπεζας, «στην πραγματικότητα, οι συνθήκες στο εσωτερικό περιβάλλον θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με επιτάχυνση της ανάπτυξης το 2019», οι συνθήκες στο εξωτερικό αποτελούν «τροχοπέδη».
«Ο βασικός κίνδυνος έγκειται στο ότι το εξωτερικό περιβάλλον είναι πλέον πιο ταραγμένο», τονίζει ο ίδιος, συμπληρώνοντας:
«Η ατυχία είναι ότι σε αυτήν την περίοδο που βελτιώνονται οι συνθήκες αρκετά, ειδικότερα στο εσωτερικό της οικονομίας, βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία και για την οικονομία της Ευρωζώνης. Για πρώτη φορά βλέπουμε υποβαθμίσεις για τους διεθνείς ρυθμούς ανάπτυξης, βλέπουμε επιβράδυνση του εμπορίου, έχουμε αβεβαιότητα για τις πολιτικές των ΗΠΑ στο διεθνές εμπόριο και στην τιμολόγηση commodities και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Άρα λοιπόν έχουμε μια πιο ισχυρή εσωτερική κατάσταση της οικονομίας, αλλά μεγαλύτερους παράγοντες αβεβαιότητας στο εξωτερικό περιβάλλον».
Αλλά και ο κ. Πετράκης κάνει λόγο για «σοβαρές ενδείξεις ότι η διεθνής οικονομία, βασικός αναπτυξιακός παράγοντας και της ελληνικής οικονομίας, εισέρχεται όλο και βαθύτερα σε συνθήκες επιβράδυνσης με κύρια αιχμή τις κεφαλαιαγορές».
«Ο κινέζικος παράγοντας ως προωθητικός παράγοντας εμφανίζει να δείχνει κόπωση, ενώ ο εμπορικός πόλεμος που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ τυπικά εναντίων των Κινέζων άλλα με κύριο θύμα την ευρωπαϊκή οικονομία αυξάνει σημαντικά τις αβεβαιότητες», σημειώνει.
«Ο πολιτικός παράγοντας αποδεικνύεται ότι αυξάνει τον αποσταθεροποιητικό του χαρακτήρα στην προσπάθεια του να διαχειριστεί μια μεταβατική περίοδο μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης σημαντικών τεχνολογικών και πληθυσμιακών μεταβολών. Αυτό ισχύει για τις διεθνείς και υπό ορισμένες προϋποθέσεις για τις εσωτερικές συνθήκες», επισημαίνει ακόμη.
Ο εκλογικός παράγοντας: «Το πολιτικό περιβάλλον δεν μοιάζει με το 2012 και το 2015»
Και αν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ελληνική οικονομία φαίνεται να προέρχεται από το εξωτερικό, τι συμβαίνει στο εσωτερικό; Όσον αφορά, συγκεκριμένα, στον παράγοντα «εκλογές», η αβεβαιότητα διαγράφεται ηπιότερη σε σχέση με προηγούμενα έτη.
«Το 2019 έχει προδιαγραφεί ως μια χρονιά εκλογικών αναμετρήσεων και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε επίπεδο κοινοβουλίων. Είτε αυτές οι εκλογές συμβούν μέσα στο δεύτερο τρίμηνο, είτε στο τρίτο τρίμηνο, σίγουρα ο εκλογικός κύκλος μπορεί να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό τις αποφάσεις των επιχειρήσεων», παρατηρεί ο κ. Μαγγίνας, εξηγώντας ότι επειδή η χρονιά εκλογών συνδυάζεται με μια επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και με τις επιχειρήσεις που τα πάνε καλύτερα τα τελευταία χρόνια να είναι εξαγωγικές, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί διστατικότητα στις επενδυτικές αποφάσεις.
Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει, «δεν έχουμε φαινόμενα που είχαμε τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, όπου οι εκλογές ανέτρεπαν και δημιουργούσαν υπό την πίεση των μνημονίων τεράστιες αβεβαιότητες ως προς την εφαρμογή των πολιτικών», καθώς όπως λέει, το πολιτικό περιβάλλον δεν μοιάζει ούτε με το 2015, ούτε με το 2012.
Παράλληλα, «η εσωτερική ζήτηση φαίνεται βελτιωμένη τα τελευταία δύο — τρία τρίμηνα και επομένως, ως προς το κομμάτι της εγχώριας ζήτησης είμαστε περισσότερο σίγουροι ότι είναι σε ανοδική τροχιά, ενώ οι επενδύσεις ενδεχομένως να εμφανίσουν και πάλι μια μεταβλητότητα, να μην εμφανίσουν τη δυναμική που αναμένεται λόγω του συνδυασμού πολιτικών εξελίξεων και του εξωτερικού περιβάλλοντος που είναι πιο δύσκολο απ’ό,τι ήταν τα τελευταία χρόνια».
Η σημασία της ψυχολογίας και οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας — κοινωνίας
Και μπορεί η έξοδος από το μνημόνιο να ερμηνεύεται ως ένα θετικό μήνυμα και να λειτουργεί ενθαρρυντικά για το γενικότερο κλίμα, τι συμβαίνει όμως με την πραγματική ζωή των Ελλήνων και κατά πόσο αυτή η εικόνα βελτίωσης που αποτυπώνεται, αντικατοπτρίζεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων;
«Η ιδιότυπη δημοσιονομική πολιτική της τελευταίας τριετίας που συνιστάται στην υπέρ-φορολόγηση (πέραν των απαιτήσεων του τρίτου μνημονίου) και στη συνέχεια στην επιστροφή των ενός πέμπτου από τους πόρους αυτούς στους πολίτες, έτσι ώστε να διαμορφωθούν συνθήκες εξόδου στις αγορές που όμως βρίσκονται σε σημαντική αναταραχή, οδηγεί σε μια χαμηλής πτήσης μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη», σχολιάζει ο κ. Πετράκης, αναφέροντας ότι εντείνεται και «η καλλιέργεια ενός πνεύματος οικονομικής ευημερίας στην κοινωνία που δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας».
Εντούτοις, η ψυχολογία φαίνεται να αποκτά μεγάλη σημασία, αφού μπορεί να αποτελέσει μέσο στήριξης της ελληνικής οικονομίας. 
«Αυτό που συμβαίνει στην πρώτη φάση της ανάκαμψης είναι ότι τα μεσαίου εισοδήματος νοικοκυριά, τα οποία είχαν αποταμιεύσεις και πόρους για να ξοδεύσουν περισσότερα χρήματα, αισθάνονταν, λόγω φόβου και αβεβαιότητας, ότι θα υποστούν μεγαλύτερη φορολογική πίεση ή ότι η χώρα βρισκόταν σε ένα δύσκολο μονοπάτι. Αυτοί είναι οι πρώτοι που ξοδεύουν και αυτοί είναι οι πρώτοι που αντανακλώνται στους δείκτες, όπως ταξινομήσεις αυτοκινήτων ή ανάκαμψη των λιανικών πωλήσεων τα τελευταία τρίμηνα. Επομένως, νοικοκυριά τα οποία είχαν εισοδήματα και αποθέματα πλούτου, αλλά φοβούνταν να ξοδέψουν λόγω μεγάλης αβεβαιότητας, αυτά είναι τα πρώτα που κινούν το κομμάτι της ζήτησης», επισημαίνει ο κ. Μαγγίνας.
Δεν γίνεται να παραβλεφθεί, πάντως, «ότι πολλά νοικοκυριά παραμένουν υπό πίεση», ενώ «οι τράπεζες βλέπουν ότι το κομμάτι εξυπηρέτησης των δανείων παραμένει δύσκολο».
Ωστόσο, αν και «η φορολογική πίεση είναι μεγάλη, ως απόρροια πολλών ετών αύξησης των συντελεστών», υπάρχουν σύμφωνα με τον επικεφαλής αναλυτή της Εθνικής, κάποια διστακτικά σημάδια ότι η πολιτική έχει κάποια περιθώρια να κινηθεί προς πιο ευνοϊκές λύσεις.
«Δεν μπορούν να κάνουν δραματική διαφορά, αλλά έστω και η ψυχολογία ότι δεν θα έρθουν τα χειρότερα και ότι κινούμαστε προς κάποια εξομάλυνση, αυτό δημιουργεί κάποια ώθηση και στήριξη στην ελληνική οικονομία. Δεν γίνονται θαύματα σίγουρα, αλλά ξεκινώντας από μια χαμηλή βάση, μετά από χρόνια συρρίκνωση, αυτές οι ψυχολογικές διαφορές μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση», παρατηρεί.
Μάλιστα, ο ίδιος επισημαίνει ότι το 2019 θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής, με την έννοια ότι εάν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός μπορεί να επηρεάσει τις μισθολογικές απολαβές και χαμηλών εισοδημάτων. «Έστω και μία μικρή αύξηση από πολλούς μπορεί να κάνει και τη διαφορά σε μακροοικονομικό επίπεδο», τονίζει.
Αυξημένος κατώτατος μισθός: Τα οφέλη και τα ψιλά γράμματα
Η σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού εκλαμβάνεται σίγουρα ως μια «ανάσα» για τους χαμηλόμισθους και νέους ανθρώπους, αλλά και ένα σημαντικό βήμα που θα μπορούσε να ώθηση στη ζήτηση, αλλά δεν λείπουν τα ψιλά γράμματα.
«Αυτό που η οικονομία έχει ήδη δείξει από μόνη της είναι ότι σε κλάδους που πηγαίνουν καλύτερα, το 2018 υπήρχαν οι πρώτες τάσης έστω ανάκαμψης των μισθών, στον τουρισμό και σε κάποιους άλλους κλάδους υψηλής εξειδίκευσης. Ο κατώτατος μισθός αποτελεί μια στήριξη για την εγχώρια ζήτηση», λέει ο κ. Μαγγίνας, τονίζοντας ότι «το κομμάτι των επιχειρήσεων, ίσως κλάδοι και μεμονωμένες επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό πίεση, να μην το βρουν ως ελκυστική λύση αυτήν τη στιγμή».
Μάλιστα, όπως εκτιμάει, θα μπορούσαν «να επιλέξουν να είναι πιο συντηρητικές και στην πολιτική προσλήψεων ή και στη φύση των θέσεων που δημιουργούν, δηλαδή να μην δεσμευτούν με θέσεις μόνιμης απασχόλησης και να επιμείνουν σε μεγαλύτερη χρήση της μερικής απασχόλησης ή των ευέλικτων μορφών».
Την ίδια ώρα, ο κ. Πετράκης τονίζει: «Η πρόθεση αύξησης των κατώτατων μισθών παρ’όλο που θα συμβάλει βραχυπρόθεσμα στη βελτίωση της θέσης της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν θα πρέπει να γίνει αφού ληφθεί υπ’όψιν η προσδοκώμενη μεταβολή της παραγωγικότητας. Έτσι δεν θα απειληθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας (σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία), η οποία έτσι και αλλιώς δέχεται αρνητικές πιέσεις από την ανατίμηση του ευρώ έναντι βασικών μας εξαγωγικών υποδοχέων (Τουρκία κτλ.), το μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές) και το χρηματοδοτικό κόστος».

Πρώτη δημοσίευση: Sputnik  News

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου