του Παναγιώτη Ήφαιστου
Οι συζητήσεις για μια «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» αποτελούν ισχυρή ένδειξη τάσεων, είτε προς ριζική αναδιάταξη του Ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο μιας υπό της περιστάσεις δύσκολο ή ανέφικτο να προκύψει μεγάλης Διεθνούς Διάσκεψης που θα συμπεριλαμβάνει ΗΠΑ και Ρωσία, είτε προς μια ακόμη λιγότερο πιθανή συμπεφωνημένη μεγάλη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) που θα την προσανατολίσει ορθολογιστικά.
Το τελευταίο, αναμφίβολα, συνεπάγεται αλλαγές που θα καταστήσουν την ΕΚ κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα. Προς ποια κατεύθυνση όμως, είναι το μεγάλο ερώτημα. Για να υπάρξει απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτείται συμφωνία όλων ότι η ΕΚ πάσχει και ότι το μείζον είναι η σωστή διάγνωση των παθολογιών. Ο προσανατολισμός μπορεί να είναι ένας και κανένας άλλος: Απόρριψη εξομοιωτικών και εξισωτικών ιδεολογημάτων, υιοθέτηση μιας αυστηρά εθνοκρατοκεντρικής «Ευρώπης των Πατρίδων», διαφύλαξη του συνεργασιακού κεκτημένου («νομικό κεκτημένο») και διαφύλαξη του κυριότερου κεκτημένου της ΕΚ, δηλαδή τον αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα της. Πιο απλά ως προς το τελευταίο, ομόφωνες αποφάσεις καθότι όπως σωστά υποστήριζε ο Πρόεδρος Ντε Γκολ μεταξύ κυρίαρχων κρατών Δημοκρατία σημαίνει ομόφωνες αποφάσεις στους θεσμούς που συμμετέχουν.
Η ουσία είναι η εξής: Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έχοντας την πολυτέλεια της Αμερικανικής στρατηγικής κάλυψης, ρητορικά ή υποκριτικά (ή κάποιοι άλλοι αφελώς πλην ειλικρινά), έκτιζαν την εικόνα μιας ωφελιμιστικά ολοένα και πιο ενωμένης Ευρώπης που οδηγεί σε κάποιου είδους Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση για την οποία καμιά από τις θέσεις ως προς το τι θα μπορούσε να είναι δεν ήταν ίδια με κάποια άλλη.
Ένα ήταν και ένα συνεχίζει να είναι σίγουρο: Σε μια Ευρώπη εθνοκρατών/πατρίδων δημοκρατικά οργανωμένων η ομοφωνία των αποφάσεων συνοδεύεται από ισοτιμία μεταξύ των κυρίαρχων κρατών-μελών η οποία σε αντίθεση με την διεθνή πολιτική η ισοτιμία αυτή είναι και ισότητα ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος. Ενώ αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω συναινετικών αποφάσεων μετά το 1966 διαρκώς ροκανιζόταν από τους ουτοπικούς ιδεαλισμούς για ένα πανευρωπαϊκό κράτος-έθνος το οποίο αφενός είναι ανέφικτο και αφετέρου οδηγεί σε ένα δεσποτικό υπερκράτος τεχνοκρατών και ηγεμονικών δυνάμεων όπως ταχύρρυθμα συμβαίνει μετά το 1992.
Εν τέλει, δεν δημιουργούνται έθνη (εδώ ένα πανευρωπαϊκό έθνος) κτισμένα πάνω σε ωφελιμιστικά κίνητρα και με παράκαμψη ή μυωπική παράβλεψη των εθνικών πολιτισμών, εθνικών πολιτικών παραδόσεων και εθνικών ιστορικών διαμορφώσεων των κοινωνιών που συμμετέχουν.
Ενώ τα κεκτημένα της ολοκλήρωσης μετά το 1957 –πρωτίστως ο αντί-ηγεμονικός χαρακτήρας του εγχειρήματος και η διεύρυνση της οικονομικής συνεργασίας στο πλαίσιο του προαναφερθέντος νομικού κεκτημένου–, ήταν αναμφίβολα θετικά, η διαδρομή της ΕΚ ήταν περιπετειώδης. Να το πούμε καλύτερα, ήταν μια Οδύσσεια πηγαίνοντας και βλέποντας, χωρίς συμφωνία ως προς το ποια είναι η Ιθάκη. Έτσι, εμπράγματα και σταδιακά εξελίχθηκε σε κάποιου είδους «σχιζοφρενής» διαδικασία που στις μέρες μας δημιουργεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ ουκ ολίγοι νεφελοβατούσαν, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ο πρόεδρος Ντε Γκολ ήδη από το 1966, με τον «Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου» είχε επιβάλει ομόφωνες / συναινετικές αποφάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν διττό: Στην μια πλευρά ο θεμελιώδης χαρακτήρας της ολοκλήρωσης ήταν πλέον διακυβερνητικός και γι’ αυτό δημιουργήθηκαν, βασικά, διακυβερνητικές/κρατοκεντρικές δομές. Από την άλλη πλευρά, η συνεργασία που συγκρότησε τελικά ένα εξαρτημένο από τα κράτη Κοινοτικό νομικό κεκτημένο οδήγησε στο «Ευρωπαϊκό παράδοξο» που κάποιοι τυγχάνει να ανάλυσαν εκτεταμένα και εμπεριστατωμένα. Δηλαδή:
1) Όλα τα κράτη-μέλη προσαρμόστηκαν με τις ομόφωνες / συναινετικές αποφάσεις ενώ τα όργανα που αποφάσιζαν ομόφωνα ήταν τα Συμβούλια Υπουργών (με «τοποτηρητή» στις Βρυξέλλες τους εθνικούς πρέσβεις στο Coreper). Η ένταξη στην συνέχεια της ΜΒ, της Ελλάδας και της Δανίας ενίσχυσε αυτή την τάση ενώ η Βρετανία θεωρούσε τις ομόφωνες αποφάσεις εθιμικό δίκαιο. Ακόμη πιο ουσιαστικό, σταδιακά, το Συμβούλιο Αρχηγών των κρατών-μελών εξελίχθηκε σε υπέρτατο Κοινοτικό θεσμό. Το ίδιο και οι περιοδικές Διακυβερνητικές Διασκέψεις όπου κατέστη το υπέρτατο όργανο προσδιορισμού των προσανατολισμών, των θεμελιωδών αποφάσεων, των δικαιοδοσιών των «υπερεθνικών» οργάνων, των λειτουργιών και των κάθε είδους καταστατικών μεταρρυθμίσεων.
2) Έτσι, σταδιακά μεν πλην σταθερά κτιζόταν ένα ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο ιδιόμορφης διαχείρισης της συνεργασίας και των κοινών πολιτικών όπου ναι με τα υπερεθνικά όργανα όπως η Επιτροπή και το ΕΚ ήταν συντελεστές πλην όμως όχι ύστατοι και υπέρτατοι θεσμοί που αποφάσιζαν. Σε ύστατο και υπέρτατο βαθμό αποφάσιζαν τα κράτη-μέλη και το ύστατο και υπέρτατο όργανο μεταρρυθμίσεων, όπως αναφέρθηκε μόλις, κατέστησαν οι Διακυβερνητικές Διασκέψεις.
3) Πιο ουσιαστικά, όσον αφορά τους θεμελιώδεις προσανατολισμούς της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι αρμοδιότητες των «υπερεθνικών» θεσμών βρίσκονταν υπό την αίρεση των αποφάσεων Διακυβερνητικών Διασκέψεων και όχι μιας αυτοτελούς κοινοτικής ανάπτυξης μιας ολοένα μεγαλύτερης υπερεθνικότητας που θα αποφασιζόταν με πλειοψηφικές αποφάσεις των Συμβουλίων. Αυτό βασικά έπληξε και κατ’ ουσία τερμάτισε ο Ντε Γκολ το 1966 δρομολογώντας ένα προσανατολισμό για μια ουσιαστικά «Ευρώπη των πατρίδων» και όχι μια «Ευρώπη απάτριδων» όπως συνήθιζε να λέει.
4) Το «ευρωπαϊκό παράδοξο» έγκειται στο γεγονός ότι ενώ σταδιακά και αργά το «ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο» διευρύνθηκε στο πλαίσιο αυτής της πρωτόγνωρης διαδικασίας, αντί να αποδυναμώσει τα κράτη τα δυνάμωσε: Αντί να έχουμε σταδιακή αντικατάστασή του όπως οι νέολειτουργιστικές ωφελιμιστικές θεωρήσεις πρόβλεπαν οι εθνικές οικονομίες, οι εθνικοί πολιτισμοί και τα εθνικά πρότυπα ενισχύθηκαν. Να θυμίσουμε ότι όπως έγραφαν και πρόβλεπαν αρχικά οι νεολειτουργιστές θα είχαμε «μετατόπιση πίστης, νομιμοφροσύνης και προσδοκιών» των πολιτών των πρώην κρατών-μελών στους υπερεθνικούς θεσμούς με τρόπο που η αυτοτελώς παραγόμενη υπερεθνικότητα «θα αντικαθιστούσε εν μέρει ή ολοκληρωτικά το έθνος-κράτος δημιουργώντας μια νέα υπερεθνική οντότητα».
Μια δηλαδή πανευρωπαϊκή υλιστικά κινούμενη κοινωνία. Όλα αυτά προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν μεγάλη πολιτική, θεσμική και πνευματική σύγχυση. Σε όλο το φάσμα των συζητήσεων πλην εξαιρέσεων διαυγούς σκέψης όπως ο Πρόεδρος Ντε Γκολ, υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από έννοιες όπως έθνος, κράτος, κοινωνία. Εννοιολογικά αλλά και πολιτικά, θα πρόσθετα, χάος επικρατούσε και χάος συνεχίζει επικρατεί.
5) Αυτή η ιδιόμορφη και με κάθε κριτήριο παράδοξη κατάσταση διαιωνιζόταν ενόσω τηρούσαν την νομικά άτυπη πλην εθιμικά εδραία πρακτική των ομόφωνων / συναινετικών αποφάσεων και ενόσω οι συναινετικές αποφάσεις σμιλεύονταν μέσα στο ασφαλές «στρατηγικό θερμοκήπιο» που τους παρείχε η Αμερικανική στρατηγική. Στα θέματα άμυνας, ασφάλειας, διπλωματίας και εν γένει ζητημάτων που βρίσκονται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας οι αποφάσεις παρέμειναν τόσο τυπικά όσο και εμπράγματα ομόφωνες.
6) Στο σημείο αυτό χρήζει να υπογραμμιστεί ότι ναι μεν αυτή η ιδιόμορφη κατάσταση διαιωνίστηκε αλλά στα θεμέλια των σχέσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων διαιωνίστηκαν κλασικά διλήμματα ασφαλείας τα οποία εκδηλώθηκαν δυναμικά στην φάση της Γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1989-1992.
7) Η κεκτημένη ιδεαλιστική ρητορική επισκίασε αυτό το γεγονός με αποτέλεσμα: α.Να μην είναι ευρέως γνωστή η στρατηγική αντιπαράθεση που έλαβε χώρα την περίοδο 1989-92. β.Να μην είναι ευρέως γνωστό ότι οι Γάλλοι σπασμωδικά, βιαστικά, απελπισμένα και αναγκαστικά επιπόλαια επέβαλαν την ΟΝΕ στην Γερμανία με απειλές και με αιτιολόγηση «θα δέσουμε την Γερμανία με νομισματικά δεσμά» (δηλαδή καταργώντας ή ελέγχοντας την ανεξαρτησία των Γερμανικών νομισματικών αποφάσεων). γ.Να μην είναι ευρέως γνωστόότι ως εξ αυτών των γεγονότων η ενωσιακή ιδεαλιστική ρητορική του Ντε Λόρ και άλλων ήταν κυριολεκτικά υποκρισίες ή ασυναρτησίες ή αφελείς ουτοπισμοί. δ) Να μην είναι ευρέως γνωστές σημαντικές στάσεις όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι όταν ανορθολογικά το όνομα άλλαξε από ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ο αρμόδιος Βρετανός υπουργός αποχώρησε λέγοντας οργισμένος (και εν τέλει ορθά) «μπορείτε να την ονομάσετε ότι θέλετε αλλά Ένωση δεν θα είναι».
8) Από τις πιο πάνω σύντομες περιγραφές που τυγχάνει να αναλύθηκαν εκτενέστατα σε χιλιάδες δημοσιευμένες σελίδες, συνάγεται ότι αφήνοντας τον Ψυχρό Πόλεμο και εισερχόμενοι στην στρατηγικά πολύ διαφορετική Μεταψυχροπολεμική εποχή η ΕΚ αντί να μεταρρυθμιστεί προς ορθολογιστικούς προσανατολισμούς οι αποφάσεις δημιούργησαν ένα σχίσμα που διαρκώς βαθαίνει: Στην μια πλευρά ήταν οι ουτοπιστές ιδεαλιστές που νεφελοβατούσαν θεωρώντας εφικτή την πολιτικοοικονομική ένωση της Ευρώπης σε μια δεκαετία το πολύ. Στην άλλη πλευρά ήταν αυτοί που ήξεραν ότι εισήλθαμε σε μια μετάβαση.
Ο Πρόεδρος Μιττεράν ενόψει Γερμανικής επανένωσης και αφού παράλληλα με την Βρετανία συζητούσαν για πρώτη φορά ζητήματα πυρηνικής συνεργασίας με το βλέμμα στραμμένο στην Γερμανία, δήλωσε:«Η ιστορία είναι εκεί, την παίρνω όπως έρχεται, . . . Εάν αυτό είναι που θέλουν οι Γερμανοί και μπορούν να το κατορθώσουν η Γαλλία θα προσαρμοστεί και να κάνει ότι είναι καλύτερο για την Ευρώπη και το εθνικό της συμφέρον. Η επανένωση δημιουργεί τόσα πολλά προβλήματα που με αναγκάζει να τα αντιμετωπίζω καθώς θα επέρχονται».
Ο Καγκελάριος Κολ όταν ομάδα Γερμανών οικονομολόγων του έδωσαν έκθεση ότι η ΟΝΕ που επιτακτικά ζητούσαν οι Γάλλοι ως αντάλλαγμα ήταν ανέφικτο πολιτικοοικονομικό εγχείρημα, απάντησε: «Μας την επιβάλλουν εκβιαστικά θα το αντιμετωπίσουμε στο μέλλον».
9) Εμβάθυνση των αφετηριών, των διαδρομών και των διαμορφωτικών γεγονότων υποδηλώνει ότι σήμερα έχει μεγάλη σημασία έχουν δύο πράγματα που προσδιορίζουν τον προσανατολισμό, τις προϋποθέσεις αλλά και τα επερχόμενα: Πρώτον,η ΟΝΕ και τα περί Πολιτικής Ένωσης που κάποιοι μάλιστα πρόβλεψαν πως θα εκπληρωθεί σε μια περίπου δεκαετία ήταν από τις πιο λανθασμένες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Δεύτερον, τοΓερμανικό ζήτημα. Ενώ επί δεκαετίες (μετά το 1954 μέχρι το 1992) η Γερμανία ελεγχόταν με μύριους τρόπους που δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε, άνοιξε και φουντώνει μέρα με την μέρα (ο υπογράφων έχει πολλά κεφάλαια πολλών βιβλίων με τίτλο «Γερμανικό ζήτημα» ενώ εντός του έτους κυκλοφορεί ένα ομώνυμο συνολικό αυτοτελές βιβλίο).
10) Τα πιο πάνω είναι ζωτικής σημασίας ζητήματα για την Ελλάδα. Απαιτούσαν σωστή στάθμιση και εκτίμηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και των προεκτάσεων των αποφάσεων της περιόδου 1989-92. Μερικά μόνο χρόνια μετά τις ανορθολογικές αποφάσεις της περιόδου αυτής όλοι γνώριζαν, πλην Ελλήνων, ότι η ΟΝΕ απέτυχε και ότι ως εκ τούτου η Ευρώπη πορευόταν με βάρκα χωρίς πανιά και λογικότατα με μια οικονομικά ολοένα και πιο ισχυρή ενωμένη Γερμανία. Δεν εισακούστηκαν αναλύσεις της περιόδου εκείνης που προειδοποιούσαν ότι η άκαιρη, απροετοίμαστη και υπό τις περιστάσεις άσκοπη και αυτοκτονική ένταξη στην ΟΝΕ (μέλος της ΕΕ ήταν ούτως ή άλλως η Ελλάδα και θα έπαυε να είναι οπότε θα μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα όταν ήταν ανταγωνιστική) ήταν μια απόφαση που σε συνδυασμό με το πώς εξελίσσεται η Ευρωπαϊκή πολιτική και τα αδιέξοδα της ολοκλήρωσης θα «οδηγήσει σε «μια φυλακή χωρίς απόδραση».
Γιατί όμως θυμηθήκαμε τα πιο πάνω και τα καταγράψαμε συντομογραφικά. Είναι επειδή τον τελευταίο καιρό, για εμάς αναμενόμενα, αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι (ανεύθυνες και επικίνδυνες!) φωνές για δήθεν μεταρρύθμιση προς μια «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων». Ας υπογραμμίσουμε μονολεκτικά κάποια πράγματα που έχουμε αναλύσει εκτενώς αλλού:
α) Βασικά δυναμώνουν γνωστές φυγόκεντρες τάσεις που επιταχύνουν ριζικές αλλαγές σε επίπεδο στρατηγικό και οικονομικό. Η Ευρώπη για κάθε ένα που έχει μάτια βλέπει ότι είναι πλέον ένα στρατηγικό, οικονομικό, πνευματικό και πολιτικό σκορποχώρι. Απλά η κίνηση προς την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» καταμαρτυρεί απίστευτη στρατηγική επιπολαιότητα, έλλειμμα στρατηγικής σκέψης και αβάστακτο πολιτικοοικονομικό ανορθολογισμό.
β) Πολλές ταχύτητες και ιεραρχήσεις ισχύος σημαίνουν επάνοδο στην λογική της άνισης ανάπτυξης εντός ενός πεδίου κρατών διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ισχύος και διαφορετικών οικονομικών δυνατοτήτων. Σε ένα τέτοιο πεδίο μόνο ισορροπία δυνάμεων μπορεί να διασφαλίσει την σταθερότητα και η ανάπτυξη ανισοτήτων και ανισορροπιών που θα συνοδεύεται μάλιστα από ουτοπικές σαπουνόφουσκες παρόμοιες με αυτές του Μεσοπολέμου οδηγεί μαθηματικά στην αστάθεια. Αυτό λέει η διακρατική εμπειρία και μάλιστα πρωτίστως η Ευρωπαϊκή εμπειρία.
γ) Μεγάλη μεταρρύθμιση με ορθολογιστικές αποφάσεις, όμως, προσκρούει σε εγγενή αίτια που η ιστορική διαχρονία των ανθρώπων διδάσκει ότι προκαλούν defacto ιεραρχήσεις με όρους ισχύος, συγκρούσεις και πόλεμο. Πιο ουσιαστικές κινήσεις προς πολλές ταχύτητες θα είναι χαριστική βολή για το εγχείρημα της ολοκλήρωσης αλλά και άνοιγμα του Ασκού του Αιόλου των στρατηγικών διλημμάτων. Το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται και υπογραμμίζεται, συζητήθηκε εκτενώς την αρχές της δεκαετίας του 1970 αλλά και αργότερα. Σχεδόν ομόφωνα πιο ψύχραιμοι τότε Ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο Tindemans (οι οποίοι επιπλέον, όπως είπαμε, μιλούσαν εκ του ασφαλούς μέσα σε ένα Αμερικανικό «στρατηγικό θερμοκήπιο της Ευρώπης») εξήγησαν επαρκώς ότι επάνοδος σε ιεραρχήσεις ισχύος αντιβαίνει στην πολιτική, στρατηγική και οικονομική λογική της μεταπολεμικής Ευρώπης και στην Κοινοτική λογική πάνω στην οποία εδράστηκε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
δ) Αναμφίβολα οι ανισορροπίες που προκάλεσε η απίστευτου πολιτικοοικονομικού ανορθολογισμού απόφαση για την ΟΝΕ (όπως τουλάχιστον πάρθηκε και προσανατολίστηκε) ήδη defacto δημιούργησαν πολλές ταχύτητες με όρους ισχύος,ιδιαίτερα μεταξύ Βορά και Νότου όπου στον Νότο η Ελλάδα μετατράπηκε ήδη, για να θυμηθούμε φράση νυν υπουργού σε τίτλο βιβλίου, σε «αποικία χρέους». Όμως, αυτό απαιτεί διορθωτικές αποφάσεις και όχι αποφάσεις που θα εκτροχιάσουν το εγχείρημα ολοκληρωτικά.
Είναι ένα πράγμα μια μεταρρύθμιση που γίνεται σπασμωδικά, απελπισμένα και επιπόλαια και άλλο μια, π.χ., σύγκλιση μιας μεγάλης Ευρωπαϊκής Διάσκεψης όμοια και παρόμοια Διεθνών Διασκέψεων του παρελθόντος που θα αποφασίσει με όρους στρατηγικών λογικών που επιτάσσει η Μεταψυχροπολεμική εποχή. Αυτό εξάλλου έπρεπε να είχε γίνει αρχές της δεκαετίες του 1990 και το γεγονός ότι δεν έγινε δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Ποιος, εξάλλου, θα την συγκαλέσει;!
ε) Ουσιαστικά και ανεξάρτητα ποια και πόσα μεγάλα προβλήματα έχει η ΕΕ, το πολύ εύθραυστο πλέον οικοδόμημα συνεχίζει να επηρεάζεται από λογικές που κτίστηκαν διακυβερνητικά και σταδιακά πριν το 1992. Αυτές οι λογικές θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσουν στέρεα θεμέλια για μια νέα βιώσιμη Εθνοκρατοκεντρική Ευρώπη των Πατρίδων που θα κατακτήσει θέση και ρόλο στο αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα. Αυτές οι λογικές ίσως είναι και η μόνη διέξοδος ενόψει πολλών και σωρευμένων προβλημάτων.
Εάν αντίθετα τα κεκτημένα της πριν το 1992 περιόδου ροκανιστούν σπασμωδικά και επιπόλαια με ιεραρχήσεις ισχύος («πολλές ταχύτητες») οι προεκτάσεις θα είναι βαθύτατες. Πέραν των μεγάλων κινδύνων κατάρρευσης, εάν στην Ευρώπη τραφούν τα πολύ υπαρκτάδιλήμματα ασφαλείας και εάν η οικονομική αλληλεξάρτηση το κτίσιμο της οποίας διήρκεσε μισό περίπου αιώνα δεν θεσπίζεται στο πλαίσιο των δοκιμασμένων «κοινοτικών» αντί-ηγεμονικών λογικών που ενσάρκωναν μεταξύ άλλων και οι συναινετικές αποφάσεις, τα αποτελέσματα είναι μοιραία και αναμενόμενα: Αντί κοινότητας κρατών έχουμε ηγεμονισμό και υποδούλωση των λιγότερο ισχυρών κρατών από ένα αντιφατικό υπερκράτος διοικούμενο από τεχνοκράτες αδιαφανών διασυνδέσεων του οποίου οι αντιφάσεις δρομολογούν αθέσπιστους ανταγωνισμούς, συγκρούσεις ή και πόλεμο (το τελευταίο αφορά πρωτίστως τα μεγάλα κράτη).
Καταληκτικά, είναι αποδεκτό από όσους κατορθώνουν να σκέπτονται ακόμη λογικά και ορθολογιστικά, ότι η δυνατότητα ειρηνικής μεταρρύθμισης προς πιο ορθολογικές δομέςαπαιτείται να μην σαρώσει εμπεδωμένα κριτήρια και παράγοντες πάνω στα οποία εξ αντικειμένου αν και με ευάλωτο τρόπο εδράζεται το Κοινοτικό οικοδόμημα. Πιο συγκεκριμένα το ταξίδι της Οδύσσειας μιας ενδεχομένως –εάν δηλαδή δεν είναι αργά– σημαίνει προσανατολισμό προς μια Ιθάκη όπου τα κράτη θα επιδίδονται στο άθλημα εκπλήρωσης των εξής:
Πολιτικές που εμπράγματα εκπληρώνουν το μείζον κριτήριο κάθε «κοινότητας» (εδώ την σπουδαία φιλοδοξία μιας «κοινότητας κρατών») της οικονομικής αλληλεγγύης.Προϋποθέσεις για σμίλευση κοινού μετώπου έναντι τρίτων στα οικονομικά πεδία. Πρακτικών διαφάνειας και προβλέψιμων συμπεριφορών που μειώνουν τον φόβο της (διακρατικής) πολιτικοοικονομικής εξαπάτησης. Προϋποθέσεις διακρατικής δημοκρατίας που διασφάλιζαν οι μετά το 1966 πρακτικές των ομόφωνων/συναινετικών αποφάσεων. Προϋποθέσεις απουσίας ηγεμονικών συμπεριφορών που όπως αναφέρθηκε πιο πάνω σημαίνει ομόφωνες/συναινετικές αποφάσεις μετά το 1966. Προϋποθέσεις ότι δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει το επί δεκαετίες σταθεροποιημένο νομικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο συνεργασίας.Προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τους εθνικούς πολιτισμούς, τις εθνικές ταυτότητες και την εθνική ανεξαρτησία των κρατών-μελών, προϋποθέσεις ίσων όρων σμίλευσης κοινών συμφερόντων και διαπραγμάτευσης στην βάση αυτή με τρίτους. Και προϋποθέσεις που θρέφουν εμπράγματα το αίσθημα των μελών ότι η συμμετοχή τους στην Κοινότητα τα ενδυναμώνει και τα καθιστά ανταγωνιστικά στην ανελέητα ανταγωνιστική διεθνή πολιτική.
Αναμφίβολα, τα αναφερθέντα μόλις κριτήρια και παράγοντες είναι πλέον δύσκολο να διασφαλιστούν όλα. Δείχνουν όμως τον προσανατολισμό μιας πιθανής ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Εν τέλει, ένα είναι σίγουρο: Εάν για οποιοδήποτε λόγο το πολύ εύθραυστο πλέον ευρωπαϊκό οικοδόμημα οδηγηθεί σε αντιφάσεις και συγκρούσεις οι συνέπειες θα είναι ανεξέλεγκτες. Όσοι «ασχολήθηκαν» σοβαρά με τα Ευρωστρατηγικά και Ευρωατλαντικά γνωρίζουν ότι στο υπόβαθρο των σχέσεων υποβόσκουν μεγάλα διλήμματα ασφαλείας. Όπως εξάλλου δείχνει η εμπειρία της περιόδου 1989-02 κανείς δεν πρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπογραμμίζεται ξανά, να αποκλείσει ακόμη και τον πόλεμο.
Η κατάσταση της ΕΚ γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητική, επειδή τυγχάνει πολλές θεσμικές, πολιτικές, οικονομικές και άλλες «ταχύτητες», που μετά το 1992 δημιουργήθηκαν defacto, ενδέχεται να τινάξουν στον αέρα όλες τις προϋποθέσεις που συγκροτούσαν μια κάποια έστω και επίπλαστη «Ευρωπαϊκή ιδέα» η οποία βοηθούσε να κτιστεί μια αντίληψη ότι η συμμετοχή στην Κοινότητα ενισχύει, διασφαλίζει και διαφυλάττει μια θεσμική και πολιτικοοικονομική δομή συνεργασίας αλλά και οφέλη για όλους. Ασφαλώς, και τις κεκτημένος λογικές και πρακτικές του κοινοτικού κεκτημένου μέχρι το 1992 που σκιαγραφήθηκαν πιο πάνω.
Πολλές ταχύτητες στην βάση ιεραρχήσεων ισχύος σημαίνουν ηγεμονισμό. Κοινοτισμός και ηγεμονισμός είναι εγγενώς έννοιες ασυμβίβαστες. Επάνοδος σε λογικές διαρκώνς εξισορροπήσεων με κριτήριο μιας αναζήτησης μιας δύσκολης πλέον ισορροπίας είναι σχοινοβασία κάτω από την οποία βρίσκεται η Άβυσσος.
Για ένα ακόμη λόγο, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ μέχρι τώρα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις καθόταν πάνω σε διλήμματα ασφαλείας που σίγαζε το γεγονός της ύπαρξης του «Αμερικανικού στρατηγικού θερμοκηπίου» μέσα στο οποίο ήταν στρατηγικά τοποθετημένη η Ευρώπη, οι στρατηγικές σχέσεις πλέον δεν δημιουργούν μόνο ένα ρευστό «Στρατηγικό Τετράγωνο» Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο αλλά ένα νέο, ρευστό, απρόβλεπτο, ακόμη αδιαμόρφωτο και ενδεχομένως ασταθές, «Στρατηγικό Πεντάγωνο» Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Μόσχας.
Τέλος, ενώ τα πιο πάνω ήταν πολύ γνωστά στους «ειδικούς», από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην Ελλάδα κυριαρχούσαν ιδεαλιστικές φωνασκίες, αυταπάτες, ευσεβείς πόθοι, φλούδες ελπίδες και στρατηγική μυωπία ή στρατηγική άγνοια. Όλα μαζί συν εγγενείς νεοελληνικες παθολογίες, οδήγησαν σε φρικτά λάθη βαθύτατων προεκτάσεων με κύρια και πιο ορατή συνέπεια τα μνημόνια (τα οποία θα μπορούσαμε εύκολα! να αποφύγουμε εάν γνωρίζαμε επαρκώς τα διεθνή και ευρωπαϊκά δρώμενα και ως εκ τούτου μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε σωστά και ορθολογιστικά– είναι ένα μόνο ζήτημα).
Το Μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από μεγάλες στρατηγικές ανακατατάξεις οι οποίες εξελίσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Εξ αντικειμένου μια κατάκοιτη χώρα με εξουθενωμένη κοινωνία και με ελάχιστα ή καθόλου νομιμοποιημένη πολιτική ηγεσία τα στελέχη της οποίας φορούν αδιόρθωτους κομματικούς και ιδεολογικούς φακούς, αδυνατεί να κινηθεί στρατηγικά ορθολογιστικά.
Ας επιτραπεί μια εκτίμηση: Το τελευταίο καταμαρτυρείται πλέον καθημερινά 1) στις σχέσεις με μεγάλες δυνάμεις («το πιόνι δεν έχει ρόλο»),β) στα Βόρεια και Ανατολικά σύνορα (ο κατευνασμός είναι πάντα αυτοκτονική στάση) και γ) στην Κύπρο όπου είναι πλέον πολύ πιθανό η Ελλάδα να παγιδευτεί στρατηγικά με το να βρεθούν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στην Αυλή του πολιτικού άρχοντα ο οποίος κυβερνά στην Άγκυρα. Ακόμη, μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται στα παρασκήνια από άτομα που κατέχουν προσωρινά την εξουσία και τα οποία «επιπλήττουν» τη κοινωνία όταν θέλει να έχει λόγο και ρόλο.
Όλα αυτά να μην προκαλέσουν έκπληξη εάν στα παρασκήνια και κάτω από τα τραπέζια κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος ναι μεν εμφανίζονται σε φωτογραφίες μαζί μας ή και συνάπτουν κάποιες συμφωνίες αλλά όταν βλέπουν τιςπολιτικές μας στην Κύπρο και στο Αιγαίο ενδέχεται άλλα να σχεδιάζουν. Υπό ένα διαφορετικό καθεστώς σε μια Κύπρο που θα ελέγχεται από την Τουρκία, για παράδειγμα, όλα θα είναι διαφορετικά συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών σχέσεων! Είναι, εν τέλει, ένα πράγμα να είσαι δουλικά κινούμενο πιόνι και άλλο αξιόπιστος συνομιλητής των Σκακιστών ο οποίος α) δεν κάνει κινήσεις που δεν τον συμφέρουν, β) κάνει μόνο κινήσεις που το συμφέρουν και αυτές με ανταλλάγματα και γ) ενώνει στρατηγικά νήματα με τρόπο που δείχνει ότι γνωρίζει τις ανελέητες λογικές της διεθνούς πολιτικής και τον τρόπο που συνδέονται οι βραχυχρόνιες αποφάσεις με τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου